Γιατί καίγεται κάθε καλοκαίρι η Θάσος και όλη η Ελλάδα;
Μια αναδρομή και μερικές συγκρίσεις
Λέξεις: Κώστας Μπακιρτζής
Τον Σεπτέμβριο του 2016, το νησί της Θάσου έζησε εφιαλτικές στιγμές. Δασική πυρκαγιά που ξέσπασε από ξηρή καταιγίδα, έκανε στάχτη χιλιάδες στρέμματα πευκοδάσους και ελαιόδεντρων ενώ κατέστρεψε ολοσχερώς δεκάδες σπίτια.
Η καταστροφή σε Μικρό και Μεγάλο Καζαβήτι ήταν τεράστια. Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1985, το δάσος επανήλθε στην πρότερη φυσική του κατάσταση με αποτέλεσμα μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 16′, η φύση να οργιάζει και να «πνίγει» τα χωριά προσφέροντας ένα θέαμα μοναδικό που δεν μπορούσαμε ούτε και οι ίδιοι να πιστέψουμε.
Στο Μεγάλο Καζαβήτι συγκεκριμένα, κάηκαν κτίσματα ιδιαίτερα σημαντικής ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας όπως το αρχοντικό που γεννήθηκε ο αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Σταματιάδης (1792-1877/λόγιος κληρικός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας που συνέβαλε στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821) και τα λεγόμενα Σιμενίτικα, αρχοντικά των αρχών του 19ου αιώνα.
Το στολίδι των Σιμενίτικων, ήταν ένα τρίπατο αρχοντικό μετόχι ασύλληπτης ομορφιάς χρονολογίας 1807 το οποίο ανήκε παλαιότερα στην Μονή Εσφιγμένου. Η παρουσία της πυροσβεστικής στην καταστροφική πυρκαγιά του 2016 ήταν σημαντική με πεζοπόρο τμήμα, οχήματα και εναέρια μέσα. Ωστόσο, ελάχιστες νίκες σημειώθηκαν κατά της πύρινης λαίλαπας.
Η πυρκαγιά ξεσπάει το ξημέρωμα της 10ης Σεπτεμβρίου. Κατά τις 3 το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, οι πυροσβέστες αναφέρουν στους εναπομείναντες κατοίκους που πολεμούσαν με τις φλόγες πώς το χωριό θα καεί και ζητούν την άμεση εκκένωση του. Δύο με τρεις ώρες αργότερα, ο άνεμος αλλάζει στέλνοντας την φωτιά στα καμμένα κι έτσι το χωριό σώζεται την τελευταία στιγμή. Καθ’ όλη την διάρκεια της επιχείρησης κατάσβεσης, πυροσβέστες από την Αλεξανδρούπολη και άλλες πόλεις που επιχειρούσαν στο μέτωπο, ζητούσαν εντολές από εμάς (!).
Όπως ήταν απολύτως λογικό, οι άνθρωποι δεν είχαν την παραμικρή γνώση για το πώς να κινηθούν στα δύο χωριά. Το νερό είχε κοπεί, στους μικρούς δρόμους του χωριού δεν χωρούσαν ούτε κατά διάνοια πυροσβεστικά οχήματα, τα μονοπάτια ήταν δύσβατα και οι δασικοί δρόμοι απροσπέλαστοι καθώς είχανε χρόνια να καθαριστούν.
“Αφού το δάσος πλέον ούτε μας ξέρει, ούτε το ξέρουμε”, έλεγαν οι ηλικιωμένοι στον Πρίνο. Μεγάλη κουβέντα, τροφή για σκέψη.
Ας κάνουμε ένα ταξίδι 25 χρόνια πίσω λοιπόν για να καταλάβουμε γιατί κάθε καλοκαίρι ζούμε τέτοιες εφιαλτικές στιγμές εξαιτίας των δασικών πυρκαγιών:
Το 1998 ψηφίζεται ο νόμος 2612/1998 με τον οποίο η δασοπυρόσβεση ανατίθεται κατ’ αποκλειστικότητα στο Πυροσβεστικό Σώμα. Μάταια έσπευσαν να καταθέσουν στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου τις τεκμηριωμένες επιστημονικά απόψεις τους η Δασολογική και οι Δασοπονικές Σχολές, οι Ενώσεις Φοιτητών των συγκεκριμένων σχολών και οι Δασικές Συνδικαλιστικές Οργανώσεις. Την ίδια χρονιά μετατάσσονται στο Πυροσβεστικό Σώμα 1200 δασοφύλακες και οδηγοί χωρίς αντικατάσταση.
Από την εποχή Σημίτη μέχρι σήμερα λοιπόν, το έγκλημα συνεχίζεται και το κόστος για τη χώρα είναι ασύλληπτο. Το ελληνικό κράτος συνεχίζει, παρά τις τραγωδίες που ζούμε κάθε καλοκαίρι, να μην επιστρέφει την κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών και την προστασία-πρόληψη στην αρμοδιότητα όσων ζουν και δουλεύουν δίπλα και μέσα στα δάση.
Στην Γαλλία, τα δάση τα διαχειρίζεται μια ισχυρή δασική υπηρεσία. Η Γαλλία προστατεύει περίπου 16 εκατ. εκτάρια δάσους, η Ελλάδα 3,3 εκατ. Η Γαλλία προστατεύει περίπου 4 εκατ. εκτάρια πεύκου, η Ελλάδα περίπου 500 χιλιάδες.
Οι Γάλλοι διαθέτουν 64 πυροσβεστικά αεροσκάφη, η Ελλάδα 92. Η Γαλλία διαθέτει 3562 πυροσβεστικά και λοιπά οχήματα, η Ελλάδα περίπου 3.500. Στην Γαλλία αναλογεί ένας πυροσβέστης ανά 1644 κατοίκους ενώ στην Ελλάδα ένας ανά 453.
Κι όμως, στην Γαλλία ο μέσος όρος των καμένων εκτάσεων κάθε χρόνο τη τελευταία δεκαετία είναι 160 χιλιάδες στρέμματα ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός είναι τετραπλάσιος. Στην Γαλλία η δασική υπηρεσία είναι στελεχωμένη από 46.000 γυναίκες και άνδρες, μόνιμους υπαλλήλους που εργάζονται 12 μήνες στο δάσος και για το δάσος.
Περιπολούν, καταγράφουν προβλήματα, σχεδιάζουν, υλοποιούν δράσεις έτσι ώστε να είναι πάντα ανοιχτά τα μονοπάτια, να είναι πάντα έτοιμοι προς χρήση οι πυροσβεστικοί κρουνοί, να είναι πάντα γεμάτες οι δεξαμενές, να κατευθύνουν και να ελέγχουν την οργανωμένη υλοτόμηση και τις βοσκές. Συγχρόνως, σχεδιάζουν από το φθινόπωρο την αντιπυρική προστασία του επόμενου καλοκαιριού. 46.000 άνθρωποι που, γνωρίζοντας τα δάση από άκρη σ’ άκρη, δίνουν σπουδαίες μάχες με τις φλόγες και βγαίνουν νικητές.
Δυστυχώς, η αστικοποίηση που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα είναι σημαντική. Είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις κατά τον περασμένο αιώνα όπου δασικές πυρκαγιές περιορίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν μονάχα με την συμβολή των κατοίκων οι οποίοι ζούσαν κοντά στα δάση και για τα δάση.
Ένα παράδειγμα είναι και η μεγάλη πυρκαγιά του 1985 όπου καιγόταν συγχρόνως η Καβάλα και η Θάσος. Το Καζαβήτι σώθηκε από τους κατοίκους χωρίς την συμβολή της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Δεν κάηκε ούτε ένα σπίτι. Σήμερα, δεν υπάρχει στην επαρχία ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει τα παραπάνω. Είναι επιβεβλημένο λοιπόν το να επιστρέψει η δασοπροστασία και δασοπυρόσβεση σε αυτούς που η δουλειά τους είναι τα δάση μας, σε αυτούς που έχουν λάβει πανεπιστημιακές σπουδές και έχουν αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο. Η παρουσία τους στις δασικές πυρκαγιές θα μπορεί να κατευθύνει και τους ήρωες πυροσβέστες που δίνουν και την ψυχή τους για την κατάσβεση.
Μου κάνει τρομακτική εντύπωση που αυτό το διαρκές έγκλημα που λαμβάνει χώρα εδώ και 25 χρόνια στην Ελλάδα, δεν συζητιέται στη βουλή. Η αντιπολίτευση ακούει;
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από τον κύριο Αντρέα Παναγόπουλο)