Γιατί είναι οι Έλληνες τόσο δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους
Πως είναι δυνατόν τη στιγμή που γινόμαστε πλουσιότεροι να απογοητευόμαστε όλο και περισσότερο από τη ζωή μας; Ο Θανάσης Καλογερέσης καταγράφει και αναλύει
Λέξεις: Θανάσης Καλογερέσης
Ένα από τα “μυστήρια” της τελευταίας περιόδου είναι η αντίφαση ανάμεσα στο γεγονός πως ενώ η χώρα δείχνει να μεγεθύνει – έστω και ανεμικά – την οικονομία της, η δυσαρέσκεια των Ελλήνων, σύμφωνα με μια σειρά από μετρήσεις, αυξάνεται. Πως είναι δυνατόν τη στιγμή που γινόμαστε πλουσιότεροι να απογοητευόμαστε όλο και περισσότερο από τη ζωή μας;
Στην πληθώρα των πηγών που παραπέμπουν σε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια στη χώρα προστέθηκε τις προηγούμενες μέρες και μια νέα μελέτη του ΟΟΣΑ. Στις σελίδες της ο προσεκτικός αναγνώστης θα βρει άφθονο υλικό που περιγράφει τόσο το επίπεδο της απογοήτευσης στη χώρα, όσο και κάποιες από τις γενεσιουργές της αιτίες.
Ίσως το πιο εκπληκτικό διάγραμμα είναι αυτό που ακολουθεί:
Πηγή: OECD (2024), p. 45
Αυτό που δείχνει είναι οι απαντήσεις κατοίκων των χωρών του ΟΟΣΑ στο ερώτημα αν και κατά πόσο δυσκολεύονται να «τα βγάλουν πέρα» (difficulty or great difficulty in making ends meet). Τα στοιχεία του γραφήματος περιγράφουν την αντίληψη των ίδιων των ανθρώπων που ερωτήθηκαν σχετικά με την κατάστασή τους και όχι εισοδηματικά δεδομένα ή άλλα μετρήσιμα μεγέθη της ανάπτυξης.
Όπως είναι εμφανές, η χώρα μας κατέλαβε την πρώτη (δηλαδή τη χειρότερη) θέση με σημαντική διαφορά από το δεύτερο Μεξικό. Περίπου επτά στους 10 Έλληνες δήλωσαν πως δυσκολεύονται αρκετά ή πολύ να τα βγάλουν πέρα· ποσοστό περίπου τριπλάσιο από τον μέσο όρο.
Η έκθεση περιλαμβάνει πολλά άλλα ενδιαφέροντα δεδομένα. Σε κανένα άλλο η χώρα μας δεν καταλαμβάνει την χειρότερη θέση και στα περισσότερα καταγράφεται κάποια βελτίωση. Ταυτόχρονα, όμως, σε ελάχιστα τα πηγαίνει πολύ καλά, με κραυγαλέα εξαίρεση το – ευτυχώς – συστηματικά χαμηλό ποσοστό θανάτων “απόγνωσης” (αυτοκτονίες και θάνατοι από χρήση ναρκωτικών). Μέσα στα πολλά – λιγότερο ή περισσότερο – προβληματικά για τη χώρα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα στοιχείο το οποίο έχει αρχίσει να συζητιέται έντονα τα τελευταία χρόνια: η μοναξιά. Το τονίζω εδώ, γιατί στις περισσότερες αναλύσεις των κοινωνικών χαρακτηριστικών της χώρας, ως αντίδοτο στα συστηματικά χαμηλά επίπεδα κοινωνικού κεφαλαίου (δηλαδή την περιορισμένη εμπιστοσύνη που αισθανόμαστε στους θεσμούς και στους άλλους ανθρώπους) εμφανίζονταν τα σχετικά πυκνά (προσωπικά και οικογενειακά) δίκτυα υποστήριξης και ασφάλειας. Είναι, άραγε, συμβατή η φαντασίωση των πυκνών υποστηρικτικών δικτύων με μια χώρα που καταλαμβάνει την ένατη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, συναγωνιζόμενη στην αίσθηση της μοναξιάς χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία; Μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε να αναθεωρούμε το αφήγημα των κοινωνικών συνθηκών της χώρας;
Και το πώς μπορούμε να το κατανοήσουμε
Ας επιστρέψουμε, όμως στην αυξημένη δυσαρέσκεια και στην προσπάθεια κατανόησης της “αντίφασης” μεταξύ μεγέθυνσης και δυσαρέσκειας. Οι προσπάθειες ερμηνείας της το τελευταίο διάστημα είναι πολλές: Κάποιες ρέπουν στα όρια της γελοιότητας ενοχοποιώντας την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων οι οποίοι ως “κακομαθημένα παιδιά” διαμαρτύρονται με κάθε αφορμή. Περισσότερο σοβαρές προσπάθειες ερμηνείας συμπεριλαμβάνουν το γεγονός πως η βαθιά κρίση του 2009 μείωσε τόσο πολύ το ΑΕΠ της χώρας ώστε ακόμη και ρυθμοί μεγέθυνσης που θα ξεπερνούσαν τους αντίστοιχους των χωρών της ΕΕ να μην αρκούν ώστε να επαναφέρουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της στα προ κρίσης επίπεδα. Άλλος παράγοντας υποστηρίζεται πως είναι ο υψηλός πληθωρισμός που “εξαϋλώνει” τα όποια κέρδη μεγέθυνσης της οικονομίας. Την ακαδημαϊκή κοινότητα έχει, επίσης, απασχολήσει και η καταλληλότητα δεικτών, όπως το ΑΕΠ, να εκφράσουν την ευημερία.
Ασφαλώς το θέμα είναι πολυπαραγοντικό και όσο και αν ψάξει κάποιος δεν θα βρεθεί ένας μοναδικός παράγοντας που να εξηγεί ικανοποιητικά την αντίφαση. Κατά πάσα πιθανότητα, όλοι οι παραπάνω παίζουν κάποιον ρόλο. Ωστόσο, είναι προφανές πως μπορεί να υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που δεν αναφέρθηκαν στην σύντομη αυτή σταχυολόγηση.
Η Ελλάδα, ασφαλώς, – όσο και αν οι θιασώτες της εθνικής μας ανωριμότητας θα ήθελαν να μας πείσουν για το αντίθετο – δεν πρωτοτυπεί. Η δυσαρέσκεια γιγαντώνεται σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο φέρνοντας στην εξουσία (ή πολύ κοντά σε αυτήν) κόμματα που εκφράζουν ακραίες εθνικιστικές απόψεις και πολιτικούς που υπόσχονται ασφάλεια σε έναν ολοένα πιο αβέβαιο κόσμο. Σε αντίθεση με τις συζητήσεις που δεν πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, η σχετική βιβλιογραφία έχει αποδώσει την διογκούμενη δυσαρέσκεια στις αυξανόμενες ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών και στην “παγίδευση” ολόκληρων περιοχών και κοινωνικών ομάδων σε μια χρόνια απώλεια εισοδήματος και προοπτικής.
Γιατί, όμως, η συζήτηση αυτή δεν έχει γίνει στην Ελλάδα; Αν αφήσουμε στην άκρη (για την ώρα) την απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων ετών (ή δεκαετιών) να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα, η -τεχνική- απάντηση είναι απλή και έχει να κάνει με την έλλειψη κατάλληλων στοιχείων. Αυτό όμως έχει αρχίσει να αλλάζει το τελευταίο διάστημα. Μία από τις πηγές πληροφόρησης που έγινε πρόσφατα διαθέσιμη είναι το portal της World Inequality Database. Εκεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει ένα πλήθος στατιστικών, πολλές από τις οποίες δίνουν χρήσιμες πληροφορίες συχνά σε βάθος δεκαετιών. Μία από αυτές (εμπνευσμένη από τη δουλειά των Lakner και Milanovic) είναι αυτή που περιγράφει την μεταβολή του εισοδήματος κάθε εκατοστημορίου της συνολικής κατανομής κάθε χώρας μεταξύ 1982 και 2024.
Στο γράφημα που ακολουθεί εμφανίζεται η σχετική κατανομή για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Τι ακριβώς δείχνει το γράφημα; Αν υποθέσουμε πως μια χώρα έχει 100 κατοίκους, κάθε ένας θα αποτελεί ένα εκατοστημόριο και κάθε μία από τις κάθετες ράβδους θα δείχνει πόσο μεταβλήθηκε το εισόδημά του κατά την περίοδο 1980-2021. Αν η χώρα έχει 1.000 κατοίκους, τότε κάθε εκατοστημόριο θα περιλαμβάνει 10 από αυτούς, ενώ αν ο πληθυσμός της χώρας γίνει 10.000.000 (περίπου, δηλαδή, όσο ο πληθυσμός της Ελλάδας), το κάθε εκατοστημόριο θα περιλαμβάνει 100.000 Ελληνίδες και Έλληνες. Η ράβδος που βρίσκεται στο αριστερό άκρο αναπαριστά το φτωχότερο 1% της χώρας (Στα δεδομένα της WID απουσιάζουν τα στοιχεία για τα πρώτα δέκα εκατοστημόρια), ενώ όσο μετακινούμαστε προς τα δεξιά το εισόδημα αυξάνεται. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις τρεις τελευταίες ράβδους, στο δεξιό άκρο του γραφήματος: Η πρώτη από αυτές περιλαμβάνει το πλουσιότερο 0,1%, η δεύτερη το πλουσιότερο 0,01% και η τελευταία το πλουσιότερο 0,001% (σε αριθμούς, η τρίτη από το τέλος περιλαμβάνει περίπου 10.000 άτομα, ενώ οι δύο επόμενες, 1.000 και 100 άτομα αντίστοιχα). Τέλος, οι γαλάζιες μπάρες αναπαριστούν την Ελλάδα, ενώ οι πορτοκαλί την Ευρώπη.
Παρατηρώντας τα στοιχεία του γραφήματος ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να βγάλει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Καταρχάς, ο πληθυσμός της χώρας χωρίζεται σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τα αν η μεταβολή είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη του μηδενός. Στη διάρκεια, λοιπόν, των 40 αυτών ετών οι πολύ φτωχοί (εδώ η φτώχεια αναφέρεται αποκλειστικά στα εισοδήματα και όχι στον πλούτο) Έλληνες (η πρώτη ομάδα – χονδρικά το φτωχότερο 20% των κατοίκων της χώρας) είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται· μάλιστα, οι φτωχότεροι έχασαν περισσότερο από το 20% του εισοδήματός τους!
Κινούμενοι προς τα δεξιά, συναντάμε τη δεύτερη ομάδα, την μεγαλύτερη αριθμητικά, καθώς περιλαμβάνει περίπου το 47% των κατοίκων της χώρας, η οποία βελτιώνει την κατάστασή της. Πρόκειται για τα μεσαία-χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της χώρας. Η βελτίωση, ασφαλώς, κάθε άλλο παρά καθολική είναι για το σύνολο της δεύτερης ομάδας. Συγκεκριμένα, από την ομάδα αυτή μόνο το 21% είδε αυξήσεις μεγαλύτερες του 10%, ενώ το πλουσιότερο μέρος της, δηλαδή αυτοί που βρίσκονται περίπου στη μέση του γραφήματος είδε αμελητέες αυξήσεις (πολύ κοντά στο 1%).
Η κατάσταση αντιστρέφεται για την τρίτη ομάδα, δηλαδή τα μεσαία – υψηλά εισοδήματα (περίπου το 35% του πληθυσμού της χώρας) που βίωσαν από στασιμότητα έως σημαντικές απώλειες για πολλούς εκ των οποίων ήταν μεγαλύτερες του 20%.
Αν εδώ τελείωνε η ιστορία, τότε ίσως να μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια θεμιτή αναδιανομή: οι πλουσιότεροι χάνουν και οι φτωχότεροι κερδίζουν. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά τελειώνει εδώ. Η τελευταία ομάδα (δηλαδή το τελευταίο εκατοστημόριο), έστω και οριακά, δείχνει να αντιστρέφει την πολύ αρνητική εικόνα με μία μικρή αύξηση ίση με 2,15%. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως, καθώς βρισκόμαστε στο άκρο της κατανομής, οι ποσοστιαίες μεταβολές ταυτίζονται με πολύ μεγαλύτερες μεταβολές των απόλυτων μεγεθών.
Όμως το πιο ενδιαφέρον σημείο του γραφήματος βρίσκεται στο εσωτερικό αυτού του τελευταίου και πλουσιότερου εκατοστημορίου, στις τρεις τελευταίες ράβδους που επισημάναμε νωρίτερα· σε αυτούς που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τους “υπερπλούσιους” της ελληνικής κοινωνίας: Το πλουσιότερο 0,1% είδε τα εισοδήματά του να αυξάνονται κατά 45%, ενώ μια μικρή ελίτ λίγων ατόμων (το 0,01%) έγινε πλουσιότερη κατά 116%. Τέλος, το ακραίο 0,001% είδε αύξηση ίση με 229%!
Η παραπάνω εικόνα ίσως να δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από αυτά στα οποία απαντά. Για παράδειγμα, δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με τη γεωγραφία των αποκλίσεων, ούτε το πότε δημιουργήθηκαν. Μπορούμε, φυσικά, να κάνουμε κάποιες αρκετά ασφαλείς εικασίες, ιδίως για το πρώτο. Η τεράστια απόσταση – σε όρους μεγέθυνσης – της Αττικής (και δευτερευόντως του Ν. Αιγαίου) – από το σύνολο σχεδόν της υπόλοιπης χώρας δίνει μια σαφή γεωγραφική διάσταση στην καταστροφή που συντελείται στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Όσο για την διαχρονική εξέλιξη των ανισοτήτων, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα οι ανισότητες στη χώρα μειώθηκαν τη δεκαετία του 1980, για να αυξηθούν στη συνέχεια, φτάνοντας στο μέγιστο επίπεδό τους το 2000. Έκτοτε έχουν μειωθεί αρκετά, αν και αυτό δεν αφορά το πλουσιότερο 1%, του οποίου η συμμετοχή έφτασε το 2023 σε επίπεδα ρεκόρ (14,3% των συνολικών εισοδημάτων).
Στην καλύτερη περίπτωση, παρατηρούμε μια καθήλωση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και μια ακραία αναδιανομή με κερδισμένο ένα πολύ μικρό κομμάτι της. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι τα περισσότερα μέλη της μεσαίας τάξης (αυτής που σχεδόν όλοι οι Έλληνες πολιτικοί των τελευταίων δεκαετιών χαρακτήριζαν “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής κοινωνίας) έχουν συχνά την αίσθηση πως πράγματα που 3-4 δεκαετίες πριν θεωρούνταν αυτονόητα, σήμερα για πολλούς θεωρούνται άπιαστο όνειρο.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι πως το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας βίωσε μια σημαντική – σχετική – επιδείνωση αναφορικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Εκεί το πλουσιότερο 10% δείχνει να αποκομίζει μεγαλύτερα οφέλη, αν και όλα τα εκατοστημόρια βελτίωσαν τη θέση τους. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο πως ενώ το πλουσιότερο 1% κέρδισε πολύ περισσότερο από το αντίστοιχο ελληνικό, φαίνεται να απουσιάζει η ακραία εικόνα αναδιανομής στα πλουσιότερα τμήματά αυτού του κομματιού της Ευρωπαϊκής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν υποστηριχθεί πως αυτή η τεράστια μεγέθυνση των εισοδημάτων των υπερπλούσιων Ελλήνων είναι πολύ μικρότερη, ακόμη και αν εξέλειπε πλήρως η πληροφορία για το τι συμβαίνει στα άκρα της κατανομής, το γράφημα και πάλι θα εξακολουθούσε