Εξομολογήσεις ενός τρομοκρατημένου δημοσιογράφου
Από μικρός ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Δεν έβαζα γλώσσα μέσα, ήμουν κοινωνικός, διάβαζα εφημερίδες κι αγαπούσα το ραδιόφωνο. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα με δίσκους κι έτσι έμαθα να ακούω μουσική, να χειρίζομαι τα μηχανήματα και να γράφω… κασέτες. Στα 16 μου χρόνια, το 1991, έκανα ήδη βραδινές εκπομπές στο Ράδιο Ενημέρωση 88,3 που είχε […]
Από μικρός ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Δεν έβαζα γλώσσα μέσα, ήμουν κοινωνικός, διάβαζα εφημερίδες κι αγαπούσα το ραδιόφωνο. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα με δίσκους κι έτσι έμαθα να ακούω μουσική, να χειρίζομαι τα μηχανήματα και να γράφω… κασέτες. Στα 16 μου χρόνια, το 1991, έκανα ήδη βραδινές εκπομπές στο Ράδιο Ενημέρωση 88,3 που είχε έδρα στη Νεάπολη.
9 – 11 το βράδυ, με δύο πικ-απ που δεν είχαν stop – start κι έπρεπε να τα ξεκινάω δύο στροφές πριν τα βγάλω στον αέρα για να πάρουν την ταχύτητα «33 και 1/3». Οι διαφημίσεις έπαιζαν από διπλό κασετόφωνο, τα μικρόφωνα ήταν δυναμικά για να μην ακούγονται οι γύρω θόρυβοι, τα τηλέφωνα έβγαιναν με προενίσχυση στον αέρα κι ακούγονταν σαν… τενεκές. Χαμένος μέσα στα βινύλια δεν καταλάβαινα πώς περνούσε το δίωρο. Συχνά έχανα το τελευταίο λεωφορείο των 11 περιμένοντας κάποιον να κλειδώσει τον σταθμό κι έτσι ανέβαινα στην Ευκαρπία μέσω οδού Λαγκαδά με τα πόδια. Είχα βαφτιστεί.
Ακολούθησαν κι άλλοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, το στρατιωτικό και η εγγραφή μου σε ΙΙΕΚ Δημοσιογραφίας. Οταν έπιασα δουλειά στον Αγγελιοφόρο, το 2001, ήμουνα σίγουρος ότι αυτό θα είναι το βασικό μου επάγγελμα. Όταν λίγα χρόνια αργότερα έγινα μέλος της Ενωσης Συντακτών, υπεύθυνος τμημάτων και καλά αμειβόμενος δημοσιογράφος, ένιωθα «γεμάτος», ανακουφισμένος και πολύ τυχερός που όλη μου η καθημερινότητα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό που αγαπούσα. Μέσα από τη δουλειά μου μάθαινα πράγματα, έκανα σπουδαίους φίλους και… περνούσα καλά. Θυμάμαι ότι την περίοδο 2007 – 2010 δούλευα 13 ώρες την ημέρα σε Αγγελιοφόρο και Ράδιο Θεσσαλονίκη, έκανα βάρδιες Σαββατοκύριακο, εκπομπές Πάσχα και Χριστούγεννα αλλά… δεν με πείραζε καθόλου. Ζούσα, δε δούλευα.
Έπειτα ήρθε η οικονομική κρίση. Τα «μαγαζιά» άρχισαν τις απολύσεις και κατόπιν τις μειώσεις των μισθών για να μην κάνουν… κι άλλες απολύσεις. Συνάδελφοι έχαναν τις δουλειές τους κι ο καιρός περνούσε χωρίς να βρίσκουν καινούριες. Εμείς κοιτούσαμε αποσβολωμένοι. Σε πολλές παρέες δημοσιογράφων άρχιζαν παρεξηγήσεις. Γιατί να φύγω εγώ κι όχι αυτός; Γιατί δεν με στήριξαν; Γιατί αυτός που έχει κολλητούς δεν απολύεται;
Σηκώθηκα κι έφυγα από το Ράδιο Θεσσαλονίκη. Παραιτήθηκα. «Είσαι χαζός», μου είχε πει το αφεντικό. «Πού θα πας ρε, με οικογένεια και παιδιά; Ολα τα μαγαζιά κλείνουν. Ο Αγγελιοφόρος θα κλείσει κι εγώ θα διώξω περίπου τους μισούς». Αυτό που δεν μου είπε, βέβαια, ήταν ότι εμένα ήθελε να με κρατήσει για να δουλεύω και για τους άλλους μισούς που θα έδιωχνε. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και ευχήθηκα να μην αναγκαστώ ποτέ να επιστρέψω.
