Έξι κόκκινες και μια κατακόκκινη κάρτα στο σχέδιο νόμου για την άρση του απορρήτου
Επτά καίριες παρατηρήσεις πάνω σε ένα επικίνδυνο σχέδιο
Λέξεις: Γιώργος Σάρλης
1) Κατακόκκινη κάρτα, γιατί στην πολιτική δεν ισχύει η αρχή “ο τρώσας και ιάσεται”, δηλ. ότι “αυτός που έπληξε το αγαθό, αυτός και θα το θεραπεύσει”.
Κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να ανήκει στον υπαίτιο μιας τέτοιας ζημιάς, όταν αυτός κατέχει θέση εξουσίας, η απόφαση ότι αρκεί να φέρει μια θεραπεία για την πληγή που ο ίδιος άνοιξε και κάπως έτσι να τελειώσει εκεί το ζήτημα.
Πρέπει πρώτα να αναλάβει ειλικρινά και ουσιαστικά την ευθύνη για ό,τι έγινε, για να μπορεί να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη προκειμένου να κάνει οτιδήποτε περαιτέρω σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Εν προκειμένω, η κυβέρνηση που με σειρά από μεθοδευμένες παρακρατικές ενέργειες έπληξε το αγαθό του απορρήτου των επικοινωνιών εμφανίζεται ότι το θεραπεύει σε μια προσπάθεια να γυρίσει σελίδα. Βέβαια, δεν το κάνει αυτό, όπως θα φανεί παρακάτω.
Όμως, ήδη, και μόνη η αντίληψη ότι εκείνος που παραβίασε τον υφιστάμενο νόμο μπορεί να παρακάμψει τη διαδικασία απόδοσης -ή έστω ανάληψης- των ευθυνών του για την παραβίαση του νόμου μέσω της εισήγησης ενός νέου νόμου -λες και μπορεί κανείς να εμπιστευτεί ότι θα συγκρατηθεί από την παραβίαση και αυτού του νέου που εισηγείται- δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
2) Κόκκινη κάρτα γιατί το σχέδιο νόμου δεν θέτει πλαφόν στον αριθμό των εισαγγελικών διατάξεων που θα μπορούν κατά βάση να εκδίδονται κάθε χρόνο, ώστε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο που σήμερα ισχύει, που είναι η έκδοση κατά το τελευταίο έτος (2021) περίπου 15.500 εισαγγελικών διατάξεων για λόγους που αφορούσαν την εθνική ασφάλεια -αριθμός ενδεικτικός της κατάχρησης ιδίως αν συγκριθεί με τις περίπου υποπενταπλάσιες (περίπου 3.100) άρσεις απορρήτου που έγιναν για την διακρίβωση εγκλήματος, σε μια χώρα που σχεδόν όλα έχουν γίνει κακουργήματα κλπ.
3) Κόκκινη κάρτα γιατί στο αίτημα της ΕΥΠ προς τον αρμόδιο εισαγγελέα δεν απαιτείται η γνωστοποίηση του ονόματος του θιγόμενου από την άρση του απορρήτου, ενώ και ο εισαγγελέας εκδίδοντας τη διάταξή του μπορεί μετά από εισήγηση της ΕΥΠ να παραλείπει και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αιτιολογίας που στηρίζουν την διάταξή του για άρση του απορρήτου. Μάλιστα, ο νομοθέτης θέτει και μια βραχυκυκλωτική παγίδα στον εισαγγελέα, αφού προβλέπει ότι η παράλειψη αυτή μπορεί να γίνεται αν κατά την κρίση του συντρέχουν “ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας”. Πρόκειται για κλασική περίπτωση απροσφορότητας του κριτηρίου σχετικά με το αιτιολογημένο των αποφάσεων, αφού για να άρει το απόρρητο θα έχει κρίνει ήδη ότι υπάρχουν “λόγοι εθνικής ασφάλειας” ενώ οι “ειδικές περιστάσεις” -πέραν του ότι δεν θα προκύπτουν από τον φάκελο της ΕΥΠ- συνδέονται ήδη με την κρίση του για την επιβολή της άρσης του απορρήτου ως προς την αναλογικότητα του επιβαλλόμενου μέτρου, που είναι πάντα ένα ιδιαιτέρως επαχθές μέτρο.
