Φόβητρα και μπλόφες: Η κρίσιμη διαπραγμάτευση της Λωζάνης
Tου Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου, Λέκτορα της Νομικής Σχολής Θράκης Καθώς κατά την τρέχουσα εβδομάδα η Θράκη γιορτάζει την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό, ενώ παράλληλα λόγος πολύς γίνεται για διπλωματικές μπλόφες, θυμήθηκα ένα περιστατικό επιδέξιας χρήσης της μπλόφας εκ μέρους της ελληνικής διπλωματίας: Τον χειρισμό της τουρκικής αδιαλλαξίας από την ελληνική αντιπροσωπεία και τον επικεφαλής […]
Tου Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου, Λέκτορα της Νομικής Σχολής Θράκης
Καθώς κατά την τρέχουσα εβδομάδα η Θράκη γιορτάζει την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό, ενώ παράλληλα λόγος πολύς γίνεται για διπλωματικές μπλόφες, θυμήθηκα ένα περιστατικό επιδέξιας χρήσης της μπλόφας εκ μέρους της ελληνικής διπλωματίας: Τον χειρισμό της τουρκικής αδιαλλαξίας από την ελληνική αντιπροσωπεία και τον επικεφαλής της, Ελευθέριο Βενιζέλο στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Λίγοι ενδεχομένως γνωρίζουν σήμερα ότι οι κρίσιμες εκείνες διαπραγματεύσεις γα το μέλλον της Ελλάδας είχαν εξελιχθεί σε σκληρό πόκερ για γερά νεύρα, σε τραπέζι με πολλούς και ισχυρούς παίκτες. Η ηττημένη Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ορμητική Τουρκία, η οποία, «μεθυσμένη» από την επικράτησή της στα πεδία των μαχών, κωλυσιεργούσε εγείροντας αξιώσεις για τεράστιες αποζημιώσεις, για προσάρτηση διαφόρων νησιών του Αιγαίου, ενώ, μετά την προσάρτηση της ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922, αξίωνε τώρα και την δυτική Θράκη.
Μάλιστα, η κατάσταση στην δυτική Θράκη το φθινόπωρο εκείνο ήταν κρίσιμη, καθώς ο τότε ελληνικός πληθυσμός δεν ήταν ούτε πολύς ούτε συμπαγής. Σε περίπτωση κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων, ο κίνδυνος μιας τουρκικής εξόρμησης για κατάληψη και της δυτικής Θράκης ήταν ορατός. Για να ισορροπήσει την κατάσταση, ο Βενιζέλος ζήτησε από την τότε στρατιωτική κυβέρνηση στην Αθήνα να εξασφαλίσει πάση θυσία τον εθνογραφικό και στρατιωτικό έλεγχο της δυτικής Θράκης. Το πρώτο κατέστη δυνατό με την ταχεία εγκατάσταση ελλήνων προσφύγων από την ανατολική Θράκη. Το δεύτερο με την συγκρότηση της λεγόμενης «Στρατιάς του Έβρου», ένα από τα αθόρυβα και σπουδαία στρατιωτικά επιτεύγματα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, με ηγέτη έναν από τους πλέον ικανούς αλλά αμφιλεγόμενους έλληνες στρατιωτικούς, τον Θεόδωρο Πάγκαλο.
Στις 4 Φεβρουαρίου του ’23 οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν μέσω έντονων αντεγκλήσεων με υπαιτιότητα της τουρκικής αντιπροσωπείας. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, η παρουσία και η ισχύς της Στρατιάς του Έβρου αποτέλεσε ένα ουσιαστικό φόβητρο για τους γείτονες αλλά και για τους συμμάχους που τους στήριζαν (κυρίως την Γαλλία). Και τούτο, διότι η Στρατιά είχε οργανωθεί καλά και είχε περιέλθει σε τέτοια πλεονεκτική θέση, που όχι μόνο εξασφάλισε τον έλεγχο της δυτικής Θράκης αλλά, κατά τους στρατιωτικούς επιτελείς, ήταν πλέον σε θέση να εξορμήσει και να φτάσει μέσα σε λίγες ημέρες μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Ο Βενιζέλος γνώριζε ότι η πραγματικότητα δεν ήταν ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη. Τα περιθώρια για νέες πολεμικές περιπέτειες και για νταηλίκια απέναντι στους Άγγλους, που είχαν τον πρώτο ρόλο στη Λωζάνη, ήταν ελάχιστα. Η Ελλάδα μετά από μια δεκαετία συνεχών πολέμων ήταν οικονομικά καθημαγμένη, ενώ είχε να αντιμετωπίσει και το τιτάνιο έργο της μετεγκατάστασης των τριών και πλέον εκατομμυρίων προσφύγων στα εδάφη της. Ο ελληνικός λαός είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του και για το έργο της ανασυγκρότησης χρειαζόταν εξωτερική βοήθεια και σταθερή ειρήνη. Γι’ αυτό, από τα τέλη Απριλίου του ’23 όταν επαναλήφθηκαν οι συνομιλίες, ο Βενιζέλος τόνιζε με κάθε ευκαιρία την ειλικρινή βούληση της Ελλάδας για σύναψη έντιμης συνθήκης ειρήνης, κάτι που άκουγαν ευμενώς οι συνομιλητές του. Ταυτόχρονα, όμως, δήλωνε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να υποχωρήσει στις παράλογες τουρκικές αξιώσεις. Και για να γίνει πιστευτός, διαμήνυε περαιτέρω ότι αν οι αντοχές της Ελλάδος δοκιμάζονταν (κάτι που η ίδια δεν επιθυμούσε βεβαίως), θα αναγκαζόταν να επιφέρει τετελεσμένα στην ανατολική Θράκη που ουδείς από τους συνομιλητές του θα ήθελε ούτε να δει ούτε να διαχειριστεί. Το μεγάλο προσόν του Βενιζέλου (όπως κάθε ικανού διαπραγματευτή) ήταν η αξιοπιστία του: Ό,τι έλεγε, το εννοούσε ή φαινόταν ότι το εννοούσε μέχρι κεραίας. Αντιθέτως, δεν έλεγε κάτι που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει, απλά για να εντυπωσιάσει. Αν και γνώριζε ότι οι πραγματικές δυνατότητες νέων παρατεταμένων ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν ελάχιστες, έδινε την εικόνα ότι δεν μπλοφάρει και ότι, εφόσον προκληθεί, θα απαντήσει σκληρά.
Στα μέσα Ιουλίου του ’23, μετά από σειρά συζητήσεων μεταξύ των διπλωματικών αντιπροσωπειών, το πράγμα φαινόταν να μένει επικίνδυνα στάσιμο. Η ελληνική κοινή γνώμη είχε ξεθαρρέψει και ζητούσε επανάληψη του πολέμου με την Τουρκία. Ο ιδιόρρυθμος Πάγκαλος ήταν πλέον ασυγκράτητος και ετοιμαζόταν για έφοδο από ώρα σε ώρα (δύο χρόνια αργότερα η Ελλάδα έμελλε να πληρώσει κυριολεκτικά ακριβά την επιθετικότητά του που οδήγησε σε ολιγοήμερη ελληνοβουλγαρική σύρραξη). Από την άλλη, οι Τούρκοι δεν έδειχναν σημεία υποχώρησης στις απαιτήσεις τους. Όλα κρέμονταν από μία κλωστή. Μετά από παρασκηνιακές προετοιμασίες και πιέσεις των Άγγλων προς του Τούρκους, ο Βενιζέλος πήρε μια πρωτοβουλία που ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν. Ζήτησε από την σύζυγό του να καλέσει στο ξενοδοχείο τους το ζεύγος Ινονού για απογευματινό τσάι (ο Ισμέτ Ινονού ήταν τότε επικεφαλής της τουρκικής διπλωματικής αντιπροσωπείας και στενός συνεργάτης του Κεμάλ). Κανείς άλλος δεν θα παρευρισκόταν στη συνάντηση. Το ζεύγος Ινονού δέχθηκε ευχαρίστως την πρόσκληση. Καθώς οι κυρίες περπατούσαν στον κήπο, ο Βενιζέλος, καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, ξεκίνησε μια προσωπική συζήτηση με τον Ισμέτ, καταλήγοντας ότι αν δεν συνεννοούνταν μέχρι το τέλος της κούπας του τσαγιού που έπιναν, την επομένη ημέρα δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τις αντιδράσεις των θερμόαιμων στρατιωτικών του που διψούσαν για έναν δεύτερο ελληνοτουρκικό γύρο. Όταν ο Ισμέτ του είπε ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να ενεργήσει μακροχρόνιες επιχειρήσεις και ότι μπλόφαρε, ο Βενιζέλος του απάντησε ότι μέχρι η Τουρκία να συνειδητοποιήσει ότι η Ελλάδα δεν μπλόφαρε, θα είχε θέσει σε κίνδυνο την κατοχή της στην ανατολική Θράκη και θα έχει επιφέρει ανεπανόρθωτη ρήξη στις συνομιλίες, κάτι που και το νεοπαγές καθεστώς της Τουρκίας σίγουρα δεν επιθυμούσε. Και έκλεισε ο Βενιζέλος λέγοντας ότι από την επομένη ημέρα κιόλας, εκείνος (ο Ισμέτ) θα αναγκαζόταν να συνομιλεί με κάποιον άγνωστο σ’ αυτόν και λιγότερο συνετό έλληνα πληρεξούσιο, διότι ο ίδιος θα έπαιρνε την Έλενα και θα επέστρεφε στο Παρίσι.
Ο Ισμέτ κοίταξε τον Βενιζέλο ευθεία στα σπινθηροβόλα γαλανά του μάτια σιωπώντας για λίγα δευτερόλεπτα. Κάτι φάνηκε να σκέφτηκε και στη συνέχεια του είπε: «Δεν μπορώ να γυρίσω στην Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα, χωρίς να έχω πάρει κάτι. Θα με θεωρήσουν ανίκανο». Ο Βενιζέλος του είπε ότι είχε ήδη πάρει πολλά. Την Ίμβρο, την Τένεδο και την ανατολική Θράκη χάρη στην θετική στάση των αγγλογάλλων προς τον Κεμάλ. Ο Ισμέτ του είπε ότι αυτά ήταν λίγα. Η συζήτηση οδηγούνταν πάλι σε αδιέξοδο. Μια διακοπή ακολούθησε. Ο Βενιζέλος ζύγισε τα πράγματα. Ο Ισμέτ ήταν ειλικρινής. Το τσάι τελείωνε και άλλα περιθώρια για νέες συναντήσεις δεν υπήρχαν. Η ελληνική αντιπροσωπεία είχε προετοιμάσει την τελευταία γραμμή άμυνας, το τελευταίο καρότο. Ήξερε από τις αναφορές των στρατιωτικών ότι μία μικρή λωρίδα γης πέραν της βορειοανατολικής κοίτης του Έβρου, το μικρό τρίγωνο του Καραγάτς, που τώρα συνέχιζε να κατέχει ο ελληνικός στρατός, ήταν δύσκολο να κρατηθεί ως σύνορο σε περίπτωση εχθροπραξιών. Το φυσικό προστατευμένο σύνορο για τον ελληνικό στρατό ήταν πίσω από το ποτάμι. Ο Βενιζέλος ζύγισε τα πράγματα κι έκανε την πρότασή του: «Υπό τον όρο της πλήρους συμφωνίας μεταξύ των χωρών μας, η Ελλάς προτίθεται ως τελευταία κίνηση καλής θέλησης να παραχωρήσει στην Τουρκία τη λωρίδας του Καραγάτς. Η πρόταση ισχύει μέχρι αύριο το πρωί και μπορείτε να την παρουσιάσετε στην κυβέρνησή σας ως προσωπική σας επιτυχία. Αν δεν αποδεχθείτε την πρόταση, οι συνομιλίες θα διακοπούν αμέσως, εγώ θα αναχωρήσω για το Παρίσι και τον λόγο πλέον θα έχουν οι στρατιωτικοί στην Αθήνα». Ο Ισμέτ, αφού ήπιε την τελευταία γουλιά από την κούπα του, την απέθεσε στο τραπεζάκι, σηκώθηκε και έτεινε το δεξί χέρι του στον Βενιζέλο, λέγοντας: «Επιτρέψτε μου να αποχωρήσω προς το παρόν. Πρέπει να τηλεγραφήσω στην Άγκυρα. Αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενημέρωση για το περιεχόμενο της συνομιλίας μας. Και οι ώρες μέχρι αύριο το πρωί είναι πολύτιμες για τις εσωτερικές μας διαβουλεύσεις.»*
Σε λίγες ημέρες, στις 24 Ιουλίου 1923, υπεγράφη στο δημαρχιακό μέγαρο της Λωζάνης η ομώνυμη συνθήκη, που αποτέλεσε έκτοτε και συνεχίζει να αποτελεί τον «καταστατικό χάρτη» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία.
*Η συνάντηση Βενιζέλου-Ινονού είναι πραγματική και την είχε διηγηθεί σε κοντινούς της ανθρώπους η Έλενα Βενιζέλου. Ο διάλογος των δύο ηγετών δεν έχει καταγραφεί, αλλά η πιο πάνω παρουσίασή τους απηχεί το πνεύμα της συνομιλίας τους.