Για τα γεγονότα στα σύνορα και την διολίσθηση σε έναν επικίνδυνο μανιχαϊσμό
Για τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που διαδραματίζονται τις μέρες αυτές στα σύνορα του Έβρου.
Λέξεις: Θοδωρής Τσομίδης / Βοηθός έρευνας και διδασκαλίας, έδρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Πανεπιστημίου του Λάιντεν (Ολλανδία)
Οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που διαδραματίζονται τις μέρες αυτές μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ερώτημα αν πρέπει να δεχτούμε στη χώρα μας τους ανθρώπους που περιμένουν κατά μήκος των ελληνικών συνόρων. Ταυτόχρονα δίνουν την αφορμή να εκφραστεί ένας επικίνδυνος μανιχαϊσμός που συχνά χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο.
Ως προς την ορθότητα της απόφασης να κλείσει η Ελλάδα τα σύνορά της εκφράστηκαν δύο απόψεις. Η πρώτη, την οποία φαίνεται να συμμερίζεται η πλειοψηφία, συμφωνεί με το σφράγισμα των συνόρων με βασικό επιχείρημα την προστασία της δημόσιας τάξης. Η άλλη οπτική απορρίπτει το κλείσιμο των συνόρων τονίζοντας πως ως κοινωνία έχουμε ηθικό καθήκον να δεχτούμε και να προστατεύσουμε τον άνθρωπο που καταφθάνει κυνηγημένος και πεινασμένος στη χώρα μας. Προτού συνεχίσω οφείλω, πιστεύω, να λάβω θέση ως προς το παραπάνω ζήτημα.
Το 2015, όταν περίπου οκτακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες εισήλθαν μαζικά στη χώρα μας, είχα υποστηρίξει πως τόσο η Ελλάδα όσο και τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη οφείλουμε να συνδράμουμε και να δεχθούμε όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς. Οι άνθρωποι αυτοί προέρχονταν στην πλειονότητά τους από το διαλυμένο Συριακό κράτος και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις φλόγες ενός άγριου και αιματηρού εμφυλίου. Δεν έχω αλλάξει άποψη για το τι έπρεπε να είχε συμβεί τότε και εξακολουθώ να πιστεύω πως αποτελεί όνειδος για την Ευρώπη η μεταχείριση που επιφύλαξε σε αυτούς τους ανθρώπους.
Μεσολάβησαν γεγονότα που οδηγούν σε διαφορετική απάντηση στο ερώτημα αν στην παρούσα συγκυρία πρέπει να δεχτούμε τους ανθρώπους που περιμένουν στα ελληνοτουρκικά σύνορα; Η σημαντικότερη εξέλιξη συνίσταται στο κλείσιμο όλων των ευρωπαϊκών συνόρων. Θυμόμαστε όλοι χιλιάδες Σύριους να διαχειμάζουν στην Ειδομένη κάτω από άθλιες συνθήκες ελπίζοντας πως θα μπορέσουν να κατευθυνθούν προς την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, όπως έκαναν πολλοί συμπατριώτες τους στην αρχή της προσφυγικής κρίσης. Η προσέγγιση των ευρωπαϊκών κρατών όμως είχε πλέον αλλάξει: ο Βαλκανικός διάδρομος έκλεισε οριστικά και τον Μάρτιο του 2016 η κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας έριχνε το βάρος διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης στις πλάτες Ελλάδας και Τουρκίας. Η Τουρκία θα φιλοξενούσε την πλειονότητα των προσφύγων και θα συγκρατούσε νέες ροές με κατεύθυνση την Ευρώπη. Όσοι πρόσφυγες ή μετανάστες περνούσαν τα τουρκικά σύνορα θα τοποθετούνταν σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης στα ελληνικά νησιά μέχρι να κριθεί αν δικαιούνται άσυλο και αναλόγως να παραμείνουν στη χώρα ή να επιστραφούν στην Τουρκία. Ήταν αυτή μια καλή λύση; Σε καμία περίπτωση. Αυτός ο διακανονισμός αρνείται τη δίκαιη κατανομή των βαρών της κρίσης εντός της ευρωπαϊκής ένωσης. Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες στην καλύτερη περίπτωση τους αφήνει έρμαια στις διαθέσεις του Ερντογάν που αποδεικνύει πως δεν διστάζει να τους εργαλειοποιεί απροκάλυπτα για την επίτευξη των επιδιώξεών του. Στο χειρότερο σενάριο η συμφωνία του 2016 παγίδευε τους αιτούντες άσυλο σε φρικτά στρατόπεδα σε Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Κω. Η συγκέντρωση δε τόσου μεγάλου αριθμού εξαθλιωμένων ανθρώπων σε λίγα νησιά διατάραξε εντελώς τις ισορροπίες στις συγκινητικά φιλόξενες σε πρώτη φάση τοπικές κοινωνίες, οδηγώντας σε πλήρη μεταστροφή της στάσης τους. Η Ελλάδα λοιπόν έσφαλε συναινώντας σε αυτόν τον διακανονισμό. Και σφάλλει εξακολουθητικά αποτυγχάνοντας να επιταχύνει τις διαδικασίες ασύλου, να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα, να δώσει απάντηση στις ανησυχίες των τοπικών κοινωνιών.
Θεωρώντας δεδομένο λοιπόν πως οι ελληνικοί και ευρωπαϊκοί χειρισμοί του ζητήματος από το 2015 μέχρι και σήμερα είναι αποτυχημένοι, πώς διαμορφώνεται η κατάσταση εδώ και τώρα; Εφόσον η Ελλάδα δεχτεί τους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που περιμένουν στα σύνορά της, τα αποτελέσματα για αυτούς θα είναι μάλλον δυσμενή. Οι μετανάστες θα οδηγηθούν σε κέντρα κράτησης σαν αυτό στη Μόρια ή καταυλισμούς τύπου Ειδομένης με τις αντίστοιχες συνθήκες, καθώς αποδεδειγμένα καμία χώρα δεν ανοίγει τα σύνορά της για να τους δεχθεί. Το γεγονός αυτό θα αποτελούσε μια επιδείνωση της κατάστασης των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι απολάμβαναν ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης στην Τουρκία, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τους διεθνείς οργανισμούς και παρατηρητές. Επειδή ακριβώς συμμερίζομαι τις ανησυχίες που εκφράζονται για την τύχη αυτών των ανθρώπων, θεωρώ πως αντικειμενικά ο εγκλωβισμός τους σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που ήδη αδυνατεί να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση σε επίπεδο υποδομής και διοικητικού μηχανισμού, θα τους έφερνε αντιμέτωπους με πολύ χειρότερες συνθήκες από αυτές που αντιμετωπίζουν στην Τουρκία. Οφείλουμε εξάλλου να λάβουμε υπόψη πως η έλευση εκατό ή διακοσίων χιλιάδων ατόμων σε δυο τρια νησιά και στην παραμεθόριο θα παρέλυε εντελώς τη λειτουργία της διοίκησης, των δομών υγείας αλλά και των σωμάτων ασφαλείας στις περιοχές αυτές. Κάτι τέτοιο θα έπληττε τόσο τους νεοαφιχθέντες όσο και τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι, ας μην το ξεχνάμε, έχουν επίσης δικαιώματα. Ένας (έστω τοπικά) αποσαθρωμένος κρατικός μηχανισμός δε μπορεί να εγγυηθεί δικαιώματα, να καλύψει ζωτικές ανάγκες και να εμποδίσει αποτελεσματικά φαινόμενα αυτοδικίας.
Κάνουμε δηλαδή ηθικές εκπτώσεις μπροστά στην πρακτική αδυναμία μας να διαχειριστούμε την κατάσταση; Θα έλεγα πως όχι, διότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν αρνείται προστασία σε ανθρώπους που τρέχουν να ξεφύγουν από την πείνα ή την κόλαση ενός πολέμου- στην πλειονότητά τους τουλάχιστον αφού λόγω συνθηκών δεν εξετάζεται ατομικά η κατάστασή τους. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στην Τουρκία με ασφάλεια μέχρι που ωθήθηκαν σκόπιμα από το τουρκικό κράτος να εγκαταλείψουν αυτήν την ασφάλεια, να επιχειρήσουν μια ριψοκίνδυνη διέλευση συνόρων και να φτάσουν σε μια εντελώς απροετοίμαστη να τους δεχθεί Ελλάδα.
Για τους λόγους αυτούς θεωρώ πως αν εξετάσουμε το ζήτημα τόσο από ανθρωπιστική σκοπιά όσο και από άποψη δημόσιας τάξης η Ελλάδα ορθώς έπραξε στη δεδομένη συγκυρία. Αφήνω στην άκρη την εξέταση του ζητήματος από σκοπιά διεθνούς δικαίου, το οποίο αν κρίνουμε από πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ επιτρέπει υπό προϋποθέσεις στα κράτη να απομακρύνουν άνευ ταυτοποίησης άτομα που επιχειρούν να εισέλθουν μαζικά και παράνομα στην επικράτειά τους.
