Φωνάζω σε σένα για να τρομάζει αυτή…

Μια μοναδική αφήγηση για μια μοναδική γυναίκα.

Γιάννης Παλαμιώτης
φωνάζω-σε-σένα-για-να-τρομάζει-αυτή-221907
Γιάννης Παλαμιώτης

Πήγαινα νήπια στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο Κατσικοπούλου του Κορδελιού όταν ένα μεσημέρι το ανερχόμενο κινηματογραφικό αστέρι Ζωή Λάσκαρη επισκέφτηκε τη σύζυγο του ιδιοκτήτη που διαδόθηκε ότι συγγένευαν. Πατιρντί στο σχολείο. Οι μαθητές όρμησαν έξω για να περιεργαστούν από κοντά το ίνδαλμα και να φωτογραφηθούν μαζί του. Η νεαρή σταρ με μια κατάλευκη γούνα περασμένη στον ώμο έστεκε χαμογελαστή στο κέντρο του κεφαλόσκαλου περιτριγυρισμένη από τον μαθητόκοσμο. Με εντυπωσίασαν τα άτριχα φρύδια της όπου διαγράφονταν μόνο δυο μολυβιές…

Το 1994 ο Βουτσινάς έφερνε στο ΚΘΒΕ τη Ζωή Λάσκαρη να παίξει σε σκηνοθεσία του τη Μάρθα από το έργο του Άλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Για πρώτη φορά η Ζωίτσα, πλησιάζοντας τα πενήντα, θα αντιμετώπιζε τον πιο απαιτητικό ρόλο στη μέχρι τότε καριέρα της. Ήθελε να της κάνω υποβολείο εκτός πρόβας στο παραλιακό σπίτι όπου φιλοξενούνταν και η Ζωίτσα διαμαρτυρόταν επειδή οι τοίχοι ήταν τόσο λεπτοί που άκουγε τους διπλανούς. Από εκείνη την παράσταση θυμάμαι ότι εκδήλωνε την ανασφάλειά της κατηγορώντας τους τρεις συμπρωταγωνιστές της για συνωμοσία εναντίον της ακόμα και επί σκηνής…

Ζήλευε τα πλούσια κατσαρά μαλλιά και κάθε τόσο προσπαθούσε να μεταμορφώσει και τα δικά της σε σγουρά αλλά δεν υπάκουαν. Ανάμεσα στις πρόβες, έκανε ένα σύντομο ταξίδι στην Ιταλία κι έφερε πλούσια δώρα για τον καθένα μας – σε μένα ένα καστόρινο γιλέκο και μια μάλλινη μπλούζα με γιακά ζιβάγκο…

Με αφορμή πότε την πρεμιέρα, πότε την ονομαστική της γιορτή ή τα γενέθλια έκλεινε τα πιο μοδάτα μαγαζιά της εποχής και κερνούσε όλο τον θίασο και τεχνικούς μαζί πίνοντας στη συντροφιά τους μέχρι πρωίας. Ο Τζακ ο οδοντίατρος με τη γυναίκα του ήταν μια από τις αγαπημένες της παρέες που την ακολουθούσαν σε κάθε έξοδο. Κατανάλωνε κούτες τσιγάρα ΚΕΝΤ σταλμένα απ’ έξω. Προτιμούσε τη βότκα. Στο ψυγειάκι του καμαρινιού της υπήρχε πάντα ένα μπουκάλι με παγωμένα ποτηράκια στην κατάψυξη…
Μερικές φωτογραφίες που της έβγαλα με φτηνή μηχανή της άρεσαν πολύ κυρίως επειδή ήταν ερασιτεχνικές…

Την προσκάλεσα στη ραδιοφωνική εκπομπή «Φανταστικές συνεντεύξεις», στον 958, να υποδυθεί την Λιβ Ούλμαν κι ήρθε αναμαλλιασμένη από το «πρωινό» ξύπνημα με τη συνοδό της στο στούντιο της Γεωργικής Σχολής επισημαίνοντας ότι κρατάει τις υποσχέσεις της. Στην παρατήρησή μου ότι «έσβηνε» αισθησιακά η φωνή της στο τέλος κάθε πρότασης, με κίνδυνο να μην ακούγεται «Δεν έχει τη γοητεία του;» σχολίασε ναζιάρικα. Αργότερα την περίμενα εις μάτην να ηχογραφήσουμε για την ίδια εκπομπή τη Μέριλιν Μονρόε…

