Ένας Flaneur στη Θεσσαλονίκη: Μη με δείρεις, απλά μου αρέσει η ελληνική σημαία

Ο Vitus είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και γράφει για όσα ζει.

Parallaxi
ένας-flaneur-στη-θεσσαλονίκη-μη-με-δείρεις-α-441951
Parallaxi
Εικόνα: Vitus Bachhausen

Λέξεις – Εικόνες: Vitus Bachhausen | Μετάφραση: Μαριαλένα Μουλού

Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που αποφάσισε πρόσφατα να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Πριν λίγο καιρό, η Parallaxi μίλησε μαζί του, αναζητώντας και μαθαίνοντας τα κίνητρα γύρω από αυτήν την (πράγματι ασυνήθιστη) απόφαση. Με ένα γραπτό επεισόδιό του ανά εβδομάδα, θα παρουσιάζει το ημι – αυτοβιογραφικό του δοκίμια με τίτλο ”A Flaneur’s Pilgrimage”, την ιστορία ενός ξένου που βυθίζει τον εαυτό του μέσα στην πόλη ώστε να έρθει πιο κοντά στην καρδιά της καινούργιας του ελληνικής πατρίδας, πιο βαθιά στην δική του καρδιά.

Vitus Bachhausen is a young German artist who decided to make Thessaloniki his home. Some while ago we already talked to him about his motifs for this unusual move. Now and in the course of the coming weeks, Vitus will elaborate even more on his curious case. With one episode per week he will present his semi-autobiographical essay “A Flaneur’s Pilgrimage”, the story of a stranger immersing himself into the city, to come closer to the heart of his new Greek home and his own.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα προηγούμενα επεισόδια ΕΔΩ

***

UNDER FALSE FLAG / ΛΕΥΚΗ ΣΗΜΑΙΑ

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Τρικλίζαμε μεσ’ τα στενά στα Λαδάδικα, όταν βρεθήκαμε μπροστά σε μια Εθνική Τράπεζα. Μια μεγάλη ελληνική σημαία μοστράριζε στην είσοδο. Στεκόταν χαλαρή στη βάση της. Δεν ήταν η πρώτη ελληνική σημαία που έβλεπα εκείνη την ημέρα. Ήταν τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Μια περίοδος που η πόλη τραβούσε περισσότερη προσοχή διεθνώς, απ’ ότι συνήθως. Μια περίοδος που ο πρωθυπουργός Τσίπρας ήρθε στην πόλη για να μιλήσει δημόσια για τη διεθνότητα του έθνους.

Εκείνη τη μέρα, η ελληνική σημαία έγινε μπεστ σέλερ και κυμάτιζε σε κοπάδια από τουρίστες κι από εθνικιστές, ανεξαιρέτως. Οι αριστεροί της πόλης, ωστόσο, δεν διασκέδαζαν ιδιαίτερα όλη αυτή την επίδειξη πατριωτισμού.

Πληροφορήθηκα πως οι τοπικές ομάδες αναρχικών ήταν ήδη σε ετοιμότητα για την αντεπίθεση. Όποια και αν ήταν η (αν)αυθεντική μου πρόθεση, κατέληξα να διασχίζω την Αριστοτέλους παρέα με την κοπέλα μου και την σημαία μισο-τυλιγμένη στον ώμο. Τότε άκουσα την πολεμική τους κραυγή να έρχεται από μακριά και ήξερα πως έρχονταν για μένα.

Μια ντουζίνα κουκουλοφόροι αναρχικοί έτρεχαν κατά πάνω μας. Πριν καταφτάσουν πέταξα κάτω τη σημαία, σα σινιάλο ότι έπιασα το νόημα. Κατέσχεσαν αμέσως αυτό το φασιστικό σύμβολο φτιαγμένο από πλαστικό. Το στράτευμα τους μας είχε περικυκλώσει πλέον, η αντιπαράθεση ήταν αναπόφευκτη. Προσπάθησα να τους κοιτάζω στα μάτια, κουβεντιάζοντας σαν άνθρωπος προς άνθρωπο, αλλά τα μαύρα τους γυαλιά περιόριζαν κάθε προσπάθεια κατανόησης.

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Η ιδεολογία τους, όπως κάθε ιδεολογία, ήταν σαν τα μαύρα τους γυαλιά: τυποποιημένη σε μέγεθος και οξύνοια, εκείνα τα γυαλιά φίλτραραν την εκθαμβωτική πραγματικότητα που τύφλωνε με την περιπλοκότητα της, φτάνοντας ένα “βολικό” επίπεδο.

Όμως, ίσως η οξύνοια αυτή να ταιριάζει στην οπτική ορισμένων, μα θολώνει εκείνη των υπολοίπων. Κι εκείνη τη στιγμή της αλήθειας, ο εκπρόσωπος τους έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε να φωνάζει κάτι στα ελληνικά. Αμφιταλαντεύτηκα για το αν έπρεπε να αναφέρω ότι είχα κλέψει τη σημαία από εκείνη την Εθνική Τράπεζα, δείχνοντας ότι είμαι ένας συναγωνιστής, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους.

Μα η φτωχή μου άμυνα ήταν μια πιο αληθινή πράξη ιδεολογικής αντίστασης: ‘Sorry, no Greek. I just liked the colours. Aren’t they beautiful?’.

Τέλος πάντων, η κοπέλα μου έκανε μια μεσολαβητική κουβέντα μαζί τους, που πιθανότατα με έσωσε στο τέλος. Ο στρατός με της κουκούλες αναχώρησε, το ίδιο κι εμείς, χωρίς σημαία, μα μ’ ένα συμπέρασμα στα χέρια μου: Όταν περπατάω στην πόλη, προτιμώ να κρατάω το βλέμμα μου αγνό και καθαρό. Στη μόνη κοσμοθεωρία που μπορώ ολόψυχα να πιστέψω, είναι στη δική μου.

We were staggering through the streets of the Ladadika district, when we came across a branch of the Greek National Bank. There was a pretty sizeable Greek flag flaunting on the outside. It was sitting loosely in its mounting. This was not the first Greek flag I saw that day. It was the time of the International Trade Fair in Thessaloniki. A period where the city attracted more than the usual attention it got on the international stage. A period where prime-minister Tsipras came to town to publicly speak about the nation’s internationality.

That day the Greek flag became a bestseller and was waved in droves by tourists and nationalists alike. The city’s left-wing kin, however, was not amused by all that flag-waving.

I was told local anarchist groups were already waiting to strike back. Whatever my (un-)original intention was, I ended up walking on Aristotle Square with my girlfriend, the half-rolled-out flag on my shoulders. Then I heard their battle cry from afar and I knew they’d come for me. A pack of a dozen black-hooded anarchists was storming right at us. Before they arrived I dropped the flag, signalling that I got their point. They immediately confiscated that plastic-woven symbol of fascism. After their troop had surrounded us, the confrontation was unavoidable.

I tried to look them in the eyes, converse from human to human, but their dark sunglasses restricted any use of empathy. Their ideology, like any ideology, was like their sunglasses: standardised in size and acuity, those sunglasses filtered the dazzling reality that was blinding with complexity, down to a comfortable level.

However, the specific acuity might fit the eyesight of some but blur the worldview of others. And in this moment of truth, their spokesperson took off his sunglasses and started shouting something at me in Greek. I contemplated mentioning that I had robbed the flag from the Greek National Bank, to gain their trust as fellow resistance fighter.

But my poor defence was a truer act of ideological resistance: ‘Sorry, no Greek. I just liked the colours. Aren’t they beautiful?’

Anyway, my girlfriend had a mediative chat in Greek with them, which probably saved my ass in the end. The hooded army departed and so did we, without a flag, but with an argument in my hands: When I walk the city, I prefer to keep my sight clear and pure. The only worldview I can wholeheartedly believe in is my very own.

*Για να επικοινωνήσετε με τον Vitus, βρείτε το Facebook Profile του ΕΔΩ και το Instagram Profile του ΕΔΩ

**Περισσότερα επίσης: www.behance.net/vitus_bachhausen

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα