Γιατί δεν χάνω ταινία του Μίχαελ Χάνεκε
Έχω παρατηρήσει ότι όταν το κοινό αποχωρεί από την αίθουσα μετά από μια ταινία του Χάνεκε δεν έχει όρεξη για λόγια. Ούτε εγώ έχω. Και δεν είναι γιατί δεν έχω να πω τίποτα, είναι γιατί δεν θέλω. Δεν θέλω να εμβαθύνω στα κρυμμένα του νοήματα, δεν θέλω να εξηγήσω τις φόρμες και την ουσία, θέλω […]
Έχω παρατηρήσει ότι όταν το κοινό αποχωρεί από την αίθουσα μετά από μια ταινία του Χάνεκε δεν έχει όρεξη για λόγια. Ούτε εγώ έχω. Και δεν είναι γιατί δεν έχω να πω τίποτα, είναι γιατί δεν θέλω. Δεν θέλω να εμβαθύνω στα κρυμμένα του νοήματα, δεν θέλω να εξηγήσω τις φόρμες και την ουσία, θέλω απλώς να κρυφτώ σε μια γωνιά και να μυρηκάσω τον τρόμο μου, να συνέλθω από τη σκληρότητα με την οποία ο Χάνεκε αναγνωρίζει τη βία σαν φυσική συμπεριφορά. Μια βία σπαρακτική πέρα από καθε λογική που τελικά γίνεται προσωπική σου υπόθεση μέσα από τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Χάνεκε.
Μπορώ να παρακολουθήσω με μεγαλύτερη άνεση την καρτουνίστικη απεικόνιση της βίας από σκηνοθέτες σαν τον Ταραντίνο, που αρέσκονται σε μια φαντασμαγορική παρέλαση υπερβολικά αιματηρών σκηνών, που στην τελική καταλήγει σε θέαμα για ανώδυνη κατανάλωση. Με το Χάνεκε δεν παίρνεις τέτοια δωράκια αποστασιοποίησης από το θέαμα που παρακολουθείς. Χωρίς έλεος σου δίνει μια και σε βάζει μέσα στην ιστορία, μέσα σε ένα κόσμο παγερό με κατοίκους προβληματικούς, αποξενωμένους και απειλητικούς, μέσα στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής… Σε βάζει μέσα στην ιστορία του δια της βίας και παρά τη θέλησή σου για να ανακαλύψεις τα υλικά με τα οποία μαγειρεύεται η ανθρώπινη συμπεριφορά και μετά… σου επιτίθεται. Χωρίς διδακτισμούς και επιτήδευση. Από τα πρώτα πέντε λεπτά μια αίσθηση ανασφάλειας σε τσιτώνει στο κάθισμα και μια αόριστη απειλή και ανησυχία σε τοποθετεί στην πιο άβολη θέση. Αίσθηση που την κουβαλάς μαζί σου και έξω από την αίθουσα.
Ο Χάνεκε δεν ενδιαφέρεται να απεικονίσει ρεαλιστικά τη βίαιη πράξη. Συνήθως μας δείχνει απλώς το πριν και το μετά. Προσπαθεί «να κατανοήσει τις συνθήκες που τη γεννούν και την ψυχολογία του ατόμου που την ασκεί». Κι αυτό αποτελεί μια επώδυνη διαδικασία για το σκηνοθέτη, τον ηθοποιό του και τελικά το θεατή. Εμένα δηλαδή… Που βγήκα από την αίθουσα μετά τα «Παράξενα παιχνίδια» (πρώτη μου επαφή με το σκηνοθέτη) κόμπος. Που δε λύθηκε ποτέ και ούτε πρόκειται. Που έφτασα να ταυτιστώ και να κατανοήσω χαρακτήρες extreme σαν τη «Δασκάλα του Πιάνου». Και αν δεν λέγεται αυτό σκηνοθετική μαεστρία δεν μπορώ να φανταστώ πώς αλλιώς να το ονομάσω.
Ο Χάνεκε φτιάχνει ζοφερά φιλμ για ανθρώπους που παρεκκλίνουν, που χάνουν ανεπιστρεπτί το δρόμο προς την ευτυχία και την ασφάλεια, που διαρυγνύουν στο διάβα τους κάθε οικογενειακή, συντροφική ή κοινωνική συνοχή. Αναγνωρίζει τους πιο μύχιους φόβους μας, στη λεπτή γραμμή μεταξύ νηφαλιότητας και διαταραχής και αναζητά τα αίτια του Κακού στην ανθρώπινη φύση.
Χτες στη απονομή των βραβείων των Καννών, η κριτική επιτροπή με επικεφαλής τον Νάνι Μορέτι του χάρισε για δεύτερη φορά τη Χρυσό Φοίνικα (η πρώτη ήταν για την αριστουργηματική «Λευκή Κορδέλα», το 2009) για την ταινία «Αγάπη». Μια ταινία για την Τρίτη ηλικία, την αρρώστια, το φόβο του θανάτου και την οδύνη να βλέπεις αυτούς που αγαπάς να υποφέρουν… Εσείς που ακούσατε τον τίτλο και αναθαρρήσατε, πάρτε το απόφαση. Ο Μίχαελ Χάνεκε δεν έχει σκοπό να ρίξει ούτε μια ματιά στη φωτεινή πλευρά της ζωής. Τελικά όμως τον αγαπάμε γιατί αγωνίζεται -και μαζί μ΄αυτόν κι εμείς- να ρίξει μια χαραμάδα φως στη σκοτεινή πλευρά της. Αυτήν που δεν εξαφανίζεται με την άρνησή μας να τη δούμε και να την αναγνωρίσουμε.
*Εν συντομία… Ο Μίκαελ Χάνεκε γεννήθηκε το 1942 στη Βαυαρία της Γερμανίας, μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες, με μητέρα ηθοποιό και πατέρα σκηνοθέτη. Μεγάλωσε, σπούδασε και τώρα ζει, διδάσκει και σκηνοθετεί στην Αυστρία. Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και σκηνοθεσία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ξεκίνησε την καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 γράφοντας θεατρικά, ενώ λίγα χρόνια αργότερα άρχισε και τη σκηνοθετική του καριέρα, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Ο Χάνεκε ξεκίνησε να μελετάει το θέμα της βίας και της αποτύπωσής της από τα media από τη δεκαετία του ΄90, με την τριλογία του, “The Seventh Continent” (1989), “Benny’s Video” (1992″) και “71 Fragments of a Chronology of Chance” (1994). Το “Funny Games” (η γερμανική εκδοχή του 1997 αλλά και το αμερικάνικο remake το 2007) είναι όμως η ταινία που τον έκανε ευρύτερα γνωστό με το σοκαριστικό θέμα της βίας των ανηλίκων. Με τη “Δασκάλα του Πιάνου” εξερεύνησε παρεκκλίνουσες ερωτικές επιθυμίες, σε ένα νοσηρό κόσμο τρέλας και αυτοκαταστροφικότητας και συγκέντρωσε διθυραμβικές κριτικές και πολλά βραβεία, ενώ η ταινία “Ο Κρυμμένος”, απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στις Κάνες και στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Το ασπρόμαυρο αριστούργημά του, «Λευκή Κορδέλα», μια πραγματεία για τη γέννηση του φασισμού, τοποθετημένη σε μια αγροτική περιοχή της Βαυαρίας στα 1913, κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα του 2009.
«Με προβληματίζει κυρίως η ανθρώπινη βία. Με απασχολεί βαθιά το ζήτημα. Προσπαθώ να κατανοήσω τους μηχανισμούς, τις συνθήκες που τη γεννούν, την ψυχολογία του ατόμου που την ασκεί… Σε όλες σχεδόν τις ταινίες μου υπάρχει αναφορά στη βία και προσπαθώ να την απεικονίσω όσο πιο ρεαλιστικά και ουσιαστικά γίνεται».