Στον Αγγελιοφόρο πήγαν όλα το ίδιο χάλια, ίσως και χειρότερα. Έδιωχναν συνεχώς και απ’ όλα τα τμήματα, λες και οι εφημερίδες θα έβγαιναν από μόνες τους. Μου ζήτησαν απολύσεις κι από το τμήμα μου και τους εξήγησα ότι όλοι οι υφιστάμενοι ήταν νέοι, ορεξάτοι και χαμηλά αμειβόμενοι. Επέμεναν. Έστειλα στον γενικό διευθυντή ένα e-mail και του έθεσα τη δική μου απόλυση στη διάθεσή του.
Πέρασαν δύο μήνες αγωνίας μέχρι να με απολύσουν. Πήρα την αποζημίωση, γράφτηκα στο ταμείο ανεργίας κι άρχισα να περιμένω… το θαύμα. Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια από τότε. Δουλειά με ένσημα δε βρήκα ακόμη. Τα θαύματα δε γίνονται κάθε μέρα. Κάνω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο σαν συνεργάτης και… περιμένω μια κανονική δημοσιογραφική δουλειά με ένσημα.
Το βασικό μου πρόβλημα δεν είναι το οικονομικό. Ευτυχώς για μένα, από τον καιρό που σπούδαζα στο ΙΙΕΚ Δημοσιογραφίας είχα κάνει με τρεις φίλους ένα καφέ στο κέντρο της πόλης το οποίο με αντάμειψε καλύτερα κι απ’ ό,τι άξιζα όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα όταν μπήκα στο μισθολόγιο του Αγγελιοφόρου, το μερίδιό μου στο καφέ το ανέλαβε η γυναίκα μου κι έτσι κρατήσαμε την επαφή και με ένα αντικείμενο «εκτός δημοσιογραφίας». Σήμερα που είμαι δημοσιογραφικά λιγότερο ενεργός, μπορώ να έχω μια χαρά συστηματική απασχόληση στην καφετέρια και, πέρα από το οικονομικό, να νιώθω δημιουργικός μέσα στις μουσικές μου, τις εκδηλώσεις που στήνουμε και την επαφή με τον κόσμο.
Έλα όμως που… δεν θέλω. Αυτό που θέλω είναι να παραμείνω στο επάγγελμα του δημοσιογράφου μόνιμα, με πλήρη απασχόληση για πάντα. Και αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια τι πρέπει να κάνω για να συμβεί αυτό; Να περιμένω λίγο (ή περισσότερο) ακόμα; Να αρχίσω τα παρακάλια στα αφεντικά; Να αρχίσω τις προσευχές μπας και έρθει από ψηλά η λύση;
Λέω να το παλέψω μέχρι όσο πάει. Να κάνω όσο το δυνατόν καλύτερες εκπομπές, να γράφω στην Parallaxi και στο site των ΣΠΟΡ του ΒΟΡΡΑ. Να μιλάω με συναδέλφους και να κρατήσω μία επαφή. Τώρα που οι βεβαιότητές μας γκρεμίστηκαν είναι κι αυτοί πιο αλληλέγγυοι και πιο συναισθηματικοί. Σε ρωτούν με ενδιαφέρον τι κάνεις, θυμούνται γεγονότα που ζήσαμε μαζί παλιά. Τους νιώθω περισσότερο κοντά μου από ποτέ. Ακόμη κι από τότε που δουλεύαμε σε διπλανά γραφεία και βρισκόμασταν 300 μέρες το χρόνο.
