Γιατί με το Γιώργο, γιατί με αυτούς
Ο Κωσταντής γράφει για το φίλο του το Γιώργο.
Λέξεις: Κωνσταντής Σεβρής
Μια ομάδα, επί το πλείστον νέων ανθρώπων, το χειμώνα του 2014 ίδρυσε την παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη, ούτε φυγή, ούτε υποταγή». Σήμερα, κοντοστέκεται κανείς «κριτικά» στην αποστροφή «ούτε φυγή, ούτε υποταγή». Ακόμα κι εγώ ο ίδιος!
Πέντε χρόνια, εν τέλει, είναι αρκετά σε όλες κι όλους μας, για να λησμονήσουμε την ένταση, το πάθος, το φρόνημα που είχε καλλιεργηθεί στον πολυετή μαζικό αντιμνημονιακό αγώνα που ζήσαμε, μέχρι να μας εξαπατήσει η αντιμνημονιακή ελίτ. Κι όντως, η πρώτη σύνθεση της ομάδας, δεν έφυγε, ούτε κι υποτάχτηκε. Ίσως να ωρίμασε με καλό τρόπο, ώστε διαλεκτικά να κατανοεί αυτούς που ιδιώτευσαν ή αυτούς που και κάπως αφηρημένα, εν τέλει «υποτάχτηκαν».
Όπως και σήμερα, και τότε, ήταν εύκολο να συγκλίνουμε στο πρόσωπο του Γιώργου. Διότι πετύχαινε, με την μεθοδική ιδεολογική του επεξεργασία να αποδίδει τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και ιδεολογικών αγωνιών μας. Ενώ ταυτόχρονα, η συστηματική του παρουσία σε εθνικούς, οικολογικούς και κοινωνικούς αγώνες αποτελούσε για μας εγγύηση πως συνομιλεί πρωτίστως με τους «από τα κάτω». Με την πένα του ή τη λαλιά του διαφωνούμε πολλές φορές. Κι αυτός με τις δικές μας. Η δημιουργία όμως, συγκατοικεί ενίοτε με παθιασμένα αμοιβαία μπινελίκια.
Η πρώτη ιδέα, η δημιουργία μιας πολιτικής ομάδας παρέμβασης στο κεντρικό δήμο της πόλης με σκοπό να συμβάλει στην ανάσχεση της μαζικής νεανικής φυγής, μεγάλωσε μαζί με εμάς. Έγινε συγκεκριμένη, με προτάσεις και ιδέες. Η ενστικτώδης αντίδρασή μας απέναντι στις πολιτικές των ελίτ στην πόλη, ωρίμασε. Εκφράστηκε στα ΜΜΕ της πόλης, σε διαδικτυακούς τόπους. Ενέπνευσε η κριτική μας αρκετούς, πείσμωσε ανταγωνιστικά άλλους. Καθολικά αναγνωρίστηκε πως η κριτική μας υπήρξε συστηματική, υπεύθυνη, οξεία στους αντιπάλους αλλά υποστηρικτική προς τους πολλούς.
Σε μερικές περιπτώσεις κερδίσαμε, στη νέα παραλία ή στη Δ.Ε.Θ., χάσαμε. Αρκετοί περίμεναν στη γωνία, να φανερώσουν άλλη συνιστώσα του «σκοταδιού», μια «νεανική», πλούσια σε τεστοστερόνη, εθνικιστική λαλιά. Η λέξη, «νεοθωμανισμός», βλέπεις. Τι κι αν πλέον η λέξη είναι οικεία στα μάτια αναγνωστών όλων των αποχρώσεων, σε όλη την οικουμένη. Κι αυτοί ματαιώθηκαν, όσο έρχονταν σε επαφή, με τις ειλικρινείς δημοκρατικές μας αναφορές, στην πολλάκις βαλλόμενη πατρίδα μας. Άλλοι πάλι, προσδοκούσαν σε εμάς να αποτελέσουμε την ιδεολογική «άχνη» ζάχαρη, που θα πασπαλίσει με νιάτα τις σαγηνευτικές διακηρύξεις της μεταπολίτευσης. Ότι σύντομα, ο νεανικός ρομαντισμός θα γεμίσει με ενέργεια τον τεχνοκρατικό ρεαλισμό. Λησμονώντας πως η γενικευμένη παρακμή των ημερών μας, έχει ανάγκη από νεανικό «φαρμάκι». Που θα «ξενίσει» το κοινωνικό σώμα, αλλά συνάμα θα το θεραπεύσει. Φίλοι, φίλες, συγγενείς ή αγαπημένα πρόσωπα παρακολουθώντας τη διαδρομή μας κάθε τόσο θέλησαν να μας βοηθήσουν.
Από τα ρούχα που έπρεπε να βάλουμε σε μια επίσημη παρουσία «γιατί πώς θα σε ακούσει ο κόσμος, αν είσαι ντυμένος έτσι;» μέχρι «γιατί δεν πάτε σε κάποιο κόμμα, να τους βάλετε μυαλό;». Αν κάτι θα αλλάζαμε, θα ήταν οι στιγμές. Που έννοιες, όπως «συμφέρον», «οικονομική ισχύς», «μικροπολιτικές σκοπιμότητες» ισοπεδώνανε τα λογικά και φιλικά προς τη πλειοψηφία των δημοτών της πόλης επιχειρήματά μας. Όλο αυτό το καβαφικό ταξίδι, συνεχίζει. Κι είναι βέβαιο, πως θα συνεχίσει άλλοτε να διχάζει και άλλοτε να ενώνει. Όμως, κάτι θα μείνει.