Γενέθλια στο Βιετνάμ

Ένα κείμενο του Νικήτα Μυλόπουλου, με αφορμή τον στίχο «ράντισε την ασκήμια μ’ ομορφιά» από το ποίημα του Μίλτου Σταχτούρη, "Ομορφιά"

Parallaxi
γενέθλια-στο-βιετνάμ-1101024
Parallaxi

«Ράντισε την ασκήμια μ’ ομορφιά» είναι ο στίχος που ξεκινάει την «Ομορφιά» του Σαχτούρη (ποίημα του ’45) και με τριγυρίζει εμμονικά -σωστό μάντρα- εδώ και χρόνια.

Στίχος παραλλαγμένος πλέον στο μυαλό μου, με το ρήμα στην προστακτική. Τι γιατί; Γιατί μπορώ. Να παραλλάξω, όχι να ραντίσω! Εκεί κωλύομαι. Πώς να ραντίσω; Με τι; Πού τη βρίσκει κανείς την ομορφιά;

Γενέθλια και πάλι, το μάντρα πέρα δώθε, είναι και που τις έβαλε ο άλλος πλάι πλάι. Ασκήμια κι Ομορφιά! Θεός και μη Θεός! Κι εγώ στο ανάμεσό τους.

Η ομορφιά πάντως αγνοείται! Να μιλήσω για την ασχήμια; Να μιλήσω για την ασχήμια.

Πέρα από ζητήματα αισθητικής καθαυτής, υπάρχει γύρω μας ένα γενικευμένο θέμα υποκρισίας που τείνει να γίνει κανόνας. Στήνονται ολόκληρες συζητήσεις, διαμάχες, αφηγήματα και ιδεολογήματα, κάνοντας πως δεν υπάρχει ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Πάρτε ας πούμε τον καυγά για τον Βασίλη Καρρά -ελαφρύ το χώμα. Καψούρες, λαϊκότητες και σοβαροφάνειες, αλλά η πολιτική (ως σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας) – ελέφαντας κανονικός- και πάλι απούσα. Γιατί το ζήτημα βέβαια δεν είναι αν είχε ωραία φωνή, ή αν τα τραγούδια του ήταν «γνήσια», ή -πολύ περισσότερο -ποιος την έχει μεγαλύτερη την κατανόηση για τον «αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο» και το γούστο του. Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι ο ήχος που υπηρέτησε ο εκλιπών είναι παντού και σκεπάζει τα πάντα, εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, σε ταβέρνες και καφέ, σε ταξί και πούλμαν, σε πάρτι και γιορτές, στο αυτοκίνητο που περνά κάτω απ’το σπίτι, είναι παντού! Κι όπου τυχόν δεν είναι, θα «μπει» στο τσακίρ κέφι. Είναι ο κυρίαρχος ήχος και έχει επηρεάσει πρώτα απ’όλα τον τρόπο που ακούμε τις άλλες μουσικές, αλλά και που ακούμε γενικότερα. Ως ένταση, ως χροιά, ως βάθος και ως όγκος ήχου (βάλε echo, βάλε echo που κορόιδευε κι ο Χάρρυ Κλυνν), αλλά και ως τεχνοτροπία στην ενορχήστρωση, στις αντιστίξεις, στο γηπεδικό ρεφρέν, στον βιομηχανικό λυγμό και στα υπόλοιπα φωνητικά σουσούμια, όπως τα ορίζει η τρέχουσα αισθηματολογία.

Αυτός ο ήχος είναι η κυρίαρχη αισθητική, συνδιαμορφώνει το κυρίαρχο πολιτιστικό μοντέλο και η (όποια) εξουσία τον υποστηρίζει και τον αναπαράγει με κάθε τρόπο. Πολύ περισσότερο η σημερινή. Δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση χωρίς αυτό ως αρχή και ως πλαίσιο. Εκεί μέσα να συζητήσουμε για τη φωνή του καθενός και το κατά πόσον ήταν λαϊκός καλλιτέχνης. Δηλαδή να μιλήσουμε με όρους αλήθειας, χωρίς τις φαντασιώσεις περί περιθωρίου, λούμπεν ή αυθεντικής λαϊκότητας. Στην εξουσία είναι ο Άδωνης και ο Μπέος, δεν υπάρχει καμία αστική τάξη να επιβάλει τον ελιτισμό της, τον φέικ δυτικό Μπετόβεν(!) ή τον ξενέρωτο Σκαλκώτα (μία σπάνια ιδιοφυΐα παρεμπιπτόντως που πέθανε στην ψάθα και πραγματικά κυνηγημένος από το τότε κατεστημένο). Αυτοί είναι εξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο, ούτε ως υπόνοια εναλλακτικής αγωγής δεν υπάρχουν πλέον. Κάτι περίεργοι που έκαναν απόπειρες εναλλακτικής μουσικής πολιτικής και εκπαίδευσης, φάγαν τα μούτρα τους και ησύχασαν -ναι, για την αφεντιά μου και τις φίλες μου στο Μέγαρο μιλάω.

Από άλλα κινδυνεύει η λαϊκότητα -που ανάθεμά με και αν ξέρουμε τι εννοούμε με τον όρο. Πάντως, τα υπουργικά συμβούλια, τα μεγάλα ντηλς, οι τραπεζίτες, οι ινφλουένσερς και οι δημοσιογράφοι, οι μεγαλοεργολάβοι και οι εφοπλιστές δεν θα καταλήξουν στο φεστιβάλ Μπαρόκ, σε κάποιο πρώτο τραπέζι πίστα θα καταλήξουν! Εκεί, πιο πίσω, θα είναι η λεγόμενη μεσαία τάξη και τέρμα πίσω ο αυθεντικός και γνήσιος λαϊκός άνθρωπος (όσο το αντέχει η τσέπη του). Η κατακόρυφη ταξική διαστρωμάτωση του Τιτανικού, στην Ελλάδα απλώς οριζοντιώθηκε. Εδώ μετράει η απόσταση του τραπεζιού απ΄ την πίστα! Ποιόν κοροϊδεύουμε;

Άσχετα λοιπόν με το γούστο του καθενός, εδώ υπάρχει μία σαφής αισθητική κυριαρχία που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στις άλλες κουλτούρες, ειδικά σε θέματα μουσικής αγωγής. Τώρα γιατί το ιδιότυπο κατεστημένο που περιγράφω, θέλει να εμφανίζεται ως περιθωριακό και κυνηγημένο από τη μπότα της σοβαροφάνειας κάποιων ανέραστων (θολο) κουλτουριάρηδων, βρείτε το εσείς. Η απάντηση ίσως να μην είναι και πολύ μακριά από την επανάσταση του Βορίδη και των συντρόφων του κατά της αριστερής ηγεμονίας -ως ύφος εννοώ. Η κουβέντα είναι προφανώς μεγάλη και όχι για εδώ. Μόνο ένα τελευταίο, τηλεγραφικά, γιατί έχει την αξία του.

Πλάι στην υποκρισία, είναι εξίσου εντυπωσιακή και η ολοκληρωτική εξαφάνιση της μουσικής από τη συζήτηση. Οι νεκρολογίες και η σχετική κουβέντα γίνονται για τον στίχο πρωτίστως (που συνήθως μας σκίζει και μας διαλύει), για το ουίσκυ ύστερα, για τη μεγάλη ψυχή του αοιδού, για το πόσο δικό του τον ένιωθε ο κόσμος, για την καψούρα (σε τελευταία ανάλυση). Όλα καλά, αλλά η μουσική; Δεν έχω διαβάσει – διορθώστε με- ούτε μία αναφορά στη μουσική των τραγουδιών, ως τέτοια. Δεν είναι εντυπωσιακό; Για τραγούδια μιλάμε στο κάτω κάτω. Να το πω λοιπόν το αντιδημοφιλές: δεν αναφέρεται κανείς στη μουσική γιατί απλούστατα δεν υπάρχει πλέον η μουσική. Στο πολιτιστικό μοντέλο που προανέφερα, η μουσική έχει περάσει στο μπακγκράουντ και λειτουργεί μόνο ως επένδυση σε εικόνες (διαφημίσεις, ταινίες, σήριαλ), σε λόγια (στίχους) και βέβαια στο να κρατά τα βήματα (9/8) και τα παλαμάκια. Είναι διεκπεραιωτική, τελεία. Να θυμίσω τον πλούτο των μουσικών δρόμων του λαϊκού τραγουδιού, που κάποιοι άλλοι, άλλοτε, φάγαν τη ζωή τους να τους περπατήσουν ή να ανοίξουν καινούργιους; Προσέξτε, δεν συγκρίνω μεγέθη και εποχές, το πόσο (και αν) την ψάχνουν σήμερα μουσικά λέω! Πόσο καιρό έχετε να διαβάσετε κείμενο μουσικής ανάλυσης; Ή έστω σχόλιο;

Γιατί και τη μουσική την αλλάξαμε με εύπεπτα, προκάτ προϊόντα για καταναλωτές. Προϊόντα δίχως μνήμη και σκέψη, πούλεγε κι ο άλλος ο καψούρης, ο Κούντερα. Ζούμε μία α-μνήμονα και α-νόητη οπισθοδρόμηση σε βασικές παρορμήσεις. Έχει κανείς την εντύπωση ότι αυτή η πολιτισμική ηγεμονία του σκυλάδικου που κάνουμε σαν να μην υπάρχει, δεν διαμορφώνει συνειδήσεις; Δεν συγκροτεί ταυτότητες και υποκείμενα, δεν καλλιεργεί συμπεριφορές; Κι ύστερα αναρωτιόμαστε οι αθώοι, γιατί ο κόσμος έγινε τόσο παθητικός, πώς ρε παιδί μου δεν αντιδρά κανείς σε αυτόν τον χαμό, τψρμ και πωπω μία πατριαρχία!

Αυτή η ένδεια και ο ναρκισσισμός της είναι η α-σχήμια μας. Την ορίζω, ετυμολογικά, ως έλλειψη σχήματος. Γεωμετρικού ή άλλου. Μορφής ή φόρμας. Χωρίς ιδέες και φαντασία. Με συναισθήματα χύμα, απαίδευτα και αγεωμέτρητα. Ναι, επιμένω στη γεωμετρία των συναισθημάτων γιατί το μυαλό μου είναι και πάλι στον Σπινόζα. Τον φιλόσοφο της κατάφασης του κόσμου. Κατάφαση που βασίζεται στη γνώση. Σε αυτό καταλήγουν η Τέχνη και η Επιστήμη, σε αυτό βοηθάει η σκέψη, για αυτό πρέπει να κρατήσουμε τα μυαλά μας ζωντανά. Γιατί μόνο έτσι η χαρά μπορεί να είναι εφικτή.

Μα ποιος τη θυμάται τη χαρά; Κάθε τι έξοχο είναι δύσκολο όσο και σπάνιο, είχε πει ο Σπινόζα. Να, σκέφτομαι κι εγώ μέρα πού’ναι, αυτά είναι μάντρα. Όχι το δικό μου το ψυχαναγκαστικό! Ράντισε την ασκήμια με ομορφιά! Μα ποιος τη θυμάται την ομορφιά;

ΥΓ1 Για μία γενεαλογία του λαϊκού και γενικότερα της ελληνικής μουσικής, με όρους ιδεολογίας και αισθητικής, συνιστώ το «Στην υπηρεσία του Έθνους» εκδ. «Εταιρία Νέας Μουσικής» (θα έχει εξαντληθεί το πιθανότερο, ψάξτε διαδικτυακά). Του Μηλιού με τον Μικρούτσικο, το πολύ μακρινό 1984! 40 χρόνια πίσω! Τότε που οι άνθρωποι ακόμη σκέφτονταν και συζητούσαν. Τότε η κουβέντα είχε φουντώσει περί ελληνικότητας, λαϊκότητας και λαϊκισμού, ενώ ο ήχος τής Ομόνοιας (έτσι ονόμαζαν το τότε σκυλάδικο γιατί ξεκίνησε από τα καρότσια με κασέτες στην Ομόνοια) είχε αρχίσει να μπαίνει στα σαλόνια και να επεκτείνεται. Ύστερα ήρθε η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, ο Μητσοτάκης, η ιδιωτική τηλεόραση και οι νεοορθόδοξοι. Κανείς τους δεν έφυγε ποτέ…

ΥΓ2 Στη μνήμη του Γιώργου (Τόλιου), της Μαριάννας (Δίτσα) και της Μαρίας Λαϊνά.

Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα