Γιατί ψήφισα «όχι» στο δημοψήφισμα του Ρέντσι
Ένας Έλληνας ψηφίζει στο ιταλικό δημοψήφισμα...
Επειδή πολλά ακούω και διαβάζω, στην πλειοψηφία τους εκτός πραγματικότητας για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ιταλία, θα ήταν καλύτερα οι συνήθεις κινδυνολογούντες δήθεν υπερασπιστές του ευρωπαϊκού πνεύματος, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού, να αφουγκραστούν την ψήφο της πλειοψηφίας των Ιταλών.
Η μεγάλη πλειοψηφία που ψήφισε «όχι» δεν προέρχονται μόνον από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του γραφικού Μπέπε Γκρίλλο, από την ξενόφοβη Λέγκα του Βορρά και από το στρατόπεδο Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Πολλοί, μα πάρα πολλοί άνθρωποι, όπως στην Ελλάδα, και όχι μόνον αριστεροί και κεντροαριστεροί (η ισχυρή εσωτερική αντιπολίτευση του Δημοκρατικού Κόμματος του Ρέντσι είχε ταχθεί υπέρ του όχι) έχουν κουραστεί από τις πιέσεις των Βρυξελλών για μνημονιακού τύπου μεταρρυθμίσεις που εξοντώνουν τη μικρομεσαία τάξη και από τις κούφιες υποσχέσεις του παραιτηθέντος πρωθυπουργού. Το ιταλικό «όχι» ήταν σε μικρότερη βεβαίως ένταση ως προς το διακύβευμα, αλλά με ανάλογο ειδικό βάρος ως προς το μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, αντίστοιχο με το ελληνικό «όχι» του καλοκαιριού του 2015. Οι ιταλοί πολίτες ζητούν αξιοπρέπεια και όχι υποταγή.
Το δημοψήφισμα επί της ουσίας ζητούσε από τον ιταλικό λαό να εκφράσει την άποψή του, μια και δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία στα δύο σώματα (Βουλή και Γερουσία) σε τρία ουσιαστικά θέματα: τη μείωση των εδρών στη Γερουσία και την αύξηση της νομοθετικής ισχύος της Βουλής, την αφαίρεση εξουσιών από τις περιφέρειες και την επιτάχυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή των μέτρων λιτότητας, που ζητούν οι Βρυξέλλες. Συμφώνησα μόνον ως προς το πρώτο, διαφωνούσα ως προς τα άλλα δύο. Και την ίδια στάση κράτησαν αρκετοί φίλοι μου στη Ρώμη, στη Μπολόνια, στο Μιλάνο που είναι ενεργοί πολίτες από τα γενοφάσιά τους και πριν φτάσουν στην κάλπη ζυγιάζουν πολλές φορές την ψήφο τους. Δεν είναι τυχαίο ότι υπερ του «ναι» είχε ταχθεί και η ισχυρότατη Ένωση Βιομηχάνων.
Ουσιαστικά, όμως, το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση ήταν ένα δημοψήφισμα για την πολιτική λιτότητας που επιβάλουν Βρυξέλες και Βερολίνο και την αποτελεσματικότητα της κεντροαριστερής διακυβέρνησης. Η ψήφος ήταν κατ΄ εξοχήν πολιτική, το χαρακτήρα της οποίας όχι απλώς υιοθέτησε ο Ρέντσι, αλλά και το διαλαλούσε κάθε στιγμή. Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: «μα αυτή η ψήφος διαμαρτυρίας που εκφράστηκε με το όχι δεν θα χρησιμοποιηθεί από τις αντιδραστικές και αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις;», «δεν φέρνει πιο κοντά τα σενάρια για itexit, δεν ενισχύει το στρατόπεδο των ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (BNP), το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία;». Άλλωστε ήδη ο Μπέμπε Γκρίλλο (Κίνημα των Πέντε Αστέρων) και ο Ματέο Σαλβίνι (Λέγκα του Βορρά) ζήτησε τη διάλυση της Βουλής και πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Η απάντηση είναι αρνητική. Κι αυτό γιατί η κεντροαριστερά εξακολουθεί να διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία. Ο ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα έχει τη δυνατότητα να διορίσει νέο πρωθυπουργό με την υποστήριξη της υπάρχουσας ή μιας νέας διευρυμένης πλειοψηφίας. Η παραίτηση του Ρέντσι δεν σημαίνει αυτομάτως ότι η Ιταλία οδηγείται σε εκλογές και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν θα συμφωνήσουν με τον Γκρίλλο ακριβώς για να μη του δώσουν την ευκαιρία να κερδίσει. Προφανώς οι ευρωσκεπτικιστές θα αλαλάζουν, θα δηλώνουν ότι κέρδισαν και με κάθε τρόπο θα επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Εναπόκειται στους άλλους, σε εμάς να εντάξουμε την ψήφο διαμαρτυρίας σε μία στρατηγική διεξόδου της χώρας από την στενωπό της λιτότητας. Κι αυτό είναι το ζητούμενο.