να είναι αποκαρδιωτικό, καθώς η ελληνική κοινωνία δείχνει να έχασε σχετικά με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αν αναζητάμε την πηγή της κακοδαιμονίας της ελληνικής κοινωνίας, καλό είναι η αναζήτηση να ξεκινήσει από εδώ. Από το γεγονός, δηλαδή, πως οι υλικές συνθήκες διαβίωσης ενός μεγάλου μέρους της χώρας έχουν επιδεινωθεί. Αν οι αναγνώστες του κειμένου θέλουν να πιστεύουν πως φταίνε οι μετανάστες, οι δικαιωματιστές, οι εθνικιστές, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επιχειρηματίες, οι Ελληνάρες, οι Τούρκοι, οι σιωνιστές, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι κομμουνιστές, η woke ατζέντα, ή οποιαδήποτε άλλη φανταστική ή πραγματική απειλή ας συνεχίσουν να το πιστεύουν. Ας αρχίσουμε, όμως να σκεφτόμαστε πως πίσω και πάνω από όλους αυτούς τους παράγοντες βρίσκεται ένας καλορυθμισμένος μηχανισμός μεταφοράς του όποιου πλεονάσματος από το παραγωγικό τμήμα της κοινωνίας σε μια μικρή μειοψηφία.
Αυτός επικουρείται από έναν άλλον, εξίσου καλορυθμισμένο μηχανισμό, σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία και στήριξη ενός κυρίαρχου κοινωνικού αφηγήματος, σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κοινωνία είναι αδύνατον να λειτουργήσει διαφορετικά· είτε γιατί αυτές οι 10.000 περιλαμβάνουν τους ανθρώπους (και τις επιχειρήσεις) που ξέρουν καλύτερα από όλους πως “γίνονται τα πράγματα”, είτε γιατί για την κακοδαιμονία της μεσαίας τάξης φταίνε οι άλλοι κερδισμένοι, δηλαδή τα μεσαία-κατώτερα στρώματα.
Και τι μπορεί να γίνει γι’αυτό;
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό πως η άμεση συνειδητοποίηση της έκτασης αυτού του χάσματος είναι εθνική προτεραιότητα. Ο πρώτος κερδισμένος θα ήταν η ίδια η κυβέρνηση, η οποία στο φαντασιακό των περισσότερων Ελλήνων ταυτίζεται με τα συμφέροντα μιας μικρής ολιγοπωλιακής επιχειρηματικής ελίτ. Είναι βέβαιο πως μια κεντροδεξιά κυβέρνηση θα είχε να αποκομίσει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό όφελος από μια κεντροαριστερή στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε τελική ανάλυση μεγάλο μέρος των χαμένων των τελευταίων 40 ετών, δηλαδή τα μεσαία-ανώτερα στρώματα, είναι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας και θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο πως θέλει να τους κρατήσει.
Και τι θα μπορούσε να γίνει για αυτό; Η εύκολη, γρήγορη και προφανής απάντηση είναι πως απαιτείται άμεσα αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος. Το ποια θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά του είναι απαραίτητο να αποτελέσει αντικείμενο ενός πολύ σοβαρού και ειλικρινούς εθνικού διαλόγου. Ήδη ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας της χώρας έχει ανοίξει αυτή τη συζήτηση (Μεταξύ αρκετών άλλων βλ. για παράδειγμα το Λαμπριανίδης, Λ., Λιάκος, Α., & Σταθάκης, Γ. (Επιμ.). (2024). Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας. Πόλις.), όμως αυτό δεν αρκεί, καθώς δεν απαιτούνται μόνο ιδεολογικές / θεωρητικές συγκλίσεις, αλλά η συμμετοχή και του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας των πολιτών. Όλα αυτά γίνονται πολύ σημαντικά στην εποχή μας κατά την οποία λέξεις όπως “εκσυγχρονισμός”, “ανανέωση”, “μετάβαση” και άλλες που έχουν κατά τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιηθεί σε λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς – αλλά σε κάθε περίπτωση αποτυχημένες – προσπάθειες αλλαγής της Ελλάδας έχουν, πλέον, χάσει το νόημά τους.
Δυστυχώς, το βάρος που πέφτει στην πλάτη της κυβέρνησης (η οποία μετά από δύο κυβερνητικές θητείες είναι ξεκάθαρα συνυπεύθυνη για την κατάσταση) είναι πολύ μεγάλο και θα έπρεπε να αποτελέσει την πρώτη προτεραιότητά της. Προσωπικά δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι αυτό θα γίνει, καθώς όπως πολλοί υποστηρίζουν, η δημιουργία αυτών των δύο μηχανισμών στους οποίους αναφέρθηκα παραπάνω, εντάσσεται στον πυρήνα της κυβερνητικής ατζέντας.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η ανισότητα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με επιδόματα τα οποία είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση συγκυριακών προβλημάτων. Όπως, ελπίζω, γίνεται σαφές από τα τεκμήρια, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι συγκυριακό· η ασθένεια της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι χρόνια, δηλαδή δομική, κάτι που σημαίνει πως απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές για την αντιμετώπιση της.
Η αδυναμία (ή απροθυμία) υιοθέτησής τους θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε ένα αναπόφευκτο αδιέξοδο: από τη μια πλευρά η κυβέρνηση (η τρέχουσα ή η επόμενη) θα προσπαθεί να εφαρμόσει τις ίδιες συνταγές που έφεραν τη χώρα στην κατάσταση αυτή, ενώ από την άλλη η κοινωνία θα τις απαξιώνει μέσω της ψήφου της.
Ίσως εδώ να ταιριάζει η ρήση του Schumpeter, σύμφωνα με τον οποίον κάθε τι νέο πρέπει να στηθεί στα ερείπια του παλιού. Το πώς θα καταλήξει το παλιό σε ερείπια αποτελεί την μεγάλη ιστορική ευθύνη αυτής και των επόμενων κυβερνήσεων. Το επιθυμητό θα ήταν αυτό να συμβεί μέσω μιας σχεδιασμένης διαδικασίας που θα πείσει και θα συμπαρασύρει όλες τις δυνάμεις της χώρας. Δυστυχώς, για την ώρα αυτό φαντάζει απίθανο, καθώς οι αβεβαιότητες που γεννά μια τέτοια προσέγγιση κάνουν πιο πιθανή (και σίγουρα πιο εύκολη) την εμπιστοσύνη στη δύναμη της αδράνειας, με την απόγνωση να γιγαντώνεται, και τους κατοίκους της χώρα να αναζητούν πρόθυμους σωτήρες.
Η αποφυγή αυτού του ενδεχόμενου περνάει από την κατανόηση του γιατί αισθανόμαστε όπως αισθανόμαστε. Μόνο έτσι θα αρχίσει η σταδιακή αποδόμηση των κυρίαρχων αφηγημάτων της τελευταίας περιόδου, σύμφωνα με τα οποία είτε αυτό που ζούμε είναι αναπόφευκτο, είτε η αλλαγή είναι ανέφικτη. Τότε, μπορεί και να είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε για το πού θα θέλουμε να πάμε, όταν αφήσουμε πίσω μας αυτή την περίοδο που δείχνει – έστω και επίπονα – να τελειώνει.
*Ο Θανάσης Καλογερέσης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ
**πηγή εικόνας: pexels /adrien olichon