Parallax View

Γείτονες που χάνονται πίσω από κλειστές πόρτες

Πώς φτάσαμε στο σημείο να αφήσουμε την έννοια του γείτονα στο παρελθόν;

Αντώνιο Παντέλη
γείτονες-που-χάνονται-πίσω-από-κλειστ-1319801
Αντώνιο Παντέλη

Η έννοια του γείτονα έχει μια άλλη σημασία για εμένα. Από το διπλανό σπίτι του ορόφου μέχρι το διαμέρισμα απέναντι και όλο το τετράγωνο της γειτονιάς.

Μικρότερος, όταν χαλούσε το ασανσέρ στην οικοδομή μου αναγκαζόμουν να ανέβω τις σκάλες, όπως ανέβαινα τους ορόφους ήξερα ακριβώς τι υπάρχει πίσω από την κάθε πόρτα, από τους γονείς με τα ονόματά τους και πληροφορίες για τις δουλειές τους, τα παιδιά τους που συνεχώς μπαίναμε ο ένας στο σπίτι του άλλου για παιχνίδια, τα κατοικίδια τους, που περνούσα άπλετο χρόνο μαζί τους μέχρι τους ηλικιωμένους που με βλέπανε σαν εγγόνια τους και με αγκαλιάζανε. Μαζί με τα δικά μου κλειδιά, τα καλοκαίρια, είχα και τον από δίπλα ορισμένες φορές, όταν λείπανε για διακοπές εγώ πρόσεχα και τάιζα τα γατιά τους.

Κλειστές πόρτες που έμοιαζαν ανοιχτές για όλους μας, κουδούνια στο θυροτηλέφωνο που έμοιαζαν με κινητά και όποτε τα χτυπούσες σου απαντούσαν. Όταν χρειαζόμασταν κάτι δεν ήξερα ποιον να πλησιάσω πρώτα από Wi-Fi, ζάχαρη, φορτιστή, λάδι μέχρι ό,τι άλλο είχαμε ανάγκη, πάντα υπήρχαν άνθρωποι να μας προσφέρουν και εμείς πάντα ανταποδίδαμε, όταν χρειαζόντουσαν αυτοί διάφορα πράγματα. Όταν φτάνανε δέματα από κούριερ, το ήξερε η γειτονιά, όποτε λείπαμε υπήρχε πάντα κάποιος να το παραλάβει για εμάς.

Συναντήσεις στην είσοδο της πολυκατοικίας που κρατούσαν λίγα λεπτά μεταξύ των ανθρώπων της οικοδομής, στα απέναντι διαμερίσματα μυρωδιές που διαπερνούσαν τους τοίχους και φτάνανε στα ρουθούνια μας ξέροντας πως οι νοικοκυρές των σπιτιών κάνανε τα μαγικά τους, παραδίπλα ένα νέο ζευγάρι που ξεκίνησε να συγκατοικεί και όλη η γειτονιά να χαίρεται με αυτούς. Οι από κάτω μας, να μας ενημερώνουν για τις αλληλογραφίες μας. Όταν κάποιος ήταν άρρωστος το ξέραμε όλοι – με τους περισσότερους να είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Θυμάμαι ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε και έγινε χαμός στο δρόμο από κάτω, με τους ενοικιαστές όλους στα μπαλκόνια να συμμετέχουν στο πάρτι και να ζητωκραυγάζουν.

Λίγα λογία μεταξύ των ανθρώπων στα μπαλκόνια, «Τι θα μαγειρέψεις;» ρωτούσε η μάνα μου, και ξεκινούσαν οι γειτόνισσες τις ιστορίες τους και τις ανταλλαγές υλικών για το μαγείρεμα. Πλέον τα μπαλκόνια είναι για για το άπλωμα ρούχων – και αυτό στα γρήγορα μη δούμε κανέναν απέναντι και χρειαστεί να μιλήσουμε.

Οι μέρες μοιάζανε έτσι παλιά, ή έτσι τις θυμάμαι εγώ, πλέον όμως έχουν αλλάξει τα πράγματα. Η γειτονιά έχει σωπάσει, οι από πάνω μου έχουν να εμφανιστούν στο σπίτι τους σχεδόν πέντε μήνες χωρίς να ξέρει κανείς που είναι. Το διαμέρισμα στον τρίτο, δίπλα από εμένα, έχει ένα αντρόγυνο με το νεογέννητο τους που έχω δει μια φορά. Πιο πριν έμενε ένα άλλο ζευγάρι που δεν αντιλήφθηκα πότε έγινε η μετακόμισή του.

Τις προάλλες ένα βράδυ, έτρεξε να με προλάβει στην πόρτα της εισόδου ένας κύριος με το σκυλί του, για κλάσματα δευτερολέπτου τρόμαξα – δεν τον είχα ξαναδεί – πήγαινε στον τέταρτο όροφο ενώ εγώ σταματάω στον τρίτο. Τα δευτερόλεπτα που ήμασταν μαζί στο ασανσέρ μου φάνηκαν ώρες, μια άβολη σιωπή και μονάχα οι αναπνοές μας να ακούγονται απ’ το ισόγειο μέχρι την πρώτη στάση, τον όροφο μου. Ίσως, τα πιο χάλια δευτερόλεπτα της ζωής μου.

Η από κάτω μου βγάζει το σκυλί της το μεσημέρι, έτσι την βλέπω μονάχα, χαιρετιόμαστε διστακτικά, ένα μικρό χάιδεμα στο σκυλί της και αλλάζουμε δρόμους. Δεν μπορώ να ονομάσω ούτε έναν ενοικιαστή της οικοδομής μας, ενώ παλιά ξέραμε σχεδόν τα πάντα για όλο το τετράγωνο στην γειτονιά… και αυτό με θλίβει.

Πως φτάσαμε σήμερα οι οικοδομές να μοιάζουν με κλειστά κουτιά και μέσα τους να έχουν ανώνυμες φωνές και ξένα πρόσωπα;˚

Ο κύριος Γιώργος μιλάει για την αλλαγή των ανθρώπινων σχέσεων εντός της οικοδομής 

«Έφτασα 87 και πλέον δεν ξέρω από που να ζητήσω κάτι όταν το χρειάζομαι, παλιά πριν ανοίξω το στόμα να το ζητήσω μου το προσφέρανε. Στις μέρες μας, έχουν χαθεί τα πάρε-δώσε μεταξύ των γειτόνων και δεν έχει να κάνει μονάχα με την προσφορά υλικών αγαθών, ξεκινώντας από μια απλή καλημέρα με τον γείτονα, μέχρι και αυτό έχει χαθεί, έχουμε σωπάσει όλοι αντί για καλημέρα κουνάμε λίγο το κεφάλι μας και στεναχωριέμαι πολύ για αυτό. Παλιότερα, έφευγα διακοπές και το ήξερε όλη η οικοδομή, άφηνα το κλειδί στην πόρτα, σήμερα αν το κάνω αυτό θα γυρίσω και δεν θα υπάρχει τίποτα μέσα, δεν ξέρω ούτε ένα όνομα κάποιου από την πολυκατοικία, είναι απίστευτο. Επίσης, εμείς, έχουμε γλιτώσει από τα Airbnb, ακούω ιστορίες από τους φίλους μου και μου λένε για αυτά τα διαμερίσματα που βρίσκονται στις οικοδομές τους και πόσο τους ενοχλεί η φασαρία και οι συνεχώς διαφοερικοί άνιθρωποι μέρα με την μέρα».  

Η Μελίνα περιγράφει την δική της νοσταλγία.

“Μεγάλωσα στο Ντεπώ, σε μία επταώροφη πολυκατοικία, εγώ και η αδερφή μου ήμασταν πολύ τυχερές, γιατί σε όλα τα διαμερίσματα υπήρχαν παιδιά. Έτσι, κάθε απόγευμα οι γονείς μας κατέβαζαν στην πιλοτή και μέχρι αργά το βράδυ παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, ψείρες και μήλα. Τον χειμώνα, μαζευόμασταν στα σπίτια. Τα μεγάλα παιδιά πολλές φορές πηγαίνανε για ποδήλατο κι εμείς κατεβαίναμε στην πιλοτή όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα δημοτική βιβλιοθήκη. Ξέραμε τις γραμματείς κι έτσι καθόμασταν στα παιδικά τραπέζια και μας διάβαζαν παραμύθια. Στην γωνία της γειτονιάς, ο παραδοσιακός φούρνος με την κυρία Αναστασία όπου τις κλέβαμε τις καραμέλες κι αυτή γελούσε και μας έδινε κι άλλες, απέναντι το συνεργείο αυτοκινήτων. Από την μπροστινή όψη της πολυκατοικίας, το κομμωτήριο που κουρευόμασταν όλα τα παιδιά και δίπλα το φαρμακείο που ήταν εκεί για εμάς όταν σκίζαμε τα γόνατα μας. Ήμουν πραγματικά πολύ ευγνώμων για αυτή την γειτονιά, ήξερα τους πάντες, αισθανόμουν σαν να είμαι σε ένα μικρό χωριό μέσα στην πόλη. Έπειτα, μετακομίσαμε στην Καλαμαριά, όλα άλλαξαν, στην πολυκατοικία γνωρίσαμε μονάχα μία ηλικιωμένη κυρία που μένει στον έκτο, οι ένοικοι άλλαζαν συνεχώς, απέναντι μας υπήρχε μόνο ένα ψιλικατζίδικο που το είχε ο κύριος Φώτης μέχρι που πέθανε η γυναίκα του η Αγλαία και έκλεισαν. Έπειτα, η γειτονιά ερήμωσε, τα παιδιά δεν έβγαιναν να παίξουν στον δρόμο και σήμερα ενώ φύγαμε κι εμείς που ήμασταν η τελευταία γενιά επικράτησε νεκρική σιγή. Πλέον μένω στο κέντρο, εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, μπορεί να γνωρίζουμε τον κύριο που μένει δίπλα μας και ένα ζευγάρι στον έκτο αλλά μόνο αυτούς τα περισσότερα σπίτια γίνονται airbnb, οπότε δεν υπάρχει η αίσθηση της γειτνονιάς. Το ένα μαγαζί κλείνει και ανοίγει το επόμενο, όλα είναι αναλώσιμα. Το μόνο που μένει σταθερό στην γειτονιά είναι το φαρμακείο. Το οποίο κρατά την ιστορία του της γειτονιάς όπως ήταν κάποτε.” 

Όλα αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι, η γειτονιά κάποτε ήταν μια ζωντανή προέκταση του σπιτιού μας, τότε γιατί να μην ξαναγίνει; Μπορεί να μη χρειάζονται πολλά. Ένα χαμόγελο στην είσοδο, μια προσφορά βοήθειας, μια πρόσκληση για καφέ στο μπαλκόνι. Μικρές πράξεις που ανοίγουν ξανά τις πόρτες που έκλεισαν χωρίς να το καταλάβουμε.

Γιατί η γειτονιά δεν έχει να κάνει με τα σπίτια αλλά με τους ανθρώπους της και αν χαθούν οι ανθρώπινες σχέσεις τι απομένει; 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα