Γιατί γλυκειά μου, κλαις;
Του Άκη Δήμου Στη Σαντορίνη, μαύρο σκοτάδι για μέρες. Στα Χανιά, στο δρόμο προς Ελαφονήσι, μια γυναίκα τραυματίστηκε από βράχο που έπεσε πάνω στο αυτοκίνητό της. Στο Πόρτο Χέλι, μια πενταμελής οικογένεια, τραυματίστηκε κι αυτή κατά τη διάρκεια σύγκρουσης θαλάσσιου ταξί με βοηθητική λέμβο θαλαμηγού. Στον Καναδά, σε δωμάτιο μοτέλ κοντά στο Τορόντο, σαράντα πύθωνες, […]
Του Άκη Δήμου
Στη Σαντορίνη, μαύρο σκοτάδι για μέρες. Στα Χανιά, στο δρόμο προς Ελαφονήσι, μια γυναίκα τραυματίστηκε από βράχο που έπεσε πάνω στο αυτοκίνητό της. Στο Πόρτο Χέλι, μια πενταμελής οικογένεια, τραυματίστηκε κι αυτή κατά τη διάρκεια σύγκρουσης θαλάσσιου ταξί με βοηθητική λέμβο θαλαμηγού. Στον Καναδά, σε δωμάτιο μοτέλ κοντά στο Τορόντο, σαράντα πύθωνες, από 30 εκατοστά έως 1,4 μέτρα μπόι, βρέθηκαν να στριφογυρίζουν μέσα σε πλαστικά δοχεία αποθήκευσης. Στη Βενετία, στο Μεγάλο Κανάλι, ένας γερμανός τουρίστας σκοτώθηκε όταν η γόνδολα που επέβαινε συγκρούστηκε με δημοτικό πλωτό λεωφορείο… Καλά έκανες φέτος και δεν απομακρύνθηκες πολύ. Ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο καλοκαίρι. Όταν οι κίνδυνοι σε κυκλώνουν από παντού δεν είναι σοφό να παίρνεις τους δρόμους. Το πολύ πολύ κανέναν χωματόδρομο, σπαρμένο με κάτι ξέμπαρκες φραγκοσυκιές – πόσο να κινδυνέψεις από ένα φραγκόσυκο; Καλοκαίρι περιορισμένων μετακινήσεων λοιπόν, πώς ν’ αντέξεις; Έβαλες την όπισθεν, τραβήχτηκες σ’ άλλα καλοκαίρια μοιρολογώντας. Έτσι είναι: όταν λιποθυμάει το παρόν, το παρελθόν του δίνει το φιλί της ζωής (της άχαρης ζωής, τι να λέμε τώρα). Μετά, το παρόν ανασταίνεται. Μπορείς να πενθήσεις με την ησυχία σου. Αλλά ούτε πώς να πενθήσεις ξέρεις. Εδώ, σε μια χώρα που δόξασε το πένθος μετατρέποντάς το σε οίστρο ζωής, το μόνο που μπορούμε πια είναι να κλαψουρίζουμε. Κι ύστερα, ρουφώντας τις μίξες μας, να αναπολούμε. Πόσα καλοκαίρια μου ‘χουν φύγει απ’ τα χέρια!… Φέτος που λες – σίγουρα το πήρες χαμπάρι – όλοι θυμήθηκαν τα «καλοκαίρια της αθωότητας». Ανοίξανε συρτάρια, ξεθάψανε κιτρινισμένες φωτογραφίες, ξεσκόνισαν αναμνηστικά. Μια βαθιά υπόκλιση κι ένα χειροφίλημα στο χτες. Γεμάτες οι έντυπες και διαδικτυακές σελίδες με ηδυπαθή κρεσέντο, όλες οι άνεργες αναμνήσεις πιάσανε δουλειά. Οι παλιές αγάπες, τα παλιά γλέντια, τα παλιά μεγαλεία… Πόσο αστραφτερές ήταν οι θάλασσες, πόσο μεταξωτά τα φύκια τους! Αμέτρητες άνευρες αφηγήσεις εκπυρσοκρότησαν, ριπές τα «θυμάμαι» καταπάνω σου, στοχεύοντας, υποτίθεται, στο γαμημένο συναισθηματισμό σου. Επικολυρισμοί, καλολογικές θολούρες, ζαχαρωμένα κλισέ, ανατριχίλες και μνημόσυνα. Ασκήσεις μαζοχισμού. Μελό ερωτηματικά χωρίς απάντηση: πού είναι το ζεστό, το γλυκό το φιλί σου; Τότε που ζούσαμε, λένε. Και είναι ακόμα νέοι οι πιο πολλοί, να φανταστείς. Δεν έχουν χτυπήσει τοίχο. Αλλά παραδίνονται στο τρέμουλο περισσότερο κι απ’ τον ετοιμοθάνατο. Με κρυφή χαρά κι ακόμα πιο κρυφή έπαρση. Γιατί «τότε έζησαν». Και τώρα έχουν να θυμούνται. Και να βασανίζουν άλλους με τη νοσταλγία τους. Μόνο που άλλο η μνήμη και τα διδάγματά της κι άλλο οι δοξολογίες των πεθαμένων. Η νοσταλγία είναι πάντα ένα αίσθημα ακριβό και πολύτιμο, ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στομάχι, ένας ξαφνικός σπασμός στο μέσα μέρος της καρδιάς που σου θυμίζει πως είσαι η συνέχειά σου. Παρελθόν, παρόν, μέλλον – όλα στην ίδια ευθεία (που μοιάζει, πράγματι, όλο και περισσότερο με τεντωμένο σκοινί. Αλλά δε σε συμφέρει να σταματήσεις να περπατάς πάνω της, αν δε θες να πεθάνεις). Τόσοι πολλοί χωρίς παρόν, τόσο υστερικά μακριά απ’ το μέλλον. Κι αναρωτιέσαι: τόσο ωραία ζούσαν τότε; Τόσο θεαματική ήταν εκείνη η παλιά τους ηλικία που ν’ αξίζει το λουμπάγκο από το σκάψιμο για να την ξεθάψουν και να την απλώσουν μπροστά στα μάτια μας; Τώρα ανακάλυψαν την αγωνία, τη στέρηση, το λαχάνιασμα της ανάσας; Τόσο ερεθιστική ήταν η Ελλάδα του εξήντα, του ογδόντα, του ενενήντα, τόσο πολύχρωμη, ευωδιαστή, γοητευτική και πολύχυμη; Κι αν ήταν έτσι, εγώ γιατί ξέρω άλλα; Πού ζούσα; Πού ήμουν; Σε ποια χώρα ήμαστε όλοι οι υπόλοιποι «τον παλιό εκείνον τον καιρό», που ακούμε τώρα τους άλλους να μακαρίζουν βουρκωμένοι; Κι όλοι αυτοί οι νοσταλγοί ποια προνόμια στερήθηκαν και μαραίνονται τώρα στη θύμησή του; Πόσο ωραίοι ήταν τότε αδαείς, αμήχανοι, με σιδεράκια στα δόντια; Εκτός αν αυτό ακριβώς θέλουν να πουν: ότι η άγνοια είναι αρετή κι ότι τα σιδεράκια στα δόντια σε προστατεύουν (καθώς κρατάνε μακριά τα γλωσσόφιλα). Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να θέλουν να βγουν στο μέλλον άνθρωποι τόσο βαθιά υποκλινόμενοι στο παρελθόν. Αλλά μπορεί και να μη θέλουν, λέω. Μπορεί να τους φτάνουν μόνο τα μεμοραμπίλια και τα φετίχ ενός άλλοτε. Να τρέφονται με τα δάκρυα και τα λιβάνια και να υπάρχουν μόνο και μόνο για να διαδίδουν την πίκρα τους που «τα γεμιστά της γιαγιάς» λείπουν απ’ το τραπέζι τους (και η γιαγιά, επίσης). Μπορεί το «θυμούμαι και λυπούμαι» να είναι το μόνο αίσθημα που αντέχουν να φορούν χωρίς να τους στενεύει. Έχει ο καθένας τον τρόπο του να μεγαλώνει. Μερικοί, νομίζουν, ότι έχουν και τον τρόπο να μη μεγαλώνουν ποτέ. Κι αν δεν τον έχουν, τρελαίνονται να τον ψάχνουν. Γυρνάνε πίσω. Κι αντί να τιμήσουν μια ηλικία που πέρασε καλωσορίζοντας μια άλλη που ήρθε και –μακάρι – μια τρίτη που θα ‘ρθει, μουλιάζουνε στο κλάμα και φωτογραφίζονται με φόντο τα ερείπια, πιο ερείπια οι ίδιοι αλλά καθόλου αξιοθέατοι. Μάλλον θλιβεροί, έτσι όπως λιβανίζουν τα περασμένα ξεχνώντας ότι κανένα παρελθόν δεν είναι ικανό να σε σώσει, αν δεν πιστέψεις πως η χαρά παίζει πάντα στο παρακάτω της ζωής. Σε μέρη που δεν ξέρουμε θα πάμε από δρόμους που αγνοούμε.
Επίλογος. Έρχεται ένα ζόρικο φθινόπωρο στην πόλη. Οι παραλίες τελειώνουν, οι πιπεριές το ίδιο. Κι οι ζεστές νύχτες, όπου να ‘ναι. Στο μισοσκόταδο ετοιμάζεται το μέλλον (που θα ‘ρθει, θες δε θες, όσα αναμνηστικά κι αν σφίξεις στη χούφτα σου). Στέγνωσε, αγάπη μου, τα δάκρυά σου (σου ‘κάψαν το μαντήλι) και τρέχα να κλειδώσεις όλα τα παλιά στο πατάρι. Τα τρένα που φύγαν έχουν ήδη φτάσει κάπου αλλού. Το νου σου μη χάσεις εκείνο που ξεκινάει τώρα. –