Γιο χο, χο κι ένα μπουκάλι ρούμι

του Παναγιώτη Ιωσηφέλη Λοιπόν, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ξεκίνησε να πίνει επειδή της άρεσαν τα μπουκάλια. Όπως ήταν τοποθετημένα στο μπαρ. Με τα βαθυκίτρινα, τα διαφανή, τα κατακόκκινα περιεχόμενά τους. Που μαρτυρούσαν πολύχρονη ωρίμανση. Δρύινα βαρέλια. Παράδοση αιώνων. Τσάρους, γκάιντες και κουρσάρους.  Και παιδικές μνήμες από διαβάσματα. Γιο χο, χο κι ένα μπουκάλι ρούμι. […]

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
γιο-χο-χο-κι-ένα-μπουκάλι-ρούμι-18222
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
bottles.jpg

του Παναγιώτη Ιωσηφέλη

Λοιπόν, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ξεκίνησε να πίνει επειδή της άρεσαν τα μπουκάλια. Όπως ήταν τοποθετημένα στο μπαρ. Με τα βαθυκίτρινα, τα διαφανή, τα κατακόκκινα περιεχόμενά τους. Που μαρτυρούσαν πολύχρονη ωρίμανση. Δρύινα βαρέλια. Παράδοση αιώνων. Τσάρους, γκάιντες και κουρσάρους.  Και παιδικές μνήμες από διαβάσματα. Γιο χο, χο κι ένα μπουκάλι ρούμι. Στη διαδρομή για το Νησί του Θησαυρού. Κάθε γουλιά, μερικές γιάρδες πιο κοντά στο Θησαυρό. Που, βέβαια,  απομακρυνόταν κάθε πρωί. Σε αντίθεση με τους διάφορους άσχετους που έβρισκε κολλημένους πάνω της. Πολλά πρωινά. Τις περισσότερες φορές ούτε θυμόταν το όνομά τους. Ούτε εκείνοι το δικό της. Εκείνοι ήταν οι ανώνυμοι αλκοολικοί. Κι εκείνη, η ανώνυμη αλκοολική. Κι όλα αυτά επειδή της άρεσαν τα μπουκάλια. Ούτε εκείνη δεν το πίστευε. Τέλος πάντων.

Ξύπνησε εκείνο το πρωινό. Ξένο σπίτι. Σχεδόν άδειο. Ντιζάιν αλλά άδειο. Μύριζε απολυμαντικό τουαλέτας και καφέ ελληνικό. Πλησίασε την μπαλκονόπορτα. Έβρεχε. Δε θυμόταν ποιανού το σπίτι ήταν, ούτε πώς είχε έρθει. Λογικά ήταν Κυριακή. Κρύωσε και τύλιξε τα μπράτσα με τα χέρια της. Μετά κατάλαβε πως ήταν ξυπόλητη. Έψαξε τα παπούτσια της, δεν τα βρήκε πουθενά.  Δεν γινόταν να έχει βγει από το σπίτι της ξυπόλητη, Νοέμβρη μήνα. Έψαξε κι άλλο, τα παπούτσια πουθενά. Πόνεσε το κεφάλι της από το ψάξιμο. Σαν καρφί στο μέτωπο. Κι ένα μικρό τρέμουλο. Αν έπινε θα της περνούσε και μετά ήρεμη θα μπορούσε να ψάξει τα παπούτσια της. Στο σπίτι βρήκε ένα σωρό βιολογικά προϊόντα κι ούτε μια στάλα αλκοόλ. Τι τύπος ήταν αυτός; Αδύνατον να θυμηθεί. Το τρέμουλο μεγάλωνε, το καρφί στο μέτωπο πίεζε όλο και περισσότερο. Έντεκα η ώρα το πρωί, Κυριακή, χαμένη σε κάτι άσχετους δρόμους στο Μαρούσι να ψάχνει περίπτερο για μπύρα. Ξυπόλητη και να βρέχει.

Πήγε και τους άκουσε, λοιπόν. Δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που αλλάζουν, να αποδεχτώ αυτά που δεν αλλάζουν και να ξεχωρίσω ποια είναι ποια. Και άλλα τέτοια. Για ένα βήμα τη φορά. Κι ότι δεν είχαν την ευθύνη του εθισμού τους γιατί όλοι αυτοί οι ανώνυμοι  έτσι γεννήθηκαν. Με προδιάθεση στον εθισμό. Είναι σαν να γεννήθηκαν μ’ ένα κουσούρι. Δεν φταίνε αυτοί. Η μόνη ευθύνη που είχαν ήταν απέναντι στην απεξάρτησή τους. Παρηγορητικό της φάνηκε αυτό. Το σκεφτόταν μια δύο ώρες μετά. Πολύ σωστό. Πολύ βαθύ. Δεν έφταιγε εκείνη. Το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να μην τρέξει πίσω από άσπρο κουνέλι. Που χοροπηδώντας, ένα πήδημα τη φορά, την έφερνε όλο και πιο κοντά στο Νησί των Θησαυρών.

Διασωληνωμένη στην Εντατική, άκουγε τους γιατρούς να μιλάνε για αλκοολικό σοκ. Ήπιε τόσο που έπαθε δηλητηρίαση. Αλλά δεν την αφορούσε. Ήταν ήρεμη, ξαπλωμένη μπρούμυτα στον καναπέ που γινόταν κρεβάτι και διάβαζε. Η μητέρα της έλειπε στη δουλειά, εκείνος ήταν σπίτι. Που τον έλεγε Δημήτρη, ενώ εκείνος ήθελε να τον λέει μπαμπά. Αισθανόταν κάτι να πηγαίνει πολύ λάθος, το χέρι του δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί που ήταν αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει. Άκουγε την ανάσα του, κοφτή και βαθιά. Τη μια ανάσα μετά την άλλη. Ούτε να γυρίσει προς το μέρος του ήθελε, φοβόταν αυτό που θα έβλεπε. Κάποιον τρομακτικό πειρατή. Με το πρόσωπο παραμορφωμένο. Από τη λάμψη κάποιου καταραμένου θησαυρού. Όπως του θησαυρού που αναζητούσαν στο βιβλίο που διάβαζε.

Έκλεισε το βιβλίο.

*Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα σημαντικά και γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα