Για τους παππούδες μας και τους πατεράδες μας…
Η Θεσσαλονίκη ένιωσε για λίγο πρωτεύουσα εξαιτίας ενός αθλητικού γεγονότος
Λέξεις: Γιάννης Κωστάκογλου
Η Θεσσαλονίκη είναι μία ξεχωριστή πόλη. Για τα καλά της και τα στραβά της, το ρομαντισμό της, το Θερμαϊκό, τα κάστρα, τις παθογένειές της και κυρίως για τους ανθρώπους της. Το βράδυ της Κυριακής 19 Μαϊου, συνέβη ένα (αθλητικό) γεγονός, το οποίο δεν είχε συμβεί ποτέ σε αυτή την πόλη. Η έκβαση του σημαντικότερου, ελληνικού, αθλητικού γεγονότος, καθορίστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία, στο δρόμο της Παπαναστασίου και στο «Κλεάνθης Βικελίδης», ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους συλλόγους της πόλης, τον ΠΑΟΚ και τον Άρη. Προσέξτε.
Αναφερόμαστε στο Ελληνικό Ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα. Αυτό το πρωτάθλημα, για το οποίο σκοτώνονται παιδιά, εκδίδονται αθλητικοί νόμοι, πανηγυρίζουν 50.000 άνθρωποι μέχρι το πρωί μίας εργάσιμης Δευτέρας. Είναι ίσως δύσκολο για κάποιον αποστασιοποιημένο από τα αθλητικά τεκταινόμενα, να συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα ενός αγώνα σαν το χθεσινό Άρης-ΠΑΟΚ.
Θέλοντας και μη ωστόσο, εκφράζω βεβαιότητα στο ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι έμαθαν την τελική έκβαση της αναμέτρησης και όλοι έριξαν μία κλεφτή ματιά στους πανηγυρισμούς και τις χαρές. Είτε αυτές ήταν στο τηλεοπτικό ειδησεογραφικό δελτίο, είτε ήταν έξω από το σπίτι τους, με μία κόρνα και μία φωνή. Μπορεί να ήταν και εκείνος ο φίλος τους, που τους τηλεφώνησε αργά το βράδυ, μουρμουρίζοντας και φωνάζοντας, σε κατάσταση μέθης, έκστασης…χαράς!
Η Θεσσαλονίκη ανήμερα της επετείου για τη Γενοκτονία των Ποντίων (19 Μαΐου), είδε δύο συναισθηματικούς κόσμους, δύο ομάδες και δύο ιστορίες, να έρχονται αντιμέτωπες με μία κατάσταση ύστατων κινήτρων και αναγκών.
Ο Πρωταθλητής ΠΑΟΚ έπαιξε στην τελευταία έδρα ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας που θα ήθελε, απέναντι στον «αιώνιο εχθρό» του, μπροστά στην πύλη της σημαντικότερης στιγμής στην ιστορία του. Από την άλλη, ο Άρης βρέθηκε ξαφνικά σε μία θέση που δεν ζήτησε ποτέ, σε έναν εφιάλτη, έναν πονοκέφαλο, με ψήγματα ελπίδας για μετατροπή σε εκστασιαστική διάθεση. Να είναι αυτός που θα στερήσει το πρωτάθλημα από τη μισητή συμπολίτισσα ομάδα.
Προσπάθησε. Απέτυχε. Ανεξάρτητα όμως από την έκβαση του παιχνιδιού, του πρωταθλήματος και του καθαρά αγωνιστικού μέρους μιας άκρως προβληματικής αθλητικής διοργάνωσης, η Θεσσαλονίκη ένιωσε για λίγο πρωτεύουσα. Δεν είναι η πρώτη φορά φέτος, είναι όμως ίσως η πιο αισθητή στο μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας. Άρης και ΠΑΟΚ καθόρισαν τη ροή της ιστορίας με τα κατορθώματά τους στο μπάσκετ, τις δεκαετίες του 80’ και του 90’. Θέσπισαν του κανόνες της αντιπαλότητας, του ανταγωνισμού και των σπουδαίων στιγμών. Έκαναν μία ολόκληρη πόλη να ζητωκραυγάζει, να ζει και να αναπνέει για τον Γκάλη, τον Πρέλεβιτς, το Γιαννάκη, το Μπάρλοου.
Την Κυριακή, η πόλη μετά από πολλά χρόνια ένιωσε ξανά έτσι. Τα φώτα πάνω της, το συναίσθημα στο κόκκινο, τα μάτια γουρλωμένα και ο παλμός σε κατάσταση ταχυκαρδίας. Σίγουρα αν υποστηρίζεις την ομάδα που έχασε, δεν ξύπνησες ευδιάθετος και αναμφίβολα αυτό είναι πέρα για πέρα λογικό. Αν αποβάλλεις όμως το οπαδικό, τον αθλητικό συναισθηματισμό, θα αντιληφθείς ότι η πόλη σου, η ομάδα σου, η γειτονιά σου έζησε μοναδικές στιγμές. Μεγαλύτερη αξία από μία επιτυχία ή μία αποτυχία, είναι η επίδρασή της και το στίγμα που αφήνει στους ανθρώπους που την έζησαν, την απόλαυσαν, την πάλεψαν και την πέτυχαν ή την έχασαν. Μετά από χρόνια, τα μάτια της Αθήνας κοιτούσαν μόνο βόρεια για μερικές ώρες.
Δεν έχει να κάνει με τοπικιστικό ανταγωνισμό και αποξένωση από την πρωτεύουσα. Απλά, το κέντρο της Ελλάδας βρίσκεται εκεί, το 95% των ελληνικών πρωταθλημάτων έχουν κατακτηθεί από συλλόγους της Αθήνας, τα γήπεδα, οι εγκαταστάσεις, οι διοργανώσεις, η πλειοψηφία των επιτυχιών είναι εκεί. Οι ολυμπιακοί αγώνες έγιναν εκεί! Πόσο σημαντικό είναι λοιπόν που για ένα βράδυ, ένα παιχνίδι, η Θεσσαλονίκη ήταν στο απόλυτο προσκήνιο. Όχι για τις εντυπώσεις, αλλά για την ουσία. Το 4ο πρωτάθλημα της ιστορίας του μεγαλύτερου συλλόγου της Βόρειας Ελλάδας κερδήθηκε.
Το 4ο! 7ο συνολικά για την πόλη. Ίσως οι πανηγυρισμοί και η χαρά να ξεπερνούν κάπως τα όρια, να μοιάζουν αφελείς και υπερβολικοί, ειδικά σε μάτια και αυτιά που έχουν αποτυπώσει σε βάθος τον Άλκη, τον αστυνομικό στο Ρέντη, τον Μιχάλη της ΑΕΚ,που δολοφονήθηκε από την επέλαση των Κροατών το καλοκαίρι. Κανείς δεν ξεχνάει τα εγκλήματα, τη διαφθορά, τα σκάνδαλα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τους ανθρώπους που χάθηκαν στο βωμό των χρωμάτων και των σημαιών, εντός και εκτός γηπέδων. Η απομάκρυνση και η απόρριψη όμως δεν θα βοηθήσει στο να αποτραπεί η κατάσταση, να ξενερώσουν οι χούλιγκανς και συνειδητοποιήσουν ξαφνικά οι ομάδες, την ευγενή άμιλλα και το ευ αγωνίζεσθαι.
Στιγμές σαν αυτή της Κυριακής, αποτελούν τρανό παράδειγμα του γιατί ο αθλητισμός, ακόμα και σε αυτή του τη μορφή, μπορεί να προσφέρει μοναδικές στιγμές, να απογειώσει και να προσγειώσει, να βγάλει μία ολόκληρη πόλη στους δρόμους.
Δεν είναι απλά ποδόσφαιρο. Είναι κακουχίες, αδικία, δικαίωση, απώλειες, ταξίδια, στεναχώριες, κλάματα, γενιές, συζητήσεις, ιστορίες. Είναι η ιστορία που θα σου έλεγε ο παππούς σου για το πρωτάθλημα του 76’ και το Γιώργο Κούδα. Είναι αυτή που σου έλεγε ο μπαμπάς σου για το θρίαμβο στη Νέα Φιλαδέλφεια το 2001. Αμέτρητες συζητήσεις για εκδρομές, συμπλοκές με την αστυνομία, πίκρες και στιγμές υπερηφάνειας. Δεν είναι απλά ποδόσφαιρο. Είναι κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, είναι ιδεολογικός προσανατολισμός, είναι ταξικό ζήτημα και συμπεριφορές ενιαίων κοινωνικών ομάδων.
Είναι ο λόγος που το πρωί της Δευτέρας, οι μισοί πήραν εργατικές άδειες και οι υπόλοιποι πήγαν στη δουλειά με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Γράψαμε ιστορία. Σαν πόλη, σαν ένα σύνολο με τόσες ιδιαιτερότητες και προβλήματα, τα οποία για κάποιες ώρες, ίσως και μέρες, θα μείνουν στην άκρη. Η σημασία τους φθίνει προσωρινά και το συναίσθημα αναλαμβάνει τα ηνία.
Μάλιστα, δεν αποκλείεται σε λιγότερο από μία εβδομάδα να ζήσουμε ξανά ανάλογες σκηνές με πανηγυρισμούς και εξορμήσεις στους δρόμους. Ο Άρης αγωνίζεται στον τελικό του κυπέλλου το Σάββατο, απέναντι στον Παναθηναϊκό και βρίσκεται μπροστά στη σημαντικότερη στιγμή των τελευταίων 54 ετών.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Για τους παππούδες και μας τους πατεράδες μας. Έζησαν, έκλαψαν, στερήθηκαν και δικαιώθηκαν. Μα πάνω από όλα, μας τα μετέδωσαν!