Για τον Άκη Δήμου: Τα νιάτα για τη Μεγάλη Πλατεία της πόλης
Για το έργο του Άκη Δήμου με αφορμή την παρουσίαση στο θέατρο Αυλαία του βιβλίου ''Νιάτα''.
Λέξεις: Σπύρος Βούγιας
Λίγες λέξεις του Σπύρου Βούγια για το έργο του Άκη Δήμου με αφορμή την παρουσίαση στο θέατρο Αυλαία του βιβλίου ”Νιάτα”.
Είχα διαβάσει αρκετά κείμενά του, αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά πριν συναντηθούμε 2 φορές όλες- όλες, για τις ανάγκες της παρουσίασης. Άρα, δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα για τον ίδιο, αλλά μόνο για το έργο του. Και, το πρώτο γενικό σχόλιο που θα ήθελα να κάνω για τα θεατρικά του κείμενα, είναι πως, ενώ έχουν γραφεί για να παίζονται στο θέατρο, μπορούν και να διαβάζονται απολαυστικά σαν εκτεταμένα διηγήματα ή μικρές νουβέλες. Η προσέγγιση, λοιπόν, που επιχειρώ είναι περισσότερο μια βιωματική «παρανάγνωση» ενός εκπαιδευμένου αναγνώστη, παρά η θεατρική κριτική, αφού πρόκειται για θεατρικά έργα που διαβάζονται και ως λογοτεχνία.
Το πρώτο βιβλίο περιλαμβάνει 4 πρώιμα έργα του συγγραφέα και έχει τον τίτλο «Νιάτα», παραπέμποντας στη νεανικότητα του συγγραφέα αλλά και των ηρώων του. Η «Σαμάνθα και ο Μαξ στο βυθό της ασφάλτου» (1996) είναι παιδιά στην πρώτη εφηβεία, ο Γρηγόρης, ο Νικήτας κι ο Ανέστης από «Τα λουλούδια στην κυρία» (1998) είναι, κι αυτοί, συνομήλικοι έφηβοι, ο Ντίνος, η Δάφνη και ο Μάρκος στο «Μου θυμίζεις φιλιά» (2002) είναι λίγο μεγαλύτεροι (25-30) και η Άννα με τη Ρεβέκκα του «Ντέστινυ»(2003) είναι δυο «τριανταπεντάχρονες» (όπως θα έλεγαν σήμερα τα δελτία ειδήσεων) γυναίκες. Εδώ ο Δήμου μοιάζει να μεγαλώνει μαζί με τους πρωταγωνιστές των έργων του. Γράφει γι’ αυτούς και τη ζωή τους σα να γράφει για τον ίδιο, με κύριο θέμα τον έρωτα που διαρκώς τους διαφεύγει αλλά και για τον ανεκπλήρωτο πόθο, την απώλεια, τη ματαίωση, τον φόβο, την αγωνία για αναζήτηση κάποιου νοήματος, την αβεβαιότητα για το μέλλον, την απόγνωση, τη μοναξιά. Τους προσεγγίζει με πολλή κατανόηση και αγάπη. Ζει ανάμεσά τους. Τους γνωρίζει καλά, όχι εγκεφαλικά αλλά από μέσα, βιωματικά. Και, χωρίς να τους αγιοποιεί, τους χαρίζει μια φωτεινή θετικότητα, αυτοσαρκαστικό χιούμορ και αισιοδοξία, χωρίς το παραμικρό ίχνος γκρίνιας, αυτολύπησης ή μιζέριας, χωρίς διάθεση λαϊκισμού αλλά με μια γνήσια λαϊκότητα. Με την έννοια αυτή μου θυμίζει (λιγάκι αυθαίρετα) τον Πιερ-Πάολο Παζολίνι, που, εκτός από κινηματογραφιστής ήταν και ένας σπουδαίος ποιητής και μια μεγάλη καλλιτεχνική και πολιτική προσωπικότητα.
Το δεύτερο βιβλίο, η ¨Μεγάλη Πλατεία¨, είναι η θεατρική διασκευή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Νίκου Μπακόλα, που γράφτηκε το 1987 και παίζεται ακόμη από το ΚΘΒΕ στη «Μονή Λαζαριστών». Και στην περίπτωση αυτή, παρότι έχω δει την παράσταση και φέρνω στο μυαλό μου τις συγκεκριμένες εικόνες της σκηνοθεσίας της Ελένης Ευθυμίου, το βιβλίο διαβάζεται άνετα ως ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο ποιητικού ρεαλισμού, με έκταση και βάθος ενός συνοπτικού, σχετικά, μυθιστορήματος. Πρόκειται και πάλι για ένα θεατρικό έργο που διαβάζεται και ως λογοτεχνία, κάτι που είναι εδώ πιο λογικό, αφού προέκυψε από τη διασκευή ενός αριστουργηματικού λογοτεχνικού κειμένου.
Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η σχετική αυτονομία των δύο βιβλίων από τη θεατρική τους αναπαράσταση αλλά και η νοηματική σύνδεση μεταξύ τους, είναι η ποιητικότητα και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του συγγραφέα, που φέρει το απολύτως αναγνωρίσιμο προσωπικό του ύφος. Ο λόγος είναι κοφτός και νευρικός, οι διάλογοι εύστοχοι και ακαριαίοι με χιούμορ που αποδραματοποιεί την ένταση των καταστάσεων πριν κυλήσουν στο μελό. Οι φράσεις που διαμορφώνουν τις σκηνές (στο πρώτο, κυρίως, βιβλίο, «Τα νιάτα»), μπορεί να φτιάχνονται με 2, 3 ή 5 λέξεις, με ενδιάμεσες, όμως παύσεις. που τις καθιστούν στίχους ενός ενιαίου ποιήματος που εξελίσσεται διαρκώς. Αυτό είναι πιο έντονο στο δεύτερο βιβλίο, όπου, τα εξαίσια ποιητικά χορικά του Νίκου Μπακόλα δένουν αρμονικά με τους διαλόγους του Άκη Δήμου, παράγοντας ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Η ποιητικότητα του αρχετυπικού κειμένου διατηρείται, διασκευάζοντας, με θεατρική οικονομία, τα κεφάλαια σε σκηνές και αντικαθιστώντας τα ονόματα των βασικών ηρώων στους τίτλους των κεφαλαίων (Φώτης, Χρίστος, Αγγέλα, Γιάννης, Άγγελος, Αντιγόνη), με κάποια δικά τους λόγια ως τίτλο σε κάθε θεατρική σκηνή («Ν’ αφρίζω, θέλω, μακριά απ’ το βυθό μου…», «Ένας κόσμος από φλόγες, από σκιές…», «Μονάχα το φεγγάρι…», «Έχεις μια άγρια λύπη στην καρδιά σου…»).
Καθώς διάβαζα σχεδόν ταυτόχρονα τα 2 βιβλία , αναρωτιόμουν διαρκώς αν θα μπορούσαν να παρεισφρήσουν οι πρωταγωνιστές του ενός βιβλίου μέσα στο άλλο και, με κάποιο τρόπο, να συνυπάρξουν. Και μου φάνηκε πως αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό, αφού στη «Μεγάλη Πλατεία», μέσα στο τεράστιο ψηφιδωτό της συλλογικής μνήμης της πόλης, μέσα στη Μεγάλη Ιστορία «ενός κόσμου απλησίαστου», (όπως λέει η Αντιγόνη στην πρώτη σκηνή του έργου), υπάρχουν και αναπνέουν οι μικρές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, «οι βιαστικές και ανεξήγητες στιγμές», που ενδιαφέρουν το ίδιο, τόσο τον Νίκο Μπακόλα όσο και τον ατομοκεντρικό Άκη Δήμου που τις αναδεικνύει με σεβασμό. Συνδετικός κρίκος των δύο αυτών επιπέδων (της «Μεγάλης» και της «μικρής» Ιστορίας), είναι στην παράσταση ο χορός, το Πλήθος των κατοίκων της πόλης, που ξεναγεί τους θεατές, εξηγώντας πώς εντάσσονται τα μικρά πάθη των ανθρώπων στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής (πόλεμοι, κατοχή, εμφύλιος, εξορίες). Έτσι, με αυτό το τέχνασμα και το κοινό ποιητικό ύφος του Άκη Δήμου, τα «Νιάτα» μπορούν να εισέλθουν στη «Μεγάλη πλατεία» και να γίνουν (έστω κι αν ζουν σε μια άλλη χρονική περίοδο), ήρωες του ατέρμονου μυθιστορήματος της Θεσσαλονίκης.
Και, μαζί τους, μπορούμε να φανταστούμε πως γινόμαστε κι’ εμείς οι ίδιοι πρωταγωνιστές αυτού του μυθιστορήματος ή, μάλλον, μιας παράστασης, που στήνεται καθημερινά στο σκηνικό του δημόσιου χώρου της πόλης και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μας περιλαμβάνει όλους: συγγραφείς, θεατές και αναγνώστες, ακόμη και τους άλλους πολίτες που περνούν ανυποψίαστοι. Αφού, όπως λέει και ο Σεφέρης, «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε, στήνουμε θέατρα και σκηνικά…».
Δεν ξέρω αν η «μοίρα μας πάντα νικά και τα σαρώνει και μας σαρώνει», ξέρω μόνο πως εμείς είμαστε τελικά οι μόνιμοι θαμώνες της «Μεγάλης Πλατείας» και μαζευτήκαμε απόψε εδώ για να το συζητήσουμε και να το αποδεχτούμε.