Γιατί στ’ αλήθεια φωτογραφίζουμε;

Ορισμένες φορές φτάνουμε στο σημείο να βλέπουμε φωτογραφίες, για να θυμηθούμε άλλες φωτογραφίες...

Χρήστος Ωραιόπουλος
γιατί-στ-αλήθεια-φωτογραφίζουμε-1228577
Χρήστος Ωραιόπουλος

Είσαι έτοιμη να μπεις σε ένα photo booth. Ή μάλλον είσαι μπροστά σε ένα κίτρινο ή μπλε ψυγείο με παγωτά. Ή μάλλον στέκεσαι στο παράθυρο, ή μάλλον όχι, στο μπαλκόνι απ’ το οποίο σου αρέσει να κοιτάς το δρόμο και τους περαστικούς, ή μάλλον όχι το δρόμο και τους περαστικούς, αλλά τον ήλιο και τη θάλασσα.

Εγώ πάντως δεν δυσανασχετώ που θέλεις να μπεις στο θάλαμο φωτογραφιών. Εγώ σε βγάζω φωτογραφία πριν φωτογραφηθείς. Εγώ σε διαλέγω, πριν διαλέξεις παγωτό, άσχετα που το ψυγείο είναι εγκαταλελειμμένο και άδειο. Εγώ σε κοιτάω, πριν κοιτάξεις τον ήλιο και τη θάλασσα να ενώνονται στον ορίζοντα το απόγευμα που σηκώνουμε την τέντα.

Ο Μπένγιαμιν γράφει: […] Ἀκόμα κι ἀπὸ τὸ πιὸ τέλειο ἀντίγραφο λείπει ἕνα πρᾶγμα: Τὸ «ἐδῶ καὶ τώρα» τοῦ ἔργου τέχνης – ἡ ἀνεπανάληπτη παρουσία του στὸν τόπο στὸν ὁποῖο βρίσκεται. Ἀλλὰ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνεπανάληπτη παρουσία, καὶ μόνον αὐτή, ἦταν τὸ ἀντικείμενο τῆς ἱστορίας ἑνὸς δεδομένου ἔργου τέχνης κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὕπαρξής του. […].

Αν, λοιπόν, το αντίγραφο του έργου τέχνης (για το οποίο κάνει λόγο ο Μπένγιαμιν), ιδωθεί αναλογικά ως η φωτογραφία ενός συμβάντος, μιας στιγμής, ενός βλέμματος της καθημερινής ζωής, που τα φυλακίζει στη μοναδικότητά τους, αυτό που θα έλειπε από τη φωτογραφία αυτή θα ήταν ακριβώς αυτό το «εδώ και τώρα». Το σκίρτημα μιας καρδιάς, η γεύση ενός φιλιού, ο ρυθμός ενός αναφιλητού που δεν μπόρεσε να αποτυπώσει και να ακτινογραφήσει ο φακός.

Με τον τρόπο του Αγκάμπεν: […] Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ φωτογραφία εἶναι μιά προφητεία τοῦ περικλεοῦς σώματος. […]. Ας πούμε, δηλαδή, εντελώς καταχρηστικά και ερμηνευτικά – μια απόπειρα να θυμηθούμε το μεγαλείο που νιώσαμε τότε, σταματώντας για λίγο και παίρνοντας την απόφαση να βγάλουμε μια φωτογραφία.

Αυτό, από αυτό και για αυτό το φωτογραφικό περίσσεμα, το εμφατικό έλλειμα του κλικ λειτουργεί η μνήμη της φωτογραφίας. Τραβάμε για να εξασφαλίσουμε μερικά αβέβαια γραμμάτια να θυμηθούμε καιρό μετά πώς νιώσαμε όταν ωθούμασταν να βγάλουμε μια φωτογραφία.

Τοποθετούμε το αλκοολούχο στο βαρέλι του, για να το ανοίξουμε και να ανασύρουμε τον ενθουσιασμό που μας προκάλεσε η πρώτη εμφάνισή του υγρού πριν σφαλίσουμε με τον φελλό.

Ορισμένες φορές φτάνουμε στο σημείο να βλέπουμε φωτογραφίες, για να θυμηθούμε άλλες φωτογραφίες, ώστε να καταλήξουμε σε αυτό που θέλει προσομοιωτικά να φέρει στην επιφάνεια η μνήμη και να νιώσουμε ξανά με τρόπο ολογραμματικού καρδιοχτυπιού.

Ο Βαλτινός έγραψε: «Μου αρέσει να φωτογραφίζω. Φωτογραφίζοντας, φυσικά, φωτογραφίζω τον εαυτό μου. Ο φακός έχει τις ιδιότητες εσόπτρου. Έχω δει, σε τουαλέτες δημοσίων χώρων κυρίως, ανθρώπους να κοιτιούνται στον καθρέφτη μαγνητισμένοι από το είδωλό τους. Το θέαμα έχει κάτι τρομαχτικό εν τέλει. Με το μάτι στο «παραθυράκι» της μηχανής υφίσταμαι τον ίδιο μαγνητισμό. Δεν πρόκειται βεβαίως για μια κλειδαρότρυπα. Οι αναλογίες είναι άλλου ποιού και αφορούν σταθερά τη σχέση μας με τον χρόνο.» […].

Όλη αυτή η διαδικασία καταντά μια ημιτέλεια, μια σπαζοκεφαλιά εκ των προτέρων άλυτη που αξίζει προσπάθεια επίλυσης, ένας πλούσιος άκληρος, μια ελεγχόμενη αιμορραγία που δεν σκοτώνει, ένα γάβγισμα που δεν σου χαλάει τον ύπνο, μια θέληση που δεν πραγματώνεται, αλλά αρκεί και εν τέλει πορευόμαστε με αυτή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα