Για τον αγώνα ενός ανθρώπου
του Αλέξανδρου Σαλαμέ Με θυμάμαι γυμνάσιο -στις πρώτες τάξεις κιόλας- να τον παρακολουθώ. Έντονος, παρορμητικός, δεν φείδονταν επιθέτων για τα κακώς κείμενα της χώρας. Απαντούσε στα τηλέφωνα της εκπομπής σε τοπικό δίκτυο όπου παρουσίαζε τις θέσεις του, άκουγε με προσοχή αυτά που είχαν να του πουν και απαντούσε, άλλοτε ήρεμα, άλλοτε έντονα, άλλοτε εμμονικά. Πάνω […]
του Αλέξανδρου Σαλαμέ
Με θυμάμαι γυμνάσιο -στις πρώτες τάξεις κιόλας- να τον παρακολουθώ.
Έντονος, παρορμητικός, δεν φείδονταν επιθέτων για τα κακώς κείμενα της χώρας. Απαντούσε στα τηλέφωνα της εκπομπής σε τοπικό δίκτυο όπου παρουσίαζε τις θέσεις του, άκουγε με προσοχή αυτά που είχαν να του πουν και απαντούσε, άλλοτε ήρεμα, άλλοτε έντονα, άλλοτε εμμονικά.
Πάνω κάτω δηλαδή όπως όλοι μας.
Από μικρό παιδί, προσπαθούσα λοιπόν να εντοπίσω τα στοιχεία που τον έκαναν γραφικό. Αυτά που έδιναν το δικαίωμα στον κάθε απαίδευτο σαχλαμάρα να παίρνει σε μία γραμμή που ο ίδιος διάλεξε να δώσει βήμα για να αφουγκράζεται τα προβλήματα της κοινωνίας και να τον δουλεύει.
Να σου δίνει κάποιος δημοκρατικό βήμα και εσύ να το σκορπάς με άνοστα αστεία. Πόσο παράδοξο αλήθεια.
Προσπαθούσα επίσης να καταλάβω γιατί οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 δεν ευνοούσαν τους παθιασμένους ανθρώπους και τους τοποθετούσαν στη γραφικότητα. Αντίθετα οι μεσήλικοι της εποχής, οι φτασμένοι έβλεπαν τον κάθε λογής βλαχοδήμαρχο πολιτικάντη και τον ζήλευαν. Ή ακόμη χειρότερο σερνόντουσαν στην ιδιαιτέρα του για να βολέψει κάτι, κάποιον κάπου ή τους ίδιους.
Ή ακόμη χειρότερα σερνόντουσαν γιατί αυτό ήξεραν να κάνουν καλύτερα.
Την τελευταία πενταετία όμως τα πράγματα άλλαξαν. Οι καταθέσεις λιγόστεψαν, οι μισθοί εξατμίστηκαν, οι δουλειές εξαφανίστηκαν, η κρατική αυθαιρεσία θριάμβευσε και ο άλλοτε γλεντζές και καταφερτζής ελληνικός λαός, σφίγγει μέρα με τη μέρα πιο πολύ τα δόντια για να αντέξει.
Κάπου εκεί λοιπόν, κάποιοι γραφικοί άνθρωποι προηγούμενων χρόνων, φάνηκαν τελικά λιγότερο γραφικοί. Ανάμεσα τους και αυτός.
Και ο ελληνικός λαός που έπαψε να γελά με την αλήθεια και δεν έβλεπε τόσο χαριτωμένους τους πολιτικάντηδες πια, τον αγκάλιασε. Και τον αναγνώρισε και τον άκουσε έστω και τώρα που πάτησε τα εξήντα.
Τον έβλεπα σε μια συνέντευξη να μιλάει για το μοναχογιό του, που έπρεπε να έρθει αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, για να αναγνωρίσει ότι αξίζει τον κόπο ο αγώνας που δίνει και να δακρύζει και αναρωτιόμουν πόσο δύσκολο είναι τελικά να ξέρεις τι θέλεις και να το διεκδικείς σε αυτή τη ζωή.
Γιατί στη τελική κανένα δεν έβλαψε. Το αντίθετο. Να διαφωτίσει και να εμπνεύσει προσπαθούσε. Απλώς διάλεξε, ότι κάνει να το κάνει με τον τρόπο του. Και με την αλήθεια του. Και με την αγάπη του και την αφοσίωση του.
Για όλα αυτά πρόεδρε λοιπόν και για άλλα τόσα να είσαι καλά. Και να αντέχεις.
(Το τραγούδι που άκουγα γράφοντας τα “Δρόμικα”)