4) Κόκκινη κάρτα γιατί διατηρεί ως όργανο που αποφασίζει την άρση του απορρήτου το σχήμα των δυο εισαγγελέων, ενώ ήδη η ανάθεση των καθηκόντων αυτών σε εισαγγελέα -έναν ή δύο ή όσους- αντίκειται στην απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 02/03/2021 στην υπόθεση C‑746/18 (https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?docid=238381&text=&doclang=EL&pageIndex=0&cid=1572324), από την οποία προκύπτει ότι η αρμοδιότητα αυτή δεν θα πρέπει να ανατίθεται σε δικαστή του οποίου η θέση μες στο δικαστικό σύστημα είναι το να εκπροσωπεί την αρχή που ασκεί την ποινική δίωξη, δηλ. ότι δεν μπορεί να είναι εισαγγελέας.
Πολυπρόσωπο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο είναι το όργανο που θα έπρεπε να αναλάβει αυτό το καθήκον.
5) Κόκκινη κάρτα γιατί προβλέπει δυνατότητα επιβολής του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατά πολιτικών προσώπων. Η άρση του απορρήτου κατά πολιτικών προσώπων είναι αυτονόητη όταν πρόκειται για τη διακρίβωση εγκλήματος. Όμως, λόγοι εθνικής ασφάλειας που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου κατά πολιτικών προσώπων δεν μπορούν να νοούνται, γιατί με το που θα μπορούσαν αυτοί να υπάρξουν σοβαρά τότε ήδη θα ενεργοποιούνταν ο άλλος λόγος άρσης του απορρήτου, δηλ. για τη διακρίβωση εγκλήματος.
Το ίδιο το σχέδιο νόμου θέλει η άρση απορρήτου κατά πολιτικών προσώπων να επιβάλλεται όταν “συγκεκριμένα στοιχεία” καθιστούν “άμεση” και “εξαιρετικά πιθανή” τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Όμως, όλα τα σοβαρά εγκλήματα που στρέφονται κατά του πολιτεύματος ή κατά της υπόστασης της χώρας κλπ συνιστούν περιπτώσεις προωθημένης ποινικής προστασίας, δηλ. περιπτώσεις που η απόπειρα ή επιχείρηση ή προπαρασκευαστική πράξη που στρέφεται κατά κάποιου αγαθού έχει αναχθεί σε ολοκληρωμένο έγκλημα. Συνεπώς, όταν τυχόν θα υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία άμεσης και εξαιρετικά πιθανής διακινδύνευσης της εθνικής ασφάλειας, τότε ήδη θα τελείται έγκλημα από πολιτικό πρόσωπο και άρα πια θα μπορεί απλά να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 62 Συντ.
Το να μην τίθεται ένα πολιτικό πρόσωπο με ευκολία υπό παρακολούθηση, όπως όταν αυτό συμβαίνει δυνάμει αόριστων κρίσεων, είναι ζήτημα που αφορά την προστασία των πολιτικών συμφερόντων του ίδιου του ελληνικού λαού που εκπροσωπεί και όχι ελιτίστικη τοποθέτηση.
6) Κόκκινη κάρτα γιατί η αμαρτωλή κυβέρνηση που έφερε και ψήφισε την τροπολογία του άρθρου 87 ν. 4790/2021 με την οποία -μόλις κινδύνεψε να αποκαλυφθεί το καθεστώς παρακολουθήσεων που είχε επιβάλει- “τύφλωσε” την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ, προχωρά ανενδοίαστα στην τελική φάση της αποστέρησης της αρχής από συνταγματικές αρμοδιότητές της.
Η ΑΔΑΕ σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 Συντ. είναι η αρχή που διασφαλίζει το απόρρητο και μάλιστα όχι τυχαία ο συνταγματικός νομοθέτης την τοποθετεί ως φύλακα του αγαθού αυτού ακόμη και απέναντι στη δικαστική αρχή που έχει αναλάβει να “φιλτράρει” -διοικητικά πάντως, παρότι πρόκειται για εισαγγελέα- σε πρώτο επίπεδο τα αιτήματα άρσης του απορρήτου. Έτσι, χαρακτηριστικά στις ετήσιες εκθέσεις της χωρίς να μπει στην ουσία της κρίσης του δικαστικού οργάνου ελέγχει την πληρότητα της αιτιολογίας των εισαγγελικών διατάξεων και των βουλευμάτων.
Αυτή, λοιπόν, την αρχή, που την έχει αποστερήσει από πλέον κρίσιμες συνταγματικές εξουσίες της, προσπαθεί να την περιθωριοποιήσει διαχρονικά, και για το μέλλον.
Αν λοιπόν κάποιος θέλει να μάθει αν έχει υποστεί παρακολούθηση και αν τηρήθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις κατά την άρση του απορρήτου προκειμένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να αναζητήσει ένδικη προστασία -ορατή ήδη και η παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. σε σχέση με τη μη αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη- θα πρέπει κατ’ αρχάς να περιμένει για 3 χρόνια -αναμονή που αποδυναμώνει το επίκαιρο της ικανοποίησης του συμφέροντός του να προσφύγει στη δικαιοσύνη- και έπειτα να λάβει την έγκριση ενός τριμελούς διοικητικού οργάνου, που αποτελείται από τους δυο εισαγγελείς που επέβαλαν την άρση του απορρήτου και από τη μειοψηφούσα ΑΔΑΕ. Αυτοί που ενέκριναν την άρση θα κρίνουν αν θα εφοδιάσουν τον ενδιαφερόμενο πολίτη με τα στοιχεία που θα χρειαστεί για να στραφεί εναντίον τους. Αλλά και αν το αποφασίσουν η απάντησή τους σύμφωνα με το νόμο θα είναι ιδιαιτέρως λιτή: θα απαντούν με ένα “ναι ή όχι” (σε σχέση με το αν παρακολουθήθηκε) και για τη διάρκεια του μέτρου. Τίποτα για τους λόγους που αυτό επιβλήθηκε.
7) Κόκκινη κάρτα γιατί αν αναζητήσει κανείς στον κατάλογο των εγκλημάτων (κακουργημάτων ή πλημμελημάτων) για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης εγκλήματος τα άρθρα 292Α επ. του ΠΚ, δυστυχώς δεν θα τα βρει. Σύμφωνα με την παρ. 1 του 292Α ΠΚ η πρόσβαση σε σύνδεση ή σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας, τιμωρείται όταν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Έχει, μάλιστα, ήδη κριθεί (ΑΠ 916/2019) ότι ως τέτοιος κίνδυνος νοείται εκείνος που αφορά τον απόρρητο χαρακτήρα των επικοινωνιών και όχι ο κίνδυνος διακοπής ή αναίρεσης της δυνατότητας διενέργειας μιας τέτοιας επικοινωνίας. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Εκεί προβλέπεται ότι “Όποιος αθέμιτα διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει προς εγκατάσταση ειδικά τεχνικά μέσα για την τέλεση των πράξεων της παρ. 1 ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή.”.
Και αυτή η διάταξη αποκλείεται από τον κατάλογο των εγκλημάτων για τα οποία μπορεί να διενεργηθεί άρση του απορρήτου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει έως σήμερα.
Έχοντας, λοιπόν, κατά τα άλλα επεκτείνει τον κατάλογο των εγκλημάτων σε σχέση με τα οποία μπορεί να επιβληθεί άρση του απορρήτου, η κυβέρνηση εδώ προωθεί μια εντυπωσιακή, αλλά καθόλου συμπτωματική και τυχαία εξαίρεση.
Η κυβέρνηση, αφού τύφλωσε την ΑΔΑΕ, τώρα δένει και τα χέρια των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που θα ήθελαν να ασκήσουν τη δυνατότητα που έως σήμερα είχαν να επιβάλουν άρση του απορρήτου, αυτή τη φορά για τη διερεύνηση του ίδιου του σκανδάλου των παρακολουθήσεων και για την αναζήτηση στοιχείων σε σχέση με όσους της παρείχαν εμπορικά το κατασκοπευτικό λογισμικό ή της προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε σχέση με αυτό.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να γιατρέψει αυτή η κυβέρνηση, αλλά μόνο να προσβάλει, να ζημιώσει, να τσακίσει κι άλλο ένα αγαθό που αφορά όλο τον κόσμο, και κάθε θεσμό και διαδικασία. Όπως επιτέθηκε και τύφλωσε την ΑΔΑΕ, όπως εξευτέλισε τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, τόσο στην εξεταστική όσο και με την απαξίωση των επίκαιρων ερωτήσεων του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προς τον πρωθυπουργό, έτσι τώρα διασύρει και τη νομοθετική διαδικασία που την αξιοποιεί εργαλειακά και ανενδοίαστα μπροστά στα μάτια μας ως μέσο απόσεισης και συγκάλυψης των ευθυνών που έχουν τα στελέχη της και οι συνεργοί τους.
*Ο Γιώργος Σάρλης είναι δικηγόρος.
Σχετικά Αρθρα