Φτηνός και αποτελεσματικός στρατιωτικός εξοπλισμός: Η τουρκική διπλωματία των drones
Πώς τα drones Bayraktar TB2 επηρεάζουν τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας
Οι αρχικές προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει τεχνολογία drone ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Σκόπευαν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του κουρδικού παράγοντα και του PKK. Για αυτόν τον λόγο ήρθαν σε επαφή αρχικά με αμερικανική και στην συνέχεια με ισραηλινή τεχνολογία.
Αυτή η εξάρτηση από το εξωτερικό δεν κράτησε όμως πολύ. Ήδη από το 2012 η Τουρκία ξεκινάει το δικό της drone program με την παραγωγή του Bayraktar TB2. Εμπνευστής τους: ο μηχανικός απόφοιτος του MIT και μετέπειτα γαμπρός του Ερντογάν, Selcuk Bayraktar.
Bayraktar TB2
Τα εν λόγω drones ανήκουν στην κατηγορία Medium Altitude Long Endurance (MALE). Έχουν δηλαδή την δυνατότητα να πετούν στα 3-9.000 μέτρα για 24 έως 48 ώρες. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά τους όμως βρίσκεται στο κόστος τους. Υπολογίζεται ότι ένα πλήρως οπλισμένο Bayraktar κοστίζει περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, μπορεί επιχειρησιακά να μην είναι εξίσου ικανό με αντίστοιχα αμερικανικά drones όπως τα MQ1 Predator ή τα MQ9 Reaper, αλλά το κόστος του είναι 3 ή και 4 φορές χαμηλότερο.
Εξαγωγές
Η Τουρκία ξεκίνησε να εξαγει το μοντέλο το 2017. Μέχρι σήμερα το έχει παραχωρήσει σε 24 χώρες ( ανάμεσα σε αυτές: Αλβανία, Πολωνία, Ουκρανία, Κιργιστάν, Πακιστάν, Τουρκμενιστάν, Αιθιοπία, Λιβύη, Μαρόκο, Σομαλία, Τυνησία, Κατάρ και Αζερμπαϊτζάν).
Καθίσταται έτσι ο βασικός εξαγωγέας ενός πολύ φτηνού αλλά και αρκετά αποτελεσματικού οπλικού συστήματος. Αυτό ενδιαφέρει κυρίως χώρες μεσαίας ισχύος που εμπλέκονται σε περιφερειακές εμπόλεμες συγκρούσεις ή που επιδιώκουν να το κάνουν στο εγγύς μέλλον, θέλοντας να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους στην περιοχή τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Bayraktar υπήρξαν καθοριστικής σημασίας σε αρκετές συγκρούσεις των τελευταίων χρόνων.
Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ έδωσαν το πάνω χέρι στις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν, ενώ στην Λιβύη η συμβολή τους ήταν καθοριστική στην απόκρουση μιας εκτεταμένης επίθεσης των δυνάμεων του Χαλίφα Χαφτάρ. Έτσι αναβαθμίζεται και η πολιτική επιρροή της Άγκυρας σε αυτές τις χώρες και ευρύτερα ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο και την Αφρική.
Η Ουκρανία περιπλέκει την κατάσταση
Καθοριστικό ρόλο φαίνεται να παίζουν και στην σύγκρουση που μαίνεται στην Ουκρανία. Τον Ιανουάριο, η Ουκρανία θέλοντας να θωρακίσει την άμυνά της ξόδεψε 60 εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει στρατιωτικό εξοπλισμό από την Τουρκία. Αγόρασε και 16 Bayraktar TB2, προσθέτοντάς τα στα 20 που ήδη είχε στο οπλοστάσιό της. Υπολογίζεται ότι τα εν λόγω drones έχουν καταφέρει τουλάχιστον 60 επιτυχημένα χτυπήματα σε ρωσικούς στόχους.
Μάλιστα, η πρόσφατη καταστροφή του ρωσικού καταδρομικού Moskva στις 14 Απριλίου (ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας), από ουκρανικό πύραυλο R-360 Neptune συντονίστηκε από τουρκικά drones, τα οποία έδωσαν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις συντεταγμένες του πλοίου.
Αυτό περιπλέκει την κατάσταση και τον ρόλο της Τουρκίας. Από την μία, η Άγκυρα φαίνεται χρήσιμη στο ΝΑΤΟ και τους δυτικούς της συμμάχους, αναθερμαίνοντας τις σχέσεις τους. Αναβαθμίζεται έτσι ο ρόλος της στο νατοϊκό στρατόπεδο.
Από την άλλη όμως σίγουρα ψυχραίνει τις σχέσεις με την Ρωσία. Ουσιαστικά, ο Ερντογάν ακροβατεί ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Παρόλο που εξοπλίζει την Ουκρανία με ένα πολύ χρήσιμο όπλο, ταυτόχρονα δεν θέλει να ηττηθεί η Ρωσία. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ρωσική πολιτική μπορεί να στραφεί ενάντια στην Τουρκία, θεωρώντας την εν μέρει υπεύθυνη. Αυτό μπορεί να φέρει οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός και τα αγροτικά προϊόντα, εξέλιξη που θα γονατίσει την ήδη επιβαρυμένη τουρκική οικονομία.
Επίσης, ο Πούτιν θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μορφές υβριδικού πολέμου όπως κυβερνοεπιθέσεις ή κατεύθυνση προσφυγικών ροών από τη Συρία προς την Τουρκία. Κάτι τέτοιο θα έφερνε μεγάλο πλήγμα στην δημόσια εικόνα του Ερντογάν, ο οποίος δεν μπορεί να ρισκάρει να χάσει τις επερχόμενες εκλογές του 2023.
Και η Ελλάδα;
Βλέπουμε λοιπόν πως η Τουρκία βρίσκεται ανάμεσα στα δύο μεγάλα στρατόπεδα. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο για την τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία συχνά ενεργεί έτσι προσπαθώντας να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα. Αυτή η λογική συμβάλει στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραματίζει στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο και την Μέση Ανατολή. Θεωρείται παίκτης-κλειδί. Κάθε μεγάλη ή και μικρή δύναμη που έχει συμφέροντα στην περιοχή πρέπει να την λαμβάνει υπόψιν.
Από την άλλη η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει τέτοιες αξιώσεις. Η εξωτερική της πολιτική ακολουθεί κυρίως τις υποδείξεις του ΝΑΤΟ και της Δύσης, καθιστώντας την εύκολα χειραγωγήσιμη και ελεγχόμενη. Η πολεμική και αμυντική της βιομηχανία είναι ανύπαρκτη, βασιζόμενη στους συμμάχους για εξοπλισμούς και ουσιαστικά για την διαχείριση της άμυνας της.
Αυτή η πολιτική συμμαχιών όμως είναι ασταθής και οι συσχετισμοί εντός του ΝΑΤΟ μπορούν να αλλάξουν, χωρίς κανένας να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την Ελλάδα και έτσι να μείνει η τελευταία αμυντικά εκτεθειμένη.