Γιατί είναι λάθος η απειλή ή Μετρό ή αρχαία.
Ερωτηματικά προκαλεί -και δεν είναι η πρώτη φορά- η απόφαση του ΚΑΣ (Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου) για την απόσπαση και την μεταφορά σε άλλο χώρο αρχαιολογικών ευρημάτων του πολεοδομικού ιστού της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, που βρέθηκαν στο σταθμό της οδού Βενιζέλου του υπό κατασκευήν μετρό της πόλης. Ιδιαίτερες, όμως, απορίες προκαλεί η στάση ορισμένων αρχαιολόγων, εκτός ΚΑΣ […]
Ερωτηματικά προκαλεί -και δεν είναι η πρώτη φορά- η απόφαση του ΚΑΣ (Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου) για την απόσπαση και την μεταφορά σε άλλο χώρο αρχαιολογικών ευρημάτων του πολεοδομικού ιστού της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, που βρέθηκαν στο σταθμό της οδού Βενιζέλου του υπό κατασκευήν μετρό της πόλης. Ιδιαίτερες, όμως, απορίες προκαλεί η στάση ορισμένων αρχαιολόγων, εκτός ΚΑΣ που, αν και προς άλλη κατεύθυνση θα έπρεπε να τους οδηγεί το αντικείμενο των σπουδών τους, στηρίζουν με αδύναμη επιχειρηματολογία μια τέτοια απόφαση. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, σε σχόλιό του αναρτημένο προσφάτως σε blog, παραλλήλισε την «λογική» της απόφασης με αντίστοιχες τακτικές, που εφαρμόστηκαν αλλού με την απόσπαση και μεταφορά μεμονωμένων μνημείων. Χρησιμοποίησε μάλιστα το επιχείρημα ότι …«τμήμα μιας βασιλικής (εκκλησίας) εγκαταστάθηκε στo campus του Ζωγράφου», έστω κι αν πρόκειται προφανώς για ένα μεμονωμένο μνημείο της Αθήνας.
Σε ό, τι αφορά όμως στη διαχείριση του μνημειακού αποθέματος σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, επισημαίνω ότι ανάμεσα στις δύο πόλεις υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Με πρώτη απ’ όλες την διαπίστωση, ότι στην ελληνική πρωτεύουσα του πληθυσμιακού γιγαντισμού εξακολουθεί, μέσα στο χάος της σύγχρονης πόλης, να “υπάρχει” η κλασσική Αθήνα με την διατήρηση και ανάδειξη μεγάλων τμημάτων του αρχαίου αστικού ιστού της και ιδιαίτερα των δημόσιων χώρων. Και όλα αυτά με δεδομένο ότι τα διατηρηθέντα αυτά αρχαιολογικά σύνολα δεν βρίσκονται -ευτυχώς- ανάμεσα σε θεόρατες πολυκατοικίες, όπως αυτές της Θεσσαλονίκης, των οποίων το ύψος και την κάλυψη «εμπνεύστηκε» και επέβαλε πάλι η κεντρική εξουσία, με ειδικό διάταγμα όρων δόμησης… Ένα διάταγμα που αποτέλεσε -σε συνδυασμό με την θεσμοθέτηση της αντιπαροχής- κίνητρο …για την καταστροφή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης!
Ο επισκέπτης ακόμη στην Αθήνα έχει την δυνατότητα, διανύοντας δρόμους και σοκάκια στο Θησείο, στην Αγορά, στην Πλάκα, στον Κεραμεικό κ.α., να “ανακαλύπτει” την κλασσική -και μεταγενέστερη- πόλη και να ονειρεύεται φιλοσοφώντας (σ.σ. Σημαντική η θεσμοθέτηση και εφαρμογή σχεδίου ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων για τον αποκαλούμενο “αρχαιολογικό” περίπατο).
Στην «πολυπολιτισμική» όμως Θεσσαλονίκη, κυριάρχησε και κυριαρχεί η λογική του “ξεριζώματος” σημαντικών οικιστικών συνόλων και της συνακόλουθης ιστορικής μνήμης. Κι όλα αυτά γιατί επικράτησε η άποψη ότι η κατασκευή ενός «μεγάλου έργου», όπως αυτό του μετρό, αποτελεί «δώρο» της κεντρικής εξουσίας προς την πόλη και όχι υποχρέωσή της προς την «συμπρωτεύουσα» για ό,τι αυτή συνεισφέρει στη χώρα. Ακολουθείται δηλαδή και στην περίπτωση του μετρό, η παραίνεση της σκωπτικής λαϊκής παροιμίας «όταν σου χαρίζουν γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια». Μια τακτική όμως που προσιδιάζει στη συμπεριφορά ενός αφέντη-άρχοντα προς υπηκόους.
Αλλά η ιστορική μνήμη και η ταυτότητα ενός τόπου δεν στοιχειοθετούνται, αρκούντως και αξιοπίστως, με εκφωνήσεις πανηγυρικών και δικτατορικής έμπνευσης «αναπαραστάσεις» ιστορικών γεγονότων, αλλά μέσα από ενέργειες και πράξεις άλλου χαρακτήρα, όπως η διατήρηση οικιστικών συνόλων ή τμημάτων τους. Η Θεσσαλονίκη ιδιαίτερα έχει να επιδείξει πολλά από αυτά, που ανήκουν μάλιστα σε όλες τις ιστορικές φάσεις της πόλης (προβυζαντινή για μην πάω παλαιότερα, ρωμαϊκή, οθωμανική, ακόμη και της περιόδου της αποκατάστασης προσφύγων του ’22). Και δεν μπορεί βεβαίως να ισχυρισθεί κανείς ότι είναι επαρκής για την ιστορική τεκμηρίωση και την ανάδειξη του “πνεύματος” της πόλης, στην κάθε χρονική περίοδό της, η διάσωση μεμονωμένων μνημείων, όσο αξιόλογα κι αν είναι αυτά. Αυτά θα ήταν ασφαλώς περισσότερο χρήσιμα, αν διατηρούνταν μέσα στον περιβάλλοντα χώρο τους, έστω κι αν αυτός «μεταμορφώθηκε» σταδιακά μέσα από τις διαχρονικές και αργές διαδικασίες, που επέβαλαν τα γεγονότα και οι νέες καθε φορά ανάγκες ζωής.
Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, θα πρέπει να απαιτήσει κάποτε από τους άρχοντες της κεντρικής εξουσίας αυτό που δικαιωματικά της ανήκει. Να μπει φραγμός στην καταστροφή του μνημειακού της αποθέματος, να σταματήσει επιτέλους η επίκληση κάθε φορά της πίεσης του χρόνου και τα διάφορα εφευρήματα περί αναγκαιότητας ή κακής συγκυρίας καταστάσεων (οικονομική δυσπραγία, ανάγκες άμεσης οικιστικής αποκατάστασης εσωτερικών μεταναστών και πάει λέγοντας).
Θυμίζω εδώ ότι ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, όταν θήτευσε υπουργός Πολιτισμού στην τελευταία κυβέρνηση Καραμανλή, ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν να …διακόψει την δρομολογημένη από προηγούμενο υπουργό διαδικασία αγοράς (και στη συνέχεια αποκατάστασης) του τόσου ενδιαφέροντος «κόκκινου» σπιτιού στην πλατεία Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, που προορίζονταν μάλιστα για εγκατάσταση υπηρεσιών του υπουργείου του… Σήμερα το τόσο ενδιαφέρον, από άποψη μορφολογίας και ιστορικότητας, κτίριο βρίσκεται στο στάδιο της εγκατάλειψης και της επερχόμενης καταστροφής του..
Ας αντιδράσουμε λοιπόν σε τέτοιες λογικές που οδήγησαν την Θεσσαλονίκη, την τόσο πλούσια παλαιότερα πόλη σε μνημειακό απόθεμα και αρχιτεκτονική κληρονομιά, να παρουσιάζει μια υστέρηση σε έργα διάσωσής τους, ιδιαίτερα σε σχέση με εκείνα της Αθήνας. Πέρα όμως από την προφανή αναγκαιότητα της συνδρομής της Πολιτείας στη διατήρηση του συγκεκριμένου βυζαντινού οικιστικού συνόλου, υποθέτω πως όλο και θα υπάρχουν ανάλογα ευρωπαϊκά προγράμματα και κονδύλια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για ένα τόσο σημαντικά έργα πολιτισμικής κληρονομιάς. Κι αν δεν υπάρχουν ας απευθυνθούν οι κάθε είδους αρμόδιοι και σε διεθνείς οργανισμούς (UNESCO κ.λπ.), ζητώντας την συνδρομή τους.
Γιατί είναι ανάγκη να ενταχθούν τα τόσο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα του σταθμού του μετρό της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου βρέθηκαν και δημιουργήθηκαν, έστω κι αν δεν θα βρίσκονται στο αρχικό ανοικτό περιβάλλον τους. Αναμφίβολα, ωστόσο, θα συμβάλλουν σημαντικά στην ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα της πόλης, θα αναβαθμίζουν το μετρό, θα αποτελούν ακόμα ένα άλλο πόλο προσέλκυσης επισκεπτών στην περιοχή και την πόλη γενικότερα.
Λύσεις λοιπόν πάντα υπάρχουν. Αρκεί να εγκαταλειφθεί η τακτική των “εκπτώσεων” στην αξία των πολιτισμικών αγαθών της χώρας και της μιζέριας, που χρόνια τώρα διακατέχει τους «αρμοδίους» του Κέντρου, αλλά και πολλούς από τους τοπικούς άρχοντες. Προς επίρρωση μάλιστα αυτών των απόψεών μου, σας παραθετω παρακάτω ένα ντοκουμέντο (καταγγελία με υπογραφές) για το πως σώθηκε, με πρωτοβουλία ορισμένων αρχιτεκτόνων, ένα σημαντικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναβαρίνου, μέσα μάλιστα στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες της τελευταίας δικτατορίας…
Σημειολογικά παρουσιάζει ενδιαφέρον και το γεγονός ότι η ημερομηνία των ενεργειών διάσωσης του μνημείου συνέπεσε με εκείνη του ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Σήμερα επισκέπτες και κάτοικοι της πόλης χαίρονται το μνημείο, πάνω στο οποίο είχαν τότε κατασκευαστεί …τα θεμέλια μιας υπό ανέγερση πολυκατοικίας!
*0 Γιάννης Κύρκος Αικατερινάρης είναι αρχιτέκτονας, π. προέδρος του ΣΑΘ και του ΤΕΕ/ΤΚΜ