Να ξέρετε ότι όλοι οι δημοσιογράφοι είμαστε ένα βήμα πριν την κατάθλιψη. Χάσαμε τον κόσμο κάτω από τα πόδια μας, άλλαξαν όλα μέσα σε δύο χρόνια με τις αμοιβές μας, την ασφάλεια και την σύνταξη, την προοπτική μας να μείνουμε στον χώρο. Είχαμε έναν ολόκληρο κόσμο δικό μας και τον χάσαμε. Δεν είναι λίγο αυτό.
Πολλοί συνάδελφοι θα αναγκαστούν σύντομα να αλλάξουν αντικείμενο. Δεν είναι αναγκαστικά κακό αυτό, αντίθετα μπορεί και να είναι άκρως αναζωογονητικό. Μια φίλη που εκτιμώ πολύ μέσα στο δημοσιογραφικό χώρο, και που ήδη κάνει και άλλη δουλειά παράλληλα με τη δημοσιογραφία, έλεγε από παλιά ότι «κανείς δε γεννήθηκε με τον τίτλο του δημοσιογράφου στο κούτελο. Ολοι πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι μπορεί να χρειαστεί να την αφήσουμε αν θελήσει να μας αφήσει κι εκείνη». Προφητικά λόγια. Ίσως να μην τα πίστευε όταν μου τα έλεγε. Ίσως να τα έλεγε ακριβώς για να τα πιστέψει και η ίδια.
Δεν ξέρω γιατί επέλεξα τώρα να τα γράψω όλα αυτά. Μάλλον γιατί μέσα σ’ αυτήν την τρέλα της κρίσης θέλω να ακούσω έναν παρηγορητικό λόγο ή ένα δείγμα αλληλεγγύης. Ίσως πάλι να θέλω να σας μιλήσω γι αυτό το λειτούργημα που κι εγώ και τόσοι άλλοι καλοί συνάδελφοι ερωτευτήκαμε και είπαμε να το υπηρετήσουμε από μεράκι και φιλοδοξία. Ακόμη ακούω την επωδό: «Οι δημοσιογράφοι φταίνε που τα παίρνουν, που καλύπτουν, που τρομοκρατούν». Θέλω να πω (και δεν βρίσκω τον τρόπο) ότι δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Oι δημοσιογράφοι πια (η συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον γιατί παντού υπάρχουν και εξαιρέσεις) δεν παίρνουν ούτε τον πετσοκομμένο μισθό τους, δεν έχουν ασφάλεια, κλονίζεται το συνταξιοδοτικό τους. Θέλω να πω σε όσους δεν βλέπουν τα «λούκια» που βγάζουν οι δημοσιογράφοι ότι αν κάποιες φορές τους τρομοκρατούν μ’ αυτά που λένε είναι μάλλον γιατί είναι και οι ίδιοι τρομοκρατημένοι. Μιλούν για την φτώχεια της Ελλάδας γιατί την υφίστανται και οι ίδιοι.
Δώστε τους λοιπόν μια ευκαιρία να σας δείξουν τί μπορούν να κάνουν. Τώρα με την τεχνολογία έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν ευκολότερα. Διαβάστε αυτά που γράφουν, διαλέξτε αυτούς που εκτιμάτε και στηρίξτε τους με όποιον τρόπο μπορείτε. Με ένα «κλικ», με ένα καλό σχόλιο, με μια ανάρτηση στο προφίλ σας στο Facebook, γιατί όχι και με μια διαφήμιση, αν είστε επαγγελματίας. Με τον τρόπο αυτό στηρίζετε την ίδια την ελευθεροτυπία που χρειάζεται δυνατές φωνές και πλουραλισμό στα Μέσα.
Ενα βασικό σύνθημα της Ενωσης Συντακτών λέει: «Η δημοσίευση είναι η ψυχή της Δημοκρατίας». Σήμερα που όλα είναι τόσο μπερδεμένα όσον αφορά την αξιοπιστία της δημοσίευσης, αυτό το σύνθημα έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.