Φύλλα ημερολογίου

Μια ξεχασμένη ερωτική επιστολή από ένα παλιό κινηματογραφικό σενάριο του Βασίλη Λουλέ έρχεται ξανά στο φως της νέας χρονιάς. Για να πάρεις ίσως και πάλι τον χρόνο από την αρχή, να ξαναφτιάξεις τον κόσμο από την αρχή.

Βασίλης Λουλές
φύλλα-ημερολογίου-80640
Βασίλης Λουλές

Λέξεις: Βασίλης Λουλές

kosmopoulos6_SHARP^

Εικόνα: του σκηνοθέτη Βασίλη Κοσμόπουλου

Ήρθε πάλι μπροστά μου ένα παλιό κείμενο. Από κείνα που τα ‘χεις πια ξεχάσει αλλά, να!, κάνεις έτσι μια μέρα να πιάσεις ένα φάκελο και ξάφνου πέφτουν στο πάτωμα σκόρπια φύλλα. Και σκύβεις και μαζεύεις τη ζωή σου.

Χειρόγραφα από ένα σενάριο που έγραφα στα 1993-1995 για ταινία μικρού μήκους. Ασπρόμαυρη. Σα να ‘βγαινε μέσα απ’ το γκρίζο που ένοιωθα τότε.

Ένα σενάριο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τότε που τα τραίνα του Τάσου Λειβαδίτη σφύριζαν μέσα στο κεφάλι μου την «…ελεγεία του λυκόφωτος», τότε που είχα τη γεύση του αλατιού στο στόμα — τη γεύση του ανεκπλήρωτου που είχε και ο Κόρτο Μαλτέζε στη «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας», στο θρυλικό και, για πάντα, αγαπημένο μου κόμικ του Hugo Pratt.

Ο ήρωας της ταινίας σε νυχτερινό τραίνο στέλνει νοερή επιστολή στην πρώην αγαπημένη του. Η τελευταία σκηνή του σεναρίου.

Το πρόσωπο του νεαρού κολλημένο στο τζάμι κοιτάει έξω, πέρα μακριά, αλλά βλέπει μέσα του. Σκιές περνούν φευγαλέα, φώτα σκίζουν για λίγο το μαύρο έξω και μέσα, νυσταγμένα πρόσωπα παραδίπλα, χέρια κοιμισμένα κρέμονται μοναχικά, χέρια παραδομένα μέσα σ’ άλλα χέρια μοιράζονται τον ίδιο ύπνο, ο μεταλλικός θόρυβος φτιάχνει ρυθμό στις ράγες, τα σφυρίγματα διαπερνούν τον χρόνο μέσα του. Ένα παιδί τραγουδάει ξανά και ξανά τον ίδιο σκοπό. Είδωλα στο τζάμι, καθρεφτίσματα.

Λέξεις ψιθυριστές στα χείλη του νεαρού πασχίζουν να δώσουν σχήμα στην κινούμενη άμμο μέσα του. Έρωτας, προσμονή και λαχτάρα, τρέμουλο των χειλιών, εξομολόγηση κι αιώνια πίστη. Απώλεια, ματαίωση, πίκρα, διάψευση, βλέφαρα χαμηλωμένα που δεν ξανασηκώνονται. Και πάλι από την αρχή: υπόσχεση, ελπίδα…

Οι λέξεις ξεχωρίζουν σιγά-σιγά, αρχίζουν να σχηματίζουν πρόσωπο: το φευγαλέο είδωλο της κοπέλας στο μαύρο τζάμι. Με το δάχτυλό του προσπαθεί να στερεώσει την εικόνα της.

Μια ταινία — ταξίδι στο λυκόφως του ρομαντισμού. Έτσι την ένοιωθα τότε.

