Γιατί λυσσάξατε πάλι με το Κορδελιό και το Περιστέρι;
Αφήστε τα δυτικά προάστια στην ησυχία τους.
Αν κάποιος παρακολουθεί την ειδησεογραφία, ακόμη και αποσπασματικά, θα ξέρει ότι συχνά πυκνά τα δυτικά προάστια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη εμφανίζονται στο δημόσιο λόγο με το εξής μοτίβο (σε ελεύθερη μετάφραση των ”εκλεπτυσμένων” τοποθετήσεων από μια δυτικοθρεμμένη χρόνια τώρα): αχ, τα καημένα τα παιδιά που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, που το μέλλον τους είναι προδιαγεγραμμένο, που δεχόμαστε ότι υπάρχουν αλλά δε θέλουμε να συγχρωτιζόμαστε με δαύτους.
Από τη μια το παιδί από το Περιστέρι του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, που θέλει να πάει σε μια Τεχνική Σχολή και να βρει αύριο δουλειά ως ψυκτικός ή ως ένα παιδί που μπορεί να επισκευάζει ανελκυστήρες, κι από την άλλη το Κορδελιό εν γένει, που σύμφωνα με την ανάρτηση ενός συγγραφέα στο facebook διαχωρίζεται από την υπόλοιπη Θεσσαλονίκη «που δεν γίνεται να παραδοθεί στη μαφία» (”Δεν είμαστε Κορδελιό και Δενδροπόταμος”, που σημαίνει ότι ο εν λόγω κύριος είναι κάτι άλλο, κάτι μη μιασμένο, κάτι μη βδελυρό).
Ξεκίνησα την επαγγελματική μου σταδιοδρομία, θεωρώντας ότι το δίπολο δυτικά – ανατολικά είχε πλέον σβήσει. Μέχρι που σε ένα meeting, είδα έναν συνάδελφο να κοκκινίζει από ντροπή όταν φανερώθηκε ότι κατάγεται από πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, και όχι από την hip πλευρά της Θεσσαλονίκης. «Ναι, αλλά είμαι από την καλή πλευρά της …», είπε κάθιδρος αναφερόμενος στην πόλη καταγωγής του (και δεν θα αποκαλύψω από που κρατούσε η σκούφια του, για να αποφύγω κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις).
Και τότε άνοιξε ξανά μπροστά μου ο σάκος με τα κόμπλεξ, που νόμιζα ότι τα είχαμε αφήσει στην άκρη, επειδή – διάολε – δεν ήμασταν πια παιδιά, αλλά ολόκληροι ενήλικες με μυαλό και κρίση. Αλλά όχι, φράσεις όπως «δεν πηγαίνω πιο πέρα από τον Βαρδάρη γιατί παθαίνω κατάθλιψη», λέγονται δήθεν με τον μανδύα του χιούμορ, αλλά έχουν τη ρίζα τους στα πιο βαθιά εντυπωμένα στερεότυπα.
Ακόμη και σε αυτή την περίοδο που διανύουμε, μέρες πριν την πρώτη κάλπη των εκλογών, υποψήφιοι δήμαρχοι της Θεσσαλονίκης και υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι περιοδεύουν στη δυτική πλευρά της πόλης με τη λογική των περαστικών, των διερχόμενων. Πάντα κάποιοι συγγενείς τους γεννήθηκαν εκεί, πάντα έχουν μνήμες από τις πιο λαϊκές γειτονιές, αλλά ως εκεί.
Γενικά, με τα δυτικά επικρατεί το δόγμα του «ως εκεί». Γιατί οι κενοί άνθρωποι, με απουσία ενσυναίσθησης και έλλειψη του θαυματουργού εκείνου στοιχείου που λέγεται κατανόηση, πάντα θα ψάχνουν ένα πλαστό τρόπο να ξεχωρίσουν από τη μάζα. Θα είναι το ακριβό αμάξι τους, θα είναι το υπερσύγχρονο κινητό, θα είναι η τελευταία λέξη της μόδας; Θα είναι κάτι που θα δίνει το σήμα του «ως εκεί». Θαύμασέ με, αλλά δεν είμαστε το ίδιο. Θέλησε αυτό που έχω, αλλά δεν θα το έχεις ποτέ. Θα τους αναγνωρίσετε από την έκπληξη στο πρόσωπό τους όταν αντιληφθούν ότι δε δίνεις δεκάρα για αυτό που είναι στον πυρήνα τους και για αυτό που εκπροσωπούν…
Κι όπως λέγε ο Ρέιμοντ Κάρβερ σε μια συνέντευξή του: «Δεν με ενδιαφέρουν οι διανοούμενοι και τα προβλήματά τους. Δεν τους ξέρω. Στη ζωή μου, οι δικοί μου άνθρωποι τρομάζουν πραγματικά όταν κάποιος χτυπήσει την πόρτα τους, είτε μέρα είναι είτε νύχτα, ή αν χτυπήσει ξαφνικά το τηλέφωνο. Δεν ξέρουν πώς θα μπορέσουν να πληρώσουν το νοίκι τους, ή τι θα κάνουν αν χαλάσει το ψυγείο τους. Κάποιος κριτικός έγραψε για το διήγημα ”Συντήρηση” από το βιβλίο μου ”Καθεδρικός Ναός”. ”Αφού χαλάει το ψυγείο τους, γιατί δε φωνάζουν τον μάστορα να το επισκευάσει;”. Ανόητη ερώτηση. Κι αν είναι να τους στοιχίσει εξήντα δολάρια, πού θα τα βρουν; Για αυτό και δεν πηγαίνουν στον γιατρό άμα δεν έχουν ασφάλιση, γι’ αυτό και αφήνουν τα δόντια τους να χαλάσουν, γιατί δεν έχουν αυτά τα λεφτά» (Διηγήματα Ρέιμοντ Κάρβερ, Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης, Εκδόσεις Μεταίχμιο).