Φεγγάρι μάγια του ‘κανες
Πάντοτε πίστευα στους δημιουργούς. Στο λόγο τους, όταν είχαν κάτι να πουν και στη σιωπή τους, όταν κάτι τους έκοβε την ανάσα. Πάντοτε τους πίστευα και πάντοτε τους φοβόμουν όταν τα χάνανε απ’ το φόβο τους, τη στιγμή που άλλαζαν οι εποχές κι αυτές που έρχονταν έδειχναν να μην τους συμπεριλαμβάνουν στις λίστες τους. Είναι […]
Πάντοτε πίστευα στους δημιουργούς. Στο λόγο τους, όταν είχαν κάτι να πουν και στη σιωπή τους, όταν κάτι τους έκοβε την ανάσα. Πάντοτε τους πίστευα και πάντοτε τους φοβόμουν όταν τα χάνανε απ’ το φόβο τους, τη στιγμή που άλλαζαν οι εποχές κι αυτές που έρχονταν έδειχναν να μην τους συμπεριλαμβάνουν στις λίστες τους. Είναι πικρό (και ανθρώπινο) να νιώθεις προδομένος όταν κάποτε βασίλευες, αλλά είναι και σοφό να παραμερίζεις για να περάσουν οι καινούργιοι, προφυλάσσοντας την ανάμνησή σου από τη σκουριά και μαζί τον εαυτό σου από τη γραφικότητα της γκρίνιας και την αμετροέπεια του εσαεί ταγού, θέση την οποία διεκδίκησες και κατέκτησες κάποτε (και με τα έργα σου), σ’ ένα παρελθόν που έμοιαζε να ‘χει ανάγκη τον σαλπιγκτή του για να ξεκινήσει τη μάχη του με το μέλλον. Μόνο που κανένα παρελθόν δεν κρατάει για πάντα. Τα νερά κυλάνε αλλά ποτίζουν καινούργια χώματα, μοιραίο είναι.
Παρατηρώ-με θλίψη, ενίοτε και με εκνευρισμό – τον Μίκη Θεοδωράκη να χάνει το μέτρο και τον έλεγχο και να προσπαθεί να παρέμβει στα όσα δραματικά συμβαίνουν γύρω και μέσα μας ανάβοντας (λέμε τώρα) με τη «Σπίθα» του πυρκαγιές. Να δηλώνει πως έτσι (όπως σήμερα) ούτε στη χούντα δεν αισθανόταν και να μας προτρέπει να πάρουμε τους γκράδες (ή περίπου) και αλαλάζοντας «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» να ξεχυθούμε σε βουνά, λαγκάδια και πλατείες, κυρίως σε πλατείες, τις οποίες οφείλουμε να καταλάβουμε, αν δεν μας τις παραχωρούν.
«Ήρθα να καταλάβω την πλατεία», δήλωσε καθισμένος σε μια πολυθρόνα στην πλατεία Αριστοτέλους, λίγο πριν εκφωνήσει όσα (θολά) εκφώνησε γράφοντας τον επίλογο της κοκορομαχίας του με τον Δήμαρχο και διαγράφοντας (το κάνει εδώ και καιρό) την ιστορία του ως ο σημαντικός λαϊκός συνθέτης που υπήρξε. Τον έβλεπα στις φωτογραφίες και σκεφτόμουν πόσο σπουδαίος δημιουργός ήταν όταν έγραφε την «Όμορφη Πόλη», τις «Μπαλάντες» και τις «Μικρές Κυκλάδες», κύκλους τραγουδιών λυρικών, ακριβών και παρήγορων, που αντέχουν ακόμη και σήμερα (σε αντίθεση με πολλούς και ποικίλους θούριους που, κατά καιρούς, υπέγραψε). Αναρωτιόμουν αν αυτό και μόνο δεν θα ήταν αρκετό για να του δίνει χαρά. Αλλά φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να χαρείς όσο βρυχάται μέσα σου το τέρας του επικοινωνιακού οίστρου και της ανάγκης να υπάρχεις μονίμως στην αγορά. Όχι ως δημιουργός αλλά ως πρωταγωνιστής του δημόσιου βίου, ως ασκών πολιτική και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή της: εκείνης που συνορεύει με τη δημαγωγία κι επιφυλάσσει στους πολίτες το ρόλο του χειροκροτητή, άντε και του χορωδού σε μια χορωδία μαθημένη στα εμβατήρια. Φάλτσα χορωδία αλλά ποιος νοιάζεται; Το θέμα είναι να επευφημείσαι και να αποθεώνεσαι. Να επινοείς για τον εαυτό σου το ρόλο του αρχιερέα και να ξεστρατίζεις σε άλλα μονοπάτια, ξεχνώντας την προσωπική σου καλλιτεχνική διαδρομή γιατί αλλιώς θέλεις να σε θυμούνται τα πλήθη (και η Ιστορία, εννοείται). Ως τελετάρχη, ας πούμε, όχι ως συνθέτη. Οπότε, τι σημασία έχει αν κακοποιούνται τα τραγούδια σου στα στόματά του πλήθους; Ας μικραίνει το μπόι τους, ας στεγνώνουν. Το θέμα, εξάλλου, δεν είναι τα τραγούδια.
Το θέμα είναι να υψώνεται δοξαστικά η φωνή προς τον δημιουργό τους. Μαζί με την τσίκνα απ’ τα σουβλάκια που ψήνονται παραδίπλα, στην πλατεία που «κατέλαβε».
* Η φωτογραφία είναι του Θωμά Τζήρου