Για τον Πρόδρομο Μάρκογλου
Ο Γιώργος Καλιεντζίδης αποχαιρετά τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό συγγραφέα
Λέξεις: Γιώργος Καλιεντζίδης
Πρέπει να βρω τις λέξεις που μπορούν να αποδώσουν, έστω λίγο, έστω σαν υποψία, το πέρασμά σου, τη μετατροπή του σκοτεινού σε φωτεινό, του δυσοίωνου σε ελπιδοφόρο, του απαισιόδοξου σ’ ένα χαμόγελο.
Δυσκολεύομαι με τις λέξεις, γιατί ποτέ δεν σου άρεσαν οι υπερβολές, τα μεγάλα λόγια, η παραμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων σε δημόσιες σχέσεις, και κάθε φορά που δίπλωνες το μανίκι από το πουκάμισό σου, κάτω απ’ το κομμένο σου χέρι, έδιωχνες μακριά, πολύ μακριά, τη ματαιοδοξία του κόσμου.
Η Καβάλα, ο Καππαδόκης πατέρας κι η Πόντια μάνα, η χειροβομβίδα το 1944, η Βουλγαρική κατοχή, τα μαθήματα ελληνικών, οι σπουδές, τα καπνομάγαζα, η Αθήνα, η πρώτη ποιητική συλλογή με το ψευδώνυμο, η Θεσσαλονίκη, ο αγώνας του μεροκάματου, οι ποιητικές, οι πεζογραφικές και οι ζωγραφικές σου αναζητήσεις, τα λογοτεχνικά βραβεία, οι παρέες, η φιλία σου με τον Ανέστη Ευαγγέλου και οι άλλες φιλίες που σιγόσβηναν μια μια και στο τέλος σαν να κουράστηκες κι έμεινε μετέωρη εκείνη η ηχογράφηση που λέγαμε.
Σε γνώρισα το μακρινό πια 1979, μαζί η Ελένη, ο επτάχρονος Χάρης και ο μικρός Θοδωρής, εκεί στο σπίτι στην Κηφισιά. Πρώτη φορά σε έβλεπα από κοντά με το κομμένο χέρι και σε ρώτησα αν θες βοήθεια, γιατί ο Θοδωρής έκλαιγε κι έπρεπε να τον φροντίσεις, κι εσύ χαμογέλασες και μ’ ευχαρίστησες και «τα καταφέρνω» μου είπες. Ήταν πρωί και η Ελένη έφυγε για τη δουλειά κι εσύ θα έφευγες το μεσημέρι με το που γύριζε. Ήπιαμε τον καφέ που έφτιαξες με εκείνο το κομμένο χέρι που έκανε θαύματα.
Με δέχτηκες, με δεχτήκατε στο σπίτι σαν να ήμουν φίλος από χρόνια και τα χρόνια έφυγαν και η φιλία ρίζωσε και κάθε φορά που ξεκινούσα μια λογοτεχνική εκπομπή σε ραδιοφωνικό σταθμό η πρώτη εκπομπή ήταν μαζί σου, έτσι και στον 958fm της ΕΡΤ3, το 1995, και το πρώτο ποίημα που διάβασες ήταν «ο ποιητής»:
«Τον πήρανε τα νερά / τον κουβαλάνε / οι σάρκες μούσκεψαν / έτοιμες να διαλύσουν / η φωνή του μόλις σηκώνει μικρές δίνες. Μόνος / κι ένα πουλί λευκό / γαντζωμένο επίμονα στο στήθος / έξω απ’ το νερό και την αίγλη του βυθού / περιμένει / στο χείλος του καταρράκτη / ψηλά να τον σηκώσει / απ’ τις μασχάλες / στον ουρανό».
Από εκεί ψηλά, πες μας, τι βλέπεις; Ή καλύτερα, θα μου τα πεις από κοντά, σαν ανταμώσουμε και τον καφέ αυτήν τη φορά θα τον φτιάξω εγώ και θα πούμε λόγια της καρδιάς, όπως εκείνα που είπαμε στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς, δίπλα στο σπίτι σου. Αυτήν τη φορά θα έχω όσο χρόνο θες. Πού ξέρεις, μπορεί να ηχογραφήσουμε κι εκείνα τα ποιήματα που δεν προλάβαμε.
O Γιώργος Καλιεντζίδης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός