Γιώργος Λάνθιμος, Γκιλιέρμο Ντελ Τόρο, και η ξεχασμένη τέχνη των στυλιζαρισμένων VFX
«Δεν υπάρχουν σύγχρονοι “auteur των VFX”» - Γράφει ο Νικόδημος Τριαρίδης
Όσο πλησιάζει η περίοδος των κινηματογραφικών βραβείων, δύο ονόματα που πλέον ταυτίζονται με το πρεστίζ σινεμά αναδεικνύονται για μια ακόμη φορά ως φαβορί: ο Γκιλιέρμο Ντελ Τόρο με το αισθητικά μεγαλειώδες “Frankenstein” διεκδικεί όλα τα τεχνικά βραβεία (τα οποία μου φαίνεται σχεδόν αδύνατον να μην κερδίσει), ενώ ο Γιώργος Λάνθιμος με το κλασικά παράδοξο “Bugonia” θα κονταροχτυπηθεί με τον Άντερσον για τις κατηγορίες υποκριτικής, σεναρίου, σκηνοθεσίας και (ενδεχομένως;) Καλύτερης Ταινίας. Ενώ ο Μεξικάνος αισθητιστής και ο Έλληνας του “weird wave” φαινομενικά διαφέρουν σε ύφος και περιεχόμενο, και οι δύο τους αποτελούν σύγχρονους εκπροσώπους μιας ρομαντικής ιδέας που έχει ξεχαστεί εδώ και πολλές δεκαετίες:
Ο “auteur των VFX”.
Ας μην ξεχνάμε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι, προτού ο Ντελ Τόρο ζωντάνεψε το δικό του Τέρας, ο Λάνθιμος είχε ήδη παρουσιάσει τη δική του “πειραγμένη” εκδοχή του “Φρανκενστάιν” με το “Poor Things”, μια από τις πιο τολμηρές παραγωγές μεγάλου στούντιο του 21ου αιώνα που, με μια άνεση που δεν θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη συνηθισμένο σε μικρής κλίμακας θρίλερ και δράματα, παρουσιάζει μια πολύχρωμη, παιχνιδιάρικη, και υπερστυλιζαρισμένη παρωδία της πραγματικότητας η οποία παραταύτα δίνει την εντύπωση ενός πλήρως διαμορφωμένου κόσμου που ξεπήδησε απευθείας από το φαντασιακό της πρωταγωνίστριάς του.
Έτσι, έστω και στιγμιαία, ο Λάνθιμος αναβίωσε την παράδοση του φανταχτερού σκηνικού και μπαρόκ φιλμικού κόσμου που υπηρετεί τη λοξότητα του καλλιτέχνη παρά τους κανόνες του Φωτορεαλισμού με την ίδια τολμηρή χρήση VFX που είχαν επιδείξει ορισμένοι σκηνοθέτες στη δεκαετία του 90 (Μπάρτον, Γκίλιαμ, Πιερ Ζενέ, Πρόγιας). Κι όμως, παρά το ασυμβίβαστο της αισθητικής σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του (εξαιρείται μια συγκεκριμένη σεκάνς από το “Bugonia”), το “Poor Things” διακατέχεται από την ίδια “παραξενιά” για την οποία είναι γνωστός ο Λάνθιμος· συνεπώς, δεν αποτελεί εγκατάλειψη (όπως υποστήριξαν ορισμένοι κριτικοί), παρά μετεξέλιξη του ύφους του.
Ο δε Ντελ Τόρο, ο οποίος έχει ραφινάρει το χαρακτηριστικό στυλ του εδώ και δεκαετίες, αντλεί από ποικίλες πηγές που απλώνονται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου: ο θρυλικός σκηνοθέτης giallo Μάριο Μπάβα είναι μόνιμη επιρροή στους εκκεντρικούς φωτισμούς των ταινιών του Ντελ Τόρο, η θεατρινίστικη προσέγγισή του στη σκηνογραφία, τα κοστούμια, και τη σκηνοθεσία ξεκινάει από τους Archers και τον Ομπαγιάσι και φτάνει μέχρι τον Γκρίναγουεϊ και τον ύστερο Κόπολα, ενώ φυσικά το όνομα του Ρέυ Χαρριχάουζεν (ο μοναδικός για τον οποίο ο τίτλος “auteur των VFX” ισχύει απόλυτα) δεν μπορεί να απουσιάζει από το ρεπερτόριο ενός δημιουργού αμέτρητων κινηματογραφικών τεράτων.
Κρίνοντας και τους δύο δημιουργούς αποκλειστικά ως προς τη χρήση VFX, θεωρώ ότι ο Λάνθιμος προσθέτει μια στρώση “πλαστικότητας” στον ονειρικό του κόσμο που απουσιάζει από τα εξωπραγματικά πλην αληθοφανή σκηνικά του Ντελ Τόρο (ας θυμηθούμε εξάλλου ότι ο δεύτερος φημίζεται για το ότι προτιμά να ζωντανεύει τα πλάσματά του με τη χρήση μακιγιάζ παρά VFX, τα οποία κατά βάση αξιοποιεί για να επεκτείνει τα υπάρχοντα σκηνικά του)· ούτως ειπείν, αν ο Ντελ Τόρο ήταν ενεργός τη δεκαετία του 1960, τις ίδιες περίπου ταινίες θα γύριζε, ενώ το “Poor Things” εξ’ορισμού θα μπορούσε να είχε γυριστεί μονάχα στη μετά-VFX εποχή, καθώς τα VFX αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αισθητικής.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι προγενέστερες και μεταγενέστερες δουλειές του Λάνθιμου προτείνουν ότι η στυλιστική ιδιομορφία του “Poor Things” ήταν μεμονωμένο περιστατικό παρά η αρχή μιας καινούργιας καλλιτεχνικής περιόδου, και συνεπώς ούτε ο Λάνθιμος πληροί τα κριτήρια του “auteur των VFX”. Κάπως έτσι ξετυλίγεται το κουβάρι του πιασάρικου τίτλου που σας έπεισε να κλικάρετε σε αυτό το άρθρο (αμφιβάλλω ότι τα