Για τον Αντώνη: Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης
Τα βρώμικα νερά στα οποία σφαγιάστηκε ο νέος από την Κρήτη
Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης
Θυμήσου το λουτρό, στο οποίο σφαγιάστηκες*.
Σκέφτομαι να φτάνει αργοπορημένη, η λέξη καθυστερημένη δεν μου αρέσει, μια οικογένεια μεταναστών με τα εισιτήρια και τις αποσκευές της και το καράβι να τους αφήνει καταχρηστικά πίσω, ενώ αυτός ο καταπέλτης σηκώνεται σε ρυθμό τελειωμένης δουλειάς. Η οικογένεια συνηθισμένη να ”τρώει πόρτα” από αυτούς που στον κόσμο κλείνουν πόρτες σκύβουν το κεφάλι, ίσως κάτι να ψιθυρίσουν και αποχωρούν για να συνεχίσουν τη ζωή τους, με άλλη μια απογοήτευση στις πλάτες.
Ο Αντώνης, μόνος του. Πήγε στην Αθήνα να δει τους φίλους του. Διάλειμμα από την καθημερινή βιοπάλη. Φαντάζομαι τη χαρά που αντλούν από τέτοια ταξίδια και συναντήσεις, άνθρωποι αθώοι στην ψυχή και χτυπημένοι από τη ζωή. Φτάνει μπροστά στο καράβι και μπροστά σε αυτήν την επιβλητική ειρωνεία και ειρωνική επιβολή που κουβαλούν οι άνθρωποι που αντλούν αυτοπεποίθηση, καύλα και ηδονή νομίζοντας ότι παρακάνουν καλά τη δουλειά τους, αποφασίζει να ανέβει στο καράβι, να μην υποστεί και δεχθεί αυτή τη σιχαμερή αδικία και ορμά. Ανάστημα ανθρώπων που ξέρουν να παλεύουν μόνοι και πάλευαν από πάντα. Το ξέρουν μόνο οι χτυπημένοι και οι αγνοί αυτό.
Αυτές τις δυο υποθέσεις σκέφτομαι για να κατανοήσω το πρώτο σημαντικό θέμα, που προκύπτει από τη δολοφονία του Αντώνη, που είναι η ασυγκράτητη και τόσο μα τόσο ισχυρή ανάγκη του κατόχου μεγαλύτερης εξουσίας ή εδραιωμένου σε καλύτερη ταξική, κοινωνική και οιαδήποτε άλλη θέση να το εξωτερικεύσει, να το καταστήσει σαφές στον ασθενέστερο, τον μη έχοντα, τον πένητα, τον ”χαζούλη”, τον αμόρφωτο, τον κακά ντυμένο.
Το δεύτερο. Είναι φοβερά τα αντανακλαστικά, ο αδιανόητος και τρομακτικός τρόπος που έχουν οι άνθρωποι που φοβούνται να μην αναδειχθεί ως αποκλειστικό θύμα ο αδύναμος. Η λογική του να καλύψουμε και να χαϊδέψουμε ολίγον και το δυνατό, τον ισχυρό μας θύτη. Γιατί αυτό είναι το σκεπτικό πίσω και από άλλα εγκλήματα. Για το βιαστή, για τον κακοποιητή, το διακινητή. Και ο μηχανισμός υπεράσπισης του διαρκώς υπερασπιζόμενου ισχυρού ξεκινά από Υπουργούς και δημοσιογράφους. Πού να μην ήταν κιόλας ο ένας Ναυτιλίας και η άλλη του δικαστικού ρεπορτάζ.
Αναφορικά με τον Υπουργό μιλάμε για μια βίαιη δήλωση εξίσωσης του δολοφονημένου και του δολοφόνου, που θέλει να γυρίσει τεχνηέντως τον προβολή στην ψυχή και τη δήθεν ατυχία ζωής που βρήκε το δράστη, έτσι ώστε να πάρουν και δαύτοι λίγο από την ανθρώπινη κατανόηση, τον οίκτο το χριστιανικό.
Η άλλη δε σκέφτηκε πως θα μπορούσαν να τον πάρουν μέσα και να τον αρχίσουν στις κλωτσιές. Άρα η κα. Μάνδρου θέλει να μας προωθήσει και να μας βάλει στο μυαλό πως κοιτάξτε να δείτε σίγουρα κάτι θα πάθαινε και έπρεπε να πάθει, έτσι ώστε να σκεφτούμε εμείς ότι κάτι κακό θα έκανε μωρέ και γι’ αυτό κι αυτοί αντέδρασαν έτσι και πως εν τέλει διαφωνούμε στο μέτρο βίας που ξεπεράστηκε και ας καταδικάσουμε μόνον αυτό χωρίς να πούμε άλλα. Φτηνό, φτηνή και χαμερπές για το επάγγελμά της.
Τρίτο. Ανεξήγητη δεν είναι η διολίσθηση μιας δήθεν συλλογικής ψυχής στη βία. Είναι μια αποτυχία και πολύ ξένο προς το υλικό της ανθρώπινης κατασκευής (και κατασκευάσματος) το πόσο βαθιά έχει απορροφήσει και αφομοιώσει ορισμένες κοινωνικές κατασκευές, κάποιους τύπους να το πούμε έτσι ή αλλιώς τυπικές διαδικασίες, για τις οποίες τολμά να απολέσει το ανθρώπινο ένστικτό ή έστω την πηγαία συμπόνια σε αυτόν που είναι πεσμένος στη θάλασσα. Να κατευνάσει δηλαδή πρώτον αυτός ο υπάλληλος την επιθυμία του να ανεβάσει στο καράβι έναν που προσπαθεί, θέλει και πρέπει να ανέβει και σε δεύτερη φάση τη ροπή του χεριού του να απλωθεί σε αυτόν που είναι πεσμένος στη θάλασσα ακόμα και από δικά του χέρια, γιατί ρε γαμώτο πιστεύω στον άνθρωπο και το ”άλλο” χέρι του κι εκείνη την ώρα να σκεφτεί τελικά πως έπραξε το σωστό όσον αφορά τη δουλειά του (να η κοινωνική κατασκευή).
Μετά δε, να βγουν άλλοι και ενώ έχει γίνει αυτό το έγκλημα, να μην το σχολιάζουν, να μην τους φρικιάζει, αλλά το μυαλό τους να πηγαίνει και να αξιολογεί ως σημαντικότερα τα πρωτόκολλα επιβίβασης, το κοινωνικό πρέπει της τυπικότητας στα ραντεβού και άρα και στα πλοία, να είμαστε Εγγλέζοι. Λες και εξιλεώνεται κανείς με την τήρηση μιας διαδικασίας, ακόμα και του ίδιου του νόμου, του Δικαίου.
Μας έρχεται στο μυαλό πολλές φορές με φορεσιά συγκρουσιακή το δίλημμα τύπος και ουσία, δίκαιο και ηθική, όσο κοινότοπα κι αν ακούγεται, που λόγω συγκρούσεως δημιουργούνται οπαδοί στις δύο όχθες, ενώ θα πρέπει το κάθε πρωτόκολλο επιβίβασης, ο κάθε νόμος ή άγραφος κανόνας να περικλείει μέσα του το ανθρώπινο, την αξιοπρέπεια ως απαράβατο όρο.
Όχι σαν άλλοθι και διακύβευμα στο μυαλό του ισχυρού που κάνει πολύ καλά τη δουλειά, με τέτοια μανία ώστε ως εργαζόμενος να φτάνει στο σημείο να δολοφονεί πιστεύοντας και επιδιώκοντας να κάνει καλά τη δουλειά του, λογίζοντας ένα καράβι άλλου σαν δικό του σπίτι και τον αναξιοπαθούντα ως εχθρό και κλέφτη απειλή ενάντια στο νοικοκυρεμένο σπιτικό του, που μόνο βρώμικα νερά αφήνει.
Αυτά τα βρώμικα νερά να θυμάσαι Αντώνη, μέσα στα οποία σφαγιάστηκες.