Φταίνε μόνο οι ”άλλοι” για τη ”χαμένη” Θεσσαλονίκη;
Του Πρόδρομου Νικηφορίδη Εικόνες: Π. Νικηφορίδης, Μ. Κουόμο, Π. Ταράνη «Περπατώ στην Εγνατία οδό και σκέφτομαι ότι σε αυτό το έδαφος εδώ και πολλούς αιώνες περπάτησαν πολλές γενιές ανθρώπων. Μπαίνω στο Μπέη Χαμάμ και φαντάζομαι άλλες εποχές με άλλη καθημερινότητα. Στο cryptoporticus της αρχαίας αγοράς ταξιδεύω πολύ μακριά. Στο Επταπύργιο η φαντασία μου βλέπει πολλές […]
Του Πρόδρομου Νικηφορίδη
Εικόνες: Π. Νικηφορίδης, Μ. Κουόμο, Π. Ταράνη
«Περπατώ στην Εγνατία οδό και σκέφτομαι ότι σε αυτό το έδαφος εδώ και πολλούς αιώνες περπάτησαν πολλές γενιές ανθρώπων. Μπαίνω στο Μπέη Χαμάμ και φαντάζομαι άλλες εποχές με άλλη καθημερινότητα. Στο cryptoporticus της αρχαίας αγοράς ταξιδεύω πολύ μακριά. Στο Επταπύργιο η φαντασία μου βλέπει πολλές και διαφορετικές εικόνες. Η έξοδος από το Παζάρ Χαμάμ είναι μία απερίγραπτη εμπειρία, ξαναβρίσκω έναν άλλο κόσμο. Η οδός Ελένης Ζωγράφου βρίσκεται σε μία άλλη πόλη που είναι όμως η Θεσσαλονίκη.» έγραφα σε ένα πρόσφατο κείμενο για να εκφράσω την απέραντη τύχη που έχουμε να κατοικούμε σε αυτή την πόλη
Με αφορμή ένα πρόσφατο κείμενο για τη «χαμένη» Θεσσαλονίκη θυμάμαι κάποια γεγονότα που ίσως είναι χρήσιμο να τα μοιραστώ μαζί σας για να αντιληφτούμε αν πάντα φταίνε οι «άλλοι».
Το 1997 σε ένα διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης – Θεσσαλονίκη ΄97 σε συνεργασία με την Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων για τον Ανασχεδιασμό του Μνημειακού Άξονα της Αριστοτέλους, ένα διαγωνισμό που έγινε με την συμμετοχή και συνδρομή πολύ σημαντικών εμπειρογνωμόνων του Α.Π.Θ., διατυπώσαμε με τον Bernard Cuomo και την Παρασκευή Ταράνη μία ιδιαίτερη προσέγγιση που μετά από μία συνοπτική έκθεσή της μπορεί ο καθένας να διαμορφώσει την άποψη του.
Στο διαγωνισμό πήραν μέρος πάνω από 100 ομάδες αρχιτεκτόνων από 24 χώρες. Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν πολύ σημαντικοί αρχιτέκτονες από τον Καναδά, την Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Νότιο Κορέα και Ελλάδα.
Σε κάθε ιστορική πόλη ανακαλύπτουμε τα επάλληλα στρώματα του χρόνου, ή τα διάφορα αρχιτεκτονικά στρώματα, που συνυπάρχουν, εφάπτονται, χωρίς αναγκαστικά να παίρνουν υπόψη τους το ένα το άλλο. Το φαινόμενο της αργής διάταξης της πόλης σε στρώματα, όταν δηλαδή μια χρονική στιγμή προστίθεται πάνω στην άλλη φέρνοντας μαζί της πολιτισμικές πρακτικές αλλά και νέες μορφολογίες, αποτελεί ένα γεγονός εμπλουτισμού του αστικού τοπίου. Το θέμα όμως είναι τελείως διαφορετικό και πολυσύνθετο όταν αναδύονται αυτές οι τμηματικές λογικές στην ίδια χρονική περίοδο, όταν ένας φλοιός μιας προηγούμενης περιόδου έρχεται στην επιφάνεια της τρέχουσας πόλης. Οι «επάλληλες πόλεις» θέτουν εμπόδια η μια στην άλλη, συγκρούονται ή αλληλοαγνοούνται καθώς διεκδικούν και οι δύο τον παρόντα φυσικό χώρο.
Σε αυτούς ακριβώς τους τόπους, στις ρωγμές του αστικού ιστού, οφείλουμε να επέμβουμε αποκαθιστώντας την ισορροπία ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα στη μνήμη και τη συνέχεια δημιουργώντας το μέλλον της σύγχρονης πόλης. Η λογική, η ένταση, η «ηθική», τελικά, αυτών των επεμβάσεων αποτελούν θέματα ανοικτά προς συζήτηση. Ωστόσο, παρά τη δυσκολία των προσεγγίσεων, η πρόκληση βρίσκεται στην αναζήτηση της «ενιαίας πόλης», μιας πόλης που συντίθεται από τα ξεχωριστά κι ανολοκλήρωτα κομμάτια της, στην πολλαπλότητα και την αμφισημία της. Στην παραπάνω διαπίστωση βασίστηκε η πρότασή μας, για να καταλήξει, πως μια νέα ερμηνεία για τη σημερινή δυναμική του «Άξονα» μπορεί να βασιστεί στην πολυμορφία, την πολλαπλότητα και την έντονη στρωματογραφία του. Η προβληματική αυτή οδηγεί σε σχεδιαστικές επεμβάσεις που δίνουν έμφαση στη διαστρωμάτωση και τα επάλληλα επίπεδα της πόλης έτσι ώστε να είναι αμφότερα αναγνώσιμα, να συνυπάρχουν και να συντελούν στη δημιουργία του σύγχρονου αστικού πλέγματος της πόλης. Μια προβληματική που επιδιώκει να ενσωματώσει και να ξανακερδίσει αυτά τα ίδια ερείπια που «ευθύνονται» για τη μη ολοκλήρωση του «Μνημειακού ‘Άξονα» και να τα αξιοποιήσει στην ενεργοποίηση του τόπου, ως σημείου όπου το παρελθόν διασταυρώνεται με το παρόν, για να αρχίσει να λειτουργεί η μνήμη, όχι εκείνη της ανάμνησης και της αναφοράς, η ουσιαστικά «αμνήμων» μνήμη, αλλά εκείνη της συνέχειας και της δημιουργίας.
Προτείναμε μια εκτεταμένη ερευνητική ανασκαφή κατά μήκος όλου του «Άξονα», οργανωμένη, μακριά από την τακτική του «τυχαίου» και του «ατυχήματος». Τα αποτελέσματα της ανασκαφικής δραστηριότητας θα διαμορφώσουν την τελική εικόνα του χώρου, ανάλογα με τη σημασία των ευρημάτων αλλά και ανάλογα με την ιστορική ή μορφολογική φόρτιση του «επάνω» επιπέδου της πόλης, η οποία θα καθορίσει τελικά την ανάδυση ή όχι, του άλλου. Σε αυτή τη λογική της ανάδειξης των «επάλληλων πόλεων», προτείναμε ως σχεδιαστικό εργαλείο τον τετραγωνικό κάνναβο που διαμορφώνει τα διάφορα σημεία του «Άξονα» (πλατεία-πάρκο-περίπατος), καθώς είναι ευέλικτος και εύχρηστος και βασίζεται στην πραγματικότητα του αρχαιολογικού καννάβου.
Το αποτέλεσμα αυτού του δύσκολου αλλά όχι ανέφικτου εγχειρήματος θα ήταν ένα τεράστιο αρχαιολογικό πάρκο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το οποίο θα είχε περιορίσει τη «χαμένη» Θεσσαλονίκη και θα είχε ανοίξει νέους ορίζοντες στη πόλη που ζούμε.
Σε συνέχεια του αποτελέσματος του διαγωνισμού ενδεικτικά να σημειώσω ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία διοργάνωσε μία παρουσίαση των βραβείων στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς στην οποία δεν κληθήκαμε. Την παρουσίαση του Α΄ Βραβείου μας έκανε μία αρχιτέκτων- πανεπιστημιακός συνεργάτης του Θεσσαλονίκη ΄97.
Σε επαφές που είχαμε με τον επικεφαλής της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας προσπαθήσαμε να επιχειρηματολογήσουμε για το κέρδος που θα είχε η Θεσσαλονίκη από το αποτέλεσμα ενός διεθνούς διαγωνισμού που κανένας δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Δυστυχώς η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία αγνόησε το αποτέλεσμα μίας διεθνούς προσπάθειας για την οποία είχαν ξοδευτεί πολλές δεκάδες εκατομμύρια δραχμές.
Η απάντηση μας λοιπόν σε αυτούς που θεωρούν ότι φταίνε πάντα οι «άλλοι» είναι ότι θα πρέπει κάποτε να εξετάσουν και το τι έκαναν εκείνοι σε σπάνιες περιπτώσεις όπως αυτή του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για τον Ανασχεδιασμό του Μνημειακού Άξονα της Αριστοτέλους γιατί δυστυχώς πολύ συχνά φταίμε και εμείς!