Ιδού η επιστολή του νεαρού ήρωα, ατόφια, έτσι όπως την αντέγραψα σήμερα από το χειρόγραφο του τότε σεναρίου:

«Φύλλα ημερολογίου»

Την πρώτη φορά που βγήκα μόνος μου στον κόσμο ήταν νύχτα. Κάτι, που δεν θυμάμαι πια, μ’ έφερε απ’ το παιδικό κρεβάτι στην αυλή του σπιτιού που μεγάλωνα. Στεκόμουν ήσυχα εκεί κάτω απ’ τα δέντρα. Κι έτσι όπως φύσαγε ένα αεράκι και κουνούσε τα κλαδιά, ένα φως ερχόταν κάθε τόσο στο πρόσωπό μου. Σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω. Ήταν καλοκαίρι κι ο ουρανός γεμάτος αστέρια. Μικρά, μακρυνά φώτα και μια ζεστή λάμψη απλωνόταν παντού. Τότε ήμουν παιδί ακόμα, δεν ήξερα να μετράω, δεν ήξερα τι πα να πει «ένα, δύο, τρία…». Αυτό που ήξερα, αυτό που ένοιωθα ήταν μόνον αυτή η λάμψη που μου φώτιζε το πρόσωπο.

Από κείνη τη νύχτα πέρασαν πολλές άλλες νύχτες. Κάποιες απ’ αυτές φωτίστηκαν για λίγο απ’ τη λάμψη, επίγειων πια, αστεριών. Γυναίκες που αγάπησα, έστω και για μια νύχτα. Λάμψεις που τρεμόσβυναν και χάνονταν προτού ακόμα το φως τους ζεστάνει το πρόσωπό μου. Κι εν τω μεταξύ, είχα μάθει πια να μετράω. Και μαζί μ’ αυτό, μάθαινα ότι οι αριθμοί υπάρχουν για να μετράμε το πέρασμα του χρόνου.

Ξαναθυμήθηκα εκείνη την παιδική νύχτα όταν κάποια άλλη νύχτα ένοιωσα στο πρόσωπό μου τη λάμψη των δικών σου ματιών. Εκείνη τη λάμψη που μόνον ο έρωτας μπορεί και δίνει στα πρόσωπα. Μέσα από το βλέμμα σου ερχόταν όλη η λάμψη του προσώπου σου. Και φώτιζε και το δικό μου πρόσωπο. Έτσι που, για λίγο, δεν είχε πια σημασία το πέρασμα του χρόνου.

Η επιστολή αυτή του νεαρού ήρωα δεν έφτασε ποτέ —η ταινία δεν έγινε— το ταξίδι όμως συνεχίστηκε. Ακόμα συνεχίζεται. Ακόμα ακούω τα τραίνα να περνούν από μέσα μου σφυρίζοντας. Ακόμα ξυπνάω διψασμένος απ’ τα νυχτερινά ταξίδια στις αλμυρές θάλασσες — η γεύση του ανεκπλήρωτου, και πάλι.

Και ίσως αυτό το φύλλο χαρτιού που μάζεψα από κάτω, αυτή η ερωτική επιστολή από κείνο το ξεχασμένο σενάριο, αυτή η εξομολόγηση που δραπέτευσε από το κουτί που είχε μείνει κλεισμένη επί είκοσι χρόνια, να μην ήρθε τυχαία και πάλι μπροστά μου. Ίσως να ‘ναι σαν ένα ποιηματάκι από κείνα που είχαν παλιά τα φύλλα του ημερολογίου στην πίσω μεριά: ξεκολλάς το φύλλο και περιμένεις με περιπαικτική διάθεση (και κρυφή αγωνία) να διαβάσεις τον χρησμό. Και —ώ του θαύματος!— πάντα διαβάζεις αυτό που πάντα περίμενες.

Και ξεκινάς τη μέρα σου με την ελπίδα να συναντήσεις αυτό που έχει γράψει για σένα η μοίρα, η τύχη, η αναγκαιότητα, η Ιστορία —δεν ξέρω τι απ’ όλα— πάνω σ’ ένα  ταπεινό φύλλο ημερολογίου.

Η Πρωτοχρονιά μπορεί να είναι ένα νέο ξεκίνημα, μπορείς να πάρεις και πάλι τον χρόνο από την αρχή, να ξαναφτιάξεις τον κόσμο από την αρχή. Έτσι όπως μόνον η παιδική φαντασία ή η Τέχνη μπορούν. Και ο έρωτας.

Έτσι που να μην έχει πια σημασία το πέρασμα του χρόνου.

=================================

page12-sepia2^

Διαβάστε άλλα κείμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα