Γιατί δεν «τρελαινόμαστε» πια για συναυλίες;

Βράδυ Δευτέρας στην καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη. Η Βαβυλωνία του Μύλου είναι σχετικά γεμάτη από κόσμο που περιμένει να ακούσει το Νίκο Πορτοκάλογλου και μαζί του δύο νέα παιδιά, τη Νατάσα Μποφίλιου και τον Πάνο Μουζουράκη. Άλλες εποχές τέτοια συναυλία θα γινόταν στο θέατρο Δάσους αλλά με δεδομένη την κρίση, πάλι καλά να λένε οι διοργανωτές που […]

Άκης Σακισλόγλου
γιατί-δεν-τρελαινόμαστε-πια-για-συν-8879
Άκης Σακισλόγλου
1.jpg

Βράδυ Δευτέρας στην καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη. Η Βαβυλωνία του Μύλου είναι σχετικά γεμάτη από κόσμο που περιμένει να ακούσει το Νίκο Πορτοκάλογλου και μαζί του δύο νέα παιδιά, τη Νατάσα Μποφίλιου και τον Πάνο Μουζουράκη. Άλλες εποχές τέτοια συναυλία θα γινόταν στο θέατρο Δάσους αλλά με δεδομένη την κρίση, πάλι καλά να λένε οι διοργανωτές που ο χώρος του Μύλου δείχνει πλήρης.Οι μουσικές ξεκινούν αλλά το κοινό μοιάζει μουδιασμένο. Δεν αντιδρά, δε συμμετέχει. Το βλέμμα όλων κάπου ταξιδεύει και ο χώρος δείχνει άδειος…

Στεναχωριέμαι που το βλέπω αυτό το κλίμα σε όλες, πλην ελαχίστων συγκυριακών εξαιρέσεων, τις συναυλίες αλλά δεν μπορώ να κάνω και κάτι. Ο κόσμος γύρισε την πλάτη στα live, δεν έχει άλλον «μύθο» να δώσει στους καλλιτέχνες (ή μήπως το αντίστροφο;), δεν έχει άλλα χρήματα, ούτε και κουράγιο. «Αδειάσαμε» από ενθουσιασμό για ένα είδος ψυχαγωγίας που μας «μεγάλωσε» από την μεταπολίτευση κι έπειτα.

Θυμάστε άραγε τί συνέβαινε στη Βόρεια Ελλάδα πριν 10 χρόνια; Τα φεστιβάλ της τοπικής αυτοδιοίκησης έστηναν περισσότερες από 15 συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις έκαστο, ξοδεύοντας δεκάδες χιλιάδες ευρώ στην κάθε μία. Ο Μάλαμας, ο Ιωαννίδης, η Αρβανιτάκη και οι άλλοι ερμηνευτές γύριζαν την Ελλάδα με 30 και πλέον εμφανίσεις, από τα αστικά κέντρα και τους τουριστικούς προορισμούς μέχρι το τελευταίο χωριουδάκι όπου πέντε τρελοί αποφάσιζαν να στήσουν μία βραδιά… για την πλάκα τους. Σήμερα οι περισσότεροι καλλιτέχνες νοικιάζουν μόνοι τους τους χώρους στις μεγάλες πόλεις, προσθέτουν στο πρόγραμμα και πέντε ακόμα «αγορασμένες» συναυλίες και λένε ότι κάνουν περιοδεία. Περασμένα μεγαλεία…

Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση έβαλε το χεράκι της για τα καλά στην πτώση της βιομηχανίας (ή έστω βιοτεχνίας) του θεάματος. Ενα ζευγάρι πρέπει να δώσει περίπου 30 ευρώ μόνο για τα εισιτήρια μιας συναυλίας. Βάλε τις βενζίνες, μερικές μπύρες και ένα σάντουιτς στο φινάλε, το πλησιάσαμε το πενηντάρικο. Οι παντρεμένοι με παιδιά θα το κάνουν μία φορά και θα τους πονέσει. Θα σκεφτούν ότι ίσως τα στερούν αυτά τα χρήματα από τα παιδιά τους. Οι νέοι έχουν δεκάδες άλλα ενδιαφέροντα τα οποία κοστίζουν απείρως λιγότερο κι έχουν και το youtube, το σκληρό τους δίσκο και μερικά στέκια όπου ο Dj θα τους παίξει όλα αυτά τα τραγούδια που θέλουν να ακούσουν.

Έκανε ζημιά λοιπόν στις συναυλίες η κρίση. Κόβουμε όλοι από παντού και ο Πορτοκάλογλου, ο Περίδης, ο Ζερβουδάκης είναι μια μικρή πολυτέλεια που και να την περιορίσουμε δε θα πάθουμε και τίποτα. Δεν είναι όμως μόνον η κρίση υπαίτια της «συναυλιακής παρακμής» που βιώνουμε. Σκέφτομαι πόσο πολύ έχει αλλάξει η ζωή μας τα τελευταία χρόνια και τρομάζω. Σκέφτομαι πόσο αμήχανα νιώθουμε όταν πηγαίνουμε σ’ έναν δημόσιο χώρο, πόσο συχνά κοιτάμε το κινητό μας ή σερφάρουμε στο ίντερνετ.

Έχουμε εθιστεί στη συνεχόμενη ροή πληροφοριών και δεν μπορούμε να πατήσουμε ένα pause και να απολαύσουμε μια μικρή στιγμή. Δεν μπορούμε καν να συζητήσουμε με τρεις ανθρώπους μέχρι να ξεκινήσει η συναυλία. Είμαστε πλέον «δέκτες» με αυξημένες απαιτήσεις από τον πομπό. Δεν μας φτάνει το να ανέβει ο καλλιτέχνης στη σκηνή και να μας τραγουδήσει. Έχουμε μάθει να «μπαίνουμε» μέσα στο θέαμα, να ανεβαίνουμε στη σκηνή. Το να καθίσουμε από κάτω και να ανάψουμε έναν αναπτήρα στα ερωτικά τραγούδια φαντάζει μια ρετρό σκηνή βγαλμένη από τον προηγούμενο αιώνα.

Δε λέω ότι είναι κατ’ ανάγκη κακό αυτό που περιγράφω. Είναι απλά μια πραγματικότητα και δικαιολογεί σε έναν βαθμό το γιατί δεν «τρελαινόμαστε» πια και δεν τρέχουμε από νωρίς στα θέατρα της πόλης. Το «νωρίς» πέθανε. Γίναμε χειρότεροι κι από τους Αθηναίους. Δεν τελειώνουμε ποτέ τις δουλειές πριν τις 9 το βράδυ, κι όλες τις θεωρούμε άμεσες και επείγουσες. Καμία δεν παίρνει αναβολή. Πέφτουμε με τα μούτρα να τις τελειώσουμε και στο τέλος… τελειώνουμε εμείς. Τελειώνει η διάθεση, το μυαλό, η όρεξη.

Σε λίγο καιρό θα έρθει και πάλι το φθινόπωρο. Δυστυχώς τα ίδια και χειρότερα θα σας λέω και για τις μουσικές σκηνές. Είναι δεδομένο ότι του χρόνου θα δούμε και θα ακούσουμε ακόμη λιγότερα πράγματα. Κι αν λυπάμαι μία φορά για το ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες θα στερηθούν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο για να βιοποριστούν, στεναχωριέμαι δύο φορές που όλοι εμείς θα στερηθούμε ένα είδος ψυχαγωγίας που σημάδεψε τα καλύτερα και αγνότερά μας χρόνια. Αυτό το δεδομένο έχει απίστευτα αρνητικό αντίκτυπο μέσα στην κοινωνία αλλά, δυστυχώς, ποτέ δεν θα καταφέρουμε να το μετρήσουμε. Ποτέ δε θα μάθουμε πόσο πιο άσχημοι άνθρωποι γίναμε που μείναμε στο σπίτι αντί να πιούμε ένα ποτό, ποτέ δεν θα καταλάβουμε πόσο πιο στρεσαρισμένοι ξεκινήσαμε για τη δουλειά μιας και δε βρέθηκε ένα καλό τραγούδι να μας «μαλακώσει» και ίσως (τραβηγμένο αλλά το νιώθω) ποτέ δε θα μάθουμε πόσους ωραίους ανθρώπους δεν γνωρίσαμε, κάπου εκεί έξω, τις δεκάδες φορές που προτιμήσαμε να μείνουμε στο σπίτι και να μας πάρει ο ύπνος βλέποντας την «Ανατροπή» του Γιάννη Πρετεντέρη και το CSI σε επανάληψη.

Στο ραδιόφωνο κάνουμε μαζί με τον φίλο μου, το Χρήστο Παυλίδη, μια αθλητική εκπομπή με πολιτιστικό περιεχόμενο. Φιλοξενούμε δηλαδή καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων που μας μιλούν για ποδόσφαιρο και παράλληλα κληρώνουμε διάφορες προσκλήσεις για συναυλίες και παραστάσεις. Στους ακροατές μας συνηθίζουμε να λέμε ότι το να βγει κανείς έξω βράδυ είναι πλέον πράξη επαναστατική. Χαριτολογώντας προβλέπουμε ότι σε λίγο θα απαγορευτεί διά νόμου!

Ας μην το επιτρέψουμε να συμβεί αυτό. Ας μην τους κάνουμε την χάρη να γίνουμε μίζεροι και εσωστρεφείς. Θα είναι ήττα μεγαλύτερη κι από τη φτώχεια που βιώνουμε αυτό. Θα είναι μια νέα χρεωκοπία, χειρότερη κι απ’ αυτήν που επιμένουν οι Ευρωπαίοι ότι μας αξίζει να ζήσουμε. Εγώ προσωπικά δε θα επιτρέψω να το πάθω. Κι όταν μου τελειώσουν τα λεφτά θα παίρνω τα μεγάλα μου παιδιά και θα τρώω σπόρια στο πάρκο. Πρετεντέρη, όμως, δε βλέπω…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα