Φωνές
"Η μαμά δε θα ξαναέρθει" τού είχε πεί εκείνο το μεσημέρι μετά το δυστύχημα.
Λέξεις: Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου
Προσπάθησε να συνεχίσει τη δουλειά του, αλλά ήταν αδύνατον. Από το ανοιχτό παράθυρο, η τηλεόραση του διπλανού διαμερίσματος έπαιζε κάποιο φαντασμαγορικό show, όμως ο δυνατός της ήχος δεν κατάφερνε να καλύψει τις φωνές του πλήθους που όλο και πλησίαζε. Κοίταξε ξανα την οθόνη του υπολογιστή του. Οι “φίλοι” του ήταν όλοι online. Ένας για έναν και όλοι για κανέναν.
Στις διαδηλώσεις δεν πήγαινε ποτέ. Από μικρό παιδί σιχαινόταν το πλήθος. Οι πολλές φωνές τον τάραζαν, είχε συνηθίσει να μιλάει ήρεμα και αργά, χωρίς να ανεβάζει ποτέ τους τόνους.
Όχι, δεν ήταν δειλός. Κάθε άλλο. Ένιωσε όμως την απώλεια νωρίς στη ζωή και έτσι δε χρειαζόταν να δείξει πως παλεύει για κάτι. Είχε μάθει με τον σκληρότερο τρόπο πως μόνο με πράξεις μπορούσε να καλυτερεύσει τον κόσμο του και προτιμούσε να επικεντρώνεται σε αυτές, χωρίς περιττές ανακοινώσεις. Γνώριζε καλά πως το τέλος ήταν η μόνη εγγυημένη κατάσταση στη ζωή. Στα έξι του χρόνια, η μητέρα του διασχίζοντας το δρόμο, σαρώθηκε από ένα φορτηγό που οδηγούσε ένας μεθυσμένος. Τρία χρόνια μετά, ο πατέρας του αυτοκτόνησε.
Τραγικά τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όμως χάρη στη θεία του μεγάλωσε πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο. “Η μαμά δε θα ξαναέρθει” τού είχε πεί εκείνο το μεσημέρι μετά το δυστύχημα. “Γιατί;” ρώτησε ως μπόμπιρας. “Γιατί την πάτησε ένα φορτηγό. Δεν μπορεί να ξανασηκωθεί. Να προσέχεις όταν βγαίνεις στο δρόμο”.
Δεν έκλαψε. Μόνο που πήρε ένα μικρό κουκλάκι-βατραχάκι που κρατούσε πάντα μαζί του και το άφησε στο σημείο του δρόμου που υπήρχε μια μεγάλη μελανή κηλίδα. Λίγο μετά, ένα άλλο φορτηγό, έκανε το κουκλάκι σκόνη.
Όταν ο πατέρας του αυτοκτόνησε, η θεία του μπήκε πάλι στη μέση. “Ο πατέρας σου αποφάσισε να φύγει. Τώρα μπορείς να παίζεις ελεύθερα στο γραφείο του” είπε. Δε ρώτησε γιατί. Η αλήθεια είναι πως τον πατέρα του δεν τον συμπαθούσε και πολύ. Ήταν συνήθως σιωπηλός και όταν αποφάσιζε να τού μιλήσει, τού μιλούσε λες και ήταν μωρό.
Στο σχολείο δεν έκανε πολλές παρέες. Οι συμμαθητές του είχαν γονείς που κάθε τρεις και λίγο εμφανίζονταν για να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των απογόνων τους απέναντι στον κόσμο. Εκείνος ήταν μόνος του και έπρεπε να αντιμετωπίζει μανάδες και πατεράδες που τον κοιτούσαν με αποχαυνωμένο βλέμμα μεταξύ οίκτου και βλακείας. Ήταν πολύ εκνευριστικό για να το συνεχίζει. Διάβαζε λοιπόν διαρκώς, χωρίς να παραπονείται, αλλά ούτε να ζητάει και κάτι από κανέναν.
Στο πανεπιστήμιο πέρασε πρώτος. Το διδακτορικό του απέσπασε ακαδημαϊκό ενθουσιασμό. Ο πρύτανης του έδωσε συγχαρητήρια μαζί με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του που χρειαζόταν service. Ο νεαρός διδάκτωρ ήταν ο πλέον κατάλληλος να αναλάβει την πρώτη του επίσημη αποστολή. Εκείνος δε δέχτηκε τίποτα από τα δύο. Εκτοτε δεν ξαναπήγε στο πανεπιστήμιο και συνέχισε την έρευνά του, ανεξάρτητα.
Δούλεψε για πολλά χρόνια βοηθώντας όσο μπορούσε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω του. Για εκείνον, τον “Χωρίς Οικογένεια” όπως τον φώναζε η γειτόνισσά του, ο κόσμος ήταν το σπίτι του. Σπανίως κρατούσε χρήματα για τον εαυτό του. Εξάλλου, τις καθημερινές του ανάγκες τις είχε ελαχιστοποιήσει και τις ουσιαστικές τις είχε ήδη καλύψει.
Το πλήθος πλεον είχε φτάσει έξω από το διαμέρισμά του. Σηκώθηκε και στάθηκε στη μέση του δωματίου.
Άνοιξε την πόρτα και το πρόσωπο του αρχηγού το πλήθους, αξύριστο και σχετικά βρωμερό, κόλλησε σχεδόν στην ανάσα του. “Θα έρθεις μαζί μας;” Τον ρώτησε. “Όχι” απάντησε. “Αν δεν είσαι μαζί μας, τότε είσαι εναντίον μας” απεφάνθη ο αξύριστος και διατάζοντας τους υποτακτικούς ακολουθητές του, φώναξε: “Διαλύστε τα όλα. Μην αφήσετε τίποτα.”
Εκείνος έκανε ελαφρώς στην άκρη και μίλησε δυνατά: “Περάστε ελεύθερα” είπε στο πλήθος. Ένα βουητό μουχλιασμένης ανάσας ακούστηκε. “Δε θα αντισταθείς; Τόσο υποταγμένος είσαι;” ούρλιαξαν. Εκείνος τους κοίταξε χαμογελαστά. “Όχι.” Απάντησε.
Το πλήθος μπερδεύτηκε. Δε θα αντιστεκόταν ή δεν ήταν υποταγμένος;
Εκείνος χαμογέλασε ξανά και παραμερίζοντας το πλήθος που στεκόταν μπροστά στο διαμέρισμα περιμένοντας κάποιον να αποφασίσει για τη διάλυσή του, κατέβηκε τα σκαλιά και βγήκε στον άδειο δρόμο.
Στον κόσμο που οι περισσότεροι διέλυαν, εκείνος προτιμούσε να φτιάχνει.
Κάθε εξήγηση θα ήταν περιττή. Κάθε παράπονο, θα ήταν αποκοτιά.
Συνέχισε να περπατάει, καθώς οι φωνές άρχισαν ξανά να πλησιάζουν.
* H Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου εργάζεται στον τομέα της επικοινωνίας και της διαφήμισης