Στο δεύτερο έργο «Ο Ορφέας στον Άδη» του Τένεσι Ουίλιαμς, πάλι σε σκηνοθεσία Βουτσινά, αγωνιούσε για το αποτέλεσμα. Όταν ο Βουτσινάς μου έβαζε αναίτια τις φωνές και τον πλησίαζα να μάθω τον λόγο, σφύριζε μέσα απ’ τα δόντια του «Σκάσε! Φωνάζω σε σένα για να τρομάζει αυτή!» Γεμάτη αμφιβολίες ζητούσε τη γνώμη μου για το πώς έβλεπα να βγαίνει η παράσταση και την καθησύχαζα. Σεβόταν τον Βουτσινά αλλά κι αυτός δεν την πίεζε ιδιαίτερα, όπως συνήθιζε με άλλες πρωταγωνίστριες…

Κάποτε τη ρώτησα αν θυμόταν τον πατέρα μου, ο οποίος ισχυριζόταν παλιά πως τον καιρό που ήταν παντρεμένος με κάποια Όλγα Μπακογιάννη φιλοξενούσαν σπίτι τους τη Ζωίτσα, συγγενή της γυναίκας του, όσες φορές η άτακτη τότε μαθήτρια το έσκαγε απ’ το σχολείο ή φοβόταν να επιστρέψει μετά τα μεσάνυχτα στο δικό της. Με διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν αλήθεια…

Πριν πάω να δω «Το μακρύ ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’Νιλ στην Αθήνα της έστειλα κίτρινα τριαντάφυλλα – το χρώμα που αγαπούσε. Μετά την παράσταση παραπονιόταν ότι ένιωθε πολύ κουρασμένη, με ευχαρίστησε για τα λουλούδια και ενδιαφέρθηκε προς τα πού πήγαινα. Μπήκαμε μαζί στο εντυπωσιακά ακριβό αμάξι με τον προσωπικό οδηγό, τον παρακάλεσε να την αφήσει στο σπίτι κι ύστερα να με οδηγήσει όπου ήθελα… Χρόνια μετά, στο πλαίσιο των «Δημητρίων», ήρθε να παίξει τη «Ρόουζ» του Σέρμαν. Φορούσε μικρόφωνο, η φωνή της ήταν ασθενική, ο κόσμος ελάχιστος κι αδιάφορος για τις υποκριτικές της επιδόσεις. Είχε ήδη καταφύγει στην αμφιλεγόμενη πλαστική. Τρόμαξα όταν την αντίκρισα στο καμαρίνι. Μάτια κουμπότρυπες, μάγουλα εξογκωμένα, μύτη κουτσουρεμένη. Γυαλιζοκοπούσε πάντως. «Πάντα βάζω Nivea. Το έμαθα από την Αλίκη»… Τελευταία φορά τη συνάντησα στην Επίδαυρο. Είχε φτάσει με τον Λυκουρέζο για την παράσταση «Πέρσες» του ΚΘΒΕ. Ο μεγαλοδικηγόρος την περίμενε υπομονετικά να αλλάξει ρούχα μέσα στο «Ξενία», στάθηκα κι εγώ δίπλα του. Εμφανίστηκε με ένα φανταχτερό φόρεμα, ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες, «Έλα στο ΚΘΒΕ να παίξεις την Έντα Γκάμπλερ» της είπα «Σιχαίνομαι την Γκάμπλερ!» απάντησε κοφτά.

Η Ζωίτσα είχε τσαμπουκά, αίσθημα δικαιοσύνης, γενναιότητα και γενναιοδωρία. Όμως οι περισσότερες επιλογές της στο θέατρο ήταν ατυχείς και αλλοπρόσαλλες. Ευτυχώς που έφυγε τόσο ξαφνικά γιατί δεν θα ανεχόταν ταλαιπωρίες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα