Γιατί ρε πατριώτη;

Την Πρωτομαγιά αποφασίσαμε να ανέβουμε στο Σέιχ Σου για ένα πικ-νικ. Η ιδέα δεν έμοιαζε κακή, καθώς το δάσος στα δικά μας παιδικά χρόνια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στην πόλη. Όχι μόνο στις αργίες και τους χαρταετούς, αλλά και τα Σαββατοκύριακα και στους σχολικούς περιπάτους, που τους περνούσαμε πάντα στο Κρυονέρι, όπου χανόμασταν για […]

Γιώργος Τούλας
γιατί-ρε-πατριώτη-10005
Γιώργος Τούλας
1.jpg

Την Πρωτομαγιά αποφασίσαμε να ανέβουμε στο Σέιχ Σου για ένα πικ-νικ. Η ιδέα δεν έμοιαζε κακή, καθώς το δάσος στα δικά μας παιδικά χρόνια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στην πόλη. Όχι μόνο στις αργίες και τους χαρταετούς, αλλά και τα Σαββατοκύριακα και στους σχολικούς περιπάτους, που τους περνούσαμε πάντα στο Κρυονέρι, όπου χανόμασταν για ώρες στο παρθένο, τότε, δάσος της πόλης, έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου. Και μεις και οι δάσκαλοι.

Με τα χρόνια η σχέση της πόλης με το δάσος χάθηκε, όπως και η σχέση της με τη θάλασσα. Αν εξαιρέσεις τις βιαστικές επισκέψεις του καλοκαιριού στο Θέατρο Δάσους και τον ασθενικό Ζωολογικό κήπο, ο περιφερειακός συνέτεινε στην αποκοπή της συνέχειας του δάσους με τον αστικό ιστό και ο τρόπος που το διασχίζει κάνεις είναι πια οδικά. Η πυρκαγιά του 1997 αποτέλειωσε τα απομεινάρια της σχέσης αυτής, ερημώνοντας μεγάλο μέρος του τοπίου.

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, η κορύφωση της κρίσης έφερε την επιστροφή αξιών και σχέσεων που είχαν χαθεί. Έτσι οι άνθρωποι ξανάβαλαν δειλά δειλά στη ζωή τους τα γρασίδια της παραλίας, τα πάρκα και εσχάτως το δάσος.

Την Πρωτομαγιά λοιπόν στο Σέιχ Σου, λόγω και της ακριβής βενζίνης ανέβηκε ένα σεβαστό μέρος του πληθυσμού της πόλης. Φτάνοντας λίγο πιο πάνω από το Φιλίππειο σε ένα σημείο διαμορφωμένο σε πάρκινγκ παρκάραμε τα αυτοκίνητα μας και αρχίσαμε την ανάβαση σε ένα χωματόδρομο που οδηγεί στην καρδιά του δάσους. Μαζί μας ένας φίλος Γερμανός, που τα πολλά χρόνια που ζει πια στην Ελλάδα τον έχουν κάνει ξεφτέρι στις ελληνικές συμπεριφορές. Στα πέντε κιόλας μέτρα εντός του χωματόδρομου άρχισαν να σκάνε μύτη τα πρώτα αυτοκίνητα, όσων αγνοούσαν τις ταμπέλες της απαγόρευσης. Το πρώτο αυτοκίνητο το σταματήσαμε και τους ενημερώσαμε για την απαγόρευση. Ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, το σεβάστηκαν, γύρισαν πίσω. Οι επόμενοι ήταν μάλλον τζάμπα μάγκες. Όχι απλά μας αγνόησαν, σε καναδυό περιπτώσεις μας στόλισαν με ωραίες μούτζες, βρισιές και κραυγές του τύπου ‘’Τι σε νοιάζει εσένα ρε;’’.

Στο δάσος η εικόνα δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Σκουπίδια αφημένα από προηγούμενα πικνίκ, παντελής απουσία κάδου σε όλο το δάσος, Φωτιές που σιγόκαιγαν παντού με κοψίδια, χωρίς κανένα μέσο προφύλαξης και την πυροσβεστική πανταχού απούσα, εκκωφαντικές μουσικές που ξεπηδούσαν από πόρτες ανοιχτών αυτοκινήτων με κορυφαίο σουξέ τις αμπάρες, που νόμιζα μέχρι χθες ότι είχε γραφτεί μόνο για τη διαφήμιση. Σε ένα ξέφωτο ένας πιτσιρίκος χτυπούσε με μίσος ένα πεύκο με ένα σφυρί. Τον πλησίασα και τον ρώτησα τι του είχε φταίξει το δέντρο και το χτυπούσε. Τι σε πειράζει εσένα με ρώτησε με απορία ενώ οι γονείς καμάρωναν το θράσος του μοναχογιού. Ο Γερμανός της παρέας απλά συμφιλιωμένος με όσα έβλεπε, έπαψε να σχολιάζει.

Στο γυρισμό, στην κάθοδο της Τούμπας από τον περιφερειακό είδαμε ένα πυροσβεστικό να ανεβαίνει με τη σειρήνα του στην τσίτα στο δάσος. Κάποιο παϊδάκι είχε κάνει τη δουλειά του.

* Φωτογραφία: Αιμιλία Ροδοπούλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα