Για ένα γκάζι
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη Θεσσαλονίκη – Βερολίνο ένα γκάζι είναι. Λέει. Σοβαρά μιλάω. Μέχρι τη Γιουγκοσλαβία είναι το θέμα. Και Γιουγκοσλαβία όχι ολόκληρη. Σε κάτι σημεία που ΄χουνε κωλόδρομους μια σταλιά. Αλλά μετά, τίποτα. Καρφώνεις τα διακόσια ενενήντα και πάει η μηχανή μόνη της. Αριστερή λωρίδα, τα μάτια μπροστά και πας. Ούτε καταλαβαίνεις πότε φτάνεις. Παρασκευή […]
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη
Θεσσαλονίκη – Βερολίνο ένα γκάζι είναι. Λέει. Σοβαρά μιλάω. Μέχρι τη Γιουγκοσλαβία είναι το θέμα. Και Γιουγκοσλαβία όχι ολόκληρη. Σε κάτι σημεία που ΄χουνε κωλόδρομους μια σταλιά. Αλλά μετά, τίποτα. Καρφώνεις τα διακόσια ενενήντα και πάει η μηχανή μόνη της. Αριστερή λωρίδα, τα μάτια μπροστά και πας. Ούτε καταλαβαίνεις πότε φτάνεις. Παρασκευή απόγευμα έφυγα από ΄δω, Σάββατο βράδυ ήμουνα εκεί. Εφτά εσπρέσο κι ένα γκάζι είναι. Σοβαρά μιλάω. Λέει. Πήγα, κοιμήθηκα ένα βράδυ και το πρωί γύρισα.
Η Αναστασία φέρνει την τούρτα στο σαλόνι. Φωνάζει. Ο μπαμπάς θα σβήσει τα κεριά, ελάτε. Τα παιδιά δεν την ακούν, η Αναστασία αφήνει την τούρτα και πάει να τα μαζέψει. Δεν τα καταφέρνει και μετά από λίγο έρχεται στο μπαλκόνι και ζητάει από το Γιάννη να πάει να τη βοηθήσει. Ο Γιάννης φεύγει, μένουμε οι υπόλοιποι τρεις. Ο Γιώργος λέει ότι έχει τρέξει κι αυτός με διακόσια ενενήντα. Με μια Χόντα. Αλλά όχι τώρα. Όταν ήμασταν στη σχολή. Πριν είκοσι χρόνια. Τα παιδιά μαζεύονται τελικά, εμείς μπαίνουμε μέσα και τραγουδάμε όλοι μαζί «να ζήσεις Γιαννάκη», κι ο Γιάννης φυσάει τα κεριά. Που είναι ακριβώς όσα και τα χρόνια που κλείνει. Σαράντα.
Η Αναστασία, θηρίο ανήμερο. Λέει. Εκείνη ήξερε ότι μ’ έστειλε η εταιρεία σε ένα σεμινάριο στην Αθήνα. Αυτό της είχα πει, αυτό ήξερε. Αλλά δεν άντεξα να μην της το πω. Κι επειδή ξέρω και τι μαλάκας είμαι κι ότι τελικά θα το ΄λεγα, της είχα πάρει και κάτι από Βερολίνο να τη μαλακώσω. Αρχίδια. Το έλα να δεις έγινε. Κι είσαι το ένα, κι είσαι το άλλο, και καλά εμένα, τα παιδιά σου δεν τα σκέφτηκες, κι άμα χτυπούσες εγώ τι θα τους έλεγα, ότι ο πατέρας τους ήτανε μαλάκας και πήγε και σκοτώθηκε γιατί του άρεζε να τρέχει με τη μηχανή στις γερμανίες. Δύο νύχτες και τρεις μέρες με πήγε το λούσιμο. Κι ακόμα δηλαδή έτσι θα ΄μασταν. Δεν σταματούσε. Μέχρι που της είπα ότι θα πουλήσω τη μηχανή, εκεί, να με ξεχέζει. Λέει. Με τίποτα δεν σταματούσε.
Τα παιδιά μέσα χτύπησαν κόκκινο από τη ζάχαρη της τούρτας και γίνεται χαμός. Εμείς, έξω, αντίθετα, έχουμε βαρύνει από το φαγητό και πίνουμε σόδες. Η γυναίκα μου από μέσα μου κάνει σήμα ότι πρέπει να πηγαίνουμε σιγά σιγά, το μωρό πρέπει να κοιμηθεί. Της απαντάω κι εγώ με νόημα. Ένα τσιγάρο κι έρχομαι.
Πήγαινα και την έβλεπα. Λέει. Την Καβαζάκι. Την είχε βάλει στη βιτρίνα ο μάστορας και πήγαινα και την έβλεπα. Κόκκινη, κόκκινη, την είχε και γυαλισμένη, σκέτη γκάβλα. Μια δυό φορές μου πέρασε από το μυαλό να πάω να την πάρω πίσω, να τη χώσω σε ένα πάρκινγκ και να μην πω τίποτα σε κανένα αλλά δεν. Δεν ήθελα. Κι όχι μόνο για την Αναστασία. Και για μένα. Άμα την έπαιρνα, αποκλείεται. Όλο και κάποια μαλακία θα ΄κανα πάλι. Σαράντα χρονώ έφτασα. Λέει. Με έμαθα πια.
Μια βδομάδα μετά, στο αμάξι. Μεσημέρι Κυριακής, επιστρέφουμε οικογενειακώς από την πεθερά μου. Σταματημένοι στο φανάρι της Θέρμης. Με το Γιάννη δεν μοιάζει αυτός; λέει η γυναίκα μου. Γυρίζουμε και κοιτάζουμε δίπλα μας, πάνω σε μια μηχανή ένας τύπος που θα μπορούσε να είναι ο Γιάννης. Αλλά θα μπορούσε και να μην είναι, το πρόσωπό του είναι κρυμμένο στο κράνος. Σαν να καταλαβαίνει ότι μιλάμε για αυτόν, ο οδηγός της μηχανής γυρίζει και κοιτάζει προς το μέρος μας. Ύστερα το πράσινο ανάβει κι η μηχανή φεύγει με ένα ελαφρύ μαρσάρισμα και μια μικρή κωλιά. Δεν ήταν ο Γιάννης, λέω. Ο Γιάννης την πούλησε τη μηχανή. Φτάνουμε σπίτι, η γυναίκα μου βγαίνει από το αμάξι, παίρνει αγκαλιά το μωρό, μην ξεχάσεις να βγάλεις το καρότσι, λέει, και χτυπάει δυνατά την πόρτα. Σχεδόν εκνευρισμένη. Βγάζω το καρότσι και κλείνω το πορτ μπαγκάζ. Στο βρώμικο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου βλέπω μια παραλλαγμένη αντανάκλασή μου. Χαμογελάω.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.