Αυτή είναι η δική μου άποψη. Και είναι απλά μια άποψη. Κάτι που φαίνεται να ξεχνάμε όταν αρθρώνουμε δημόσιο λόγο ή απαντάμε σε διαδικτυακά σχόλια. Σημαντικό μέρος του δημόσιου διαλόγου εξελίσσεται με εντελώς μανιχαϊστικούς όρους: όποιος ζητάει ανοιχτά σύνορα είναι προδότης, όποιος επικροτεί το κλείσιμο των συνόρων είναι φασίστας. Έχοντας εκφράσει άποψη περί του αντιθέτου και διαπιστώνοντας πως για άλλη μια φορά υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι να κατασκευάσουν εσωτερικούς εχθρούς, αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ αυτούς που διαφωνούν μαζί μου. Δεν είσαι προδότης όταν εκφράζεις διαφορετική άποψη από την πλειοψηφία ή την κυβέρνησή σου. Και το κρίσιμο της στιγμής δεν δικαιολογεί τον προπηλακισμό των διαφωνούντων. Το αντίθετο μάλιστα, είναι ακριβώς τις κρίσιμες ώρες που έχουμε ανάγκη να ακουστούν όλες οι διαφορετικές απόψεις. Φανταστείτε ένας Αθηναίος να είχε πείσει την εκκλησία του δήμου να μην αποσταλούν στρατεύματα στη Σικελία.
Αλλά και σε επίπεδο τοποθετήσεων παρατηρεί κανείς με λύπη με τι απόλυτο τρόπο διατυπώνονται οι απόψεις υπέρ ή κατά του κλεισίματος των συνόρων. Θέλω και πάλι να στρέψω την κριτική μου σε μερικούς από εκείνους που στον διάλογο αυτό τοποθετούνται στη μεριά, η βασική πρόταση της οποίας με βρίσκει σύμφωνο. Το να επικροτείς τα κλειστά σύνορα στη δεδομένη συγκυρία δε σημαίνει πως η χώρα πρέπει να μην παρέχει ποτέ ξανά προστασία σε έναν κατατρεγμένο ή πεινασμένο ικέτη. Δεν σημαίνει πως αυτή η έκτακτη λύση απαντά συνολικά στις προκλήσεις που θέτει το μεταναστευτικό. Δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να διευκολύνουμε και να επιδιώξουμε την ενσωμάτωση των προσφύγων που ήδη ζουν στη χώρα μας. Δεν σημαίνει πως οι μουσουλμάνοι είναι ανεπιθύμητοι και δεν έχουν θέση στην κοινωνία μας- η Θράκη είναι γεμάτη Έλληνες μουσουλμάνους και μουσουλμάνοι ήταν αυτοί που διέσωσαν το έργο του Αριστοτέλη στο Μεσαίωνα. Δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες συνύπαρξης μεταναστών και τοπικών κοινωνιών. Δεν σημαίνει πως ο πνιγμός ενός παιδιού στο Αιγαίο στην απόπειρά του να περάσει παράνομα τα σύνορά μας παύει να αποτελεί μια ανείπωτη τραγωδία, μπροστά στην οποία οφείλουμε να σκύψουμε το κεφάλι αντί να επιχαίρουμε- δε νοείται εθνική ομοψυχία πάνω από πτώματα αμάχων. Δεν σημαίνει πως πρέπει να διψάμε για σφαίρες και αίμα- και μέχρι τώρα αξίζουν συγχαρητήρια στα σώματα ασφαλείας του Έβρου που εκτελούν το καθήκον τους δίχως να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Δεν σημαίνει πως παύεις να είσαι χυδαίος όταν αποκαλείς ξεκωλιάρα μια έγκυο γυναίκα. Δεν σημαίνει πως δικαιολογούνται κινήσεις αυτοδικίας από αυτόκλητους μαχητές, ούτε πως δικαιώνεται η ακροδεξιά τους ρητορική.
Αν θέλουμε να προσπαθήσουμε πρώτα να κατανοήσουμε και έπειτα να διατυπώσουμε λύσεις για τόσο σύνθετα ζητήματα, οφείλουμε να ακούσουμε με προσοχή κάθε άποψη, να σκεφτούμε όσο γίνεται δίχως πάθη και κυρίως να έχουμε στο μυαλό μας πως πίσω από αυτά τα διλήμματα και τις σκληρές αποφάσεις υπάρχει πάντοτε ένα ανθρώπινο πρόσωπο που περιμένει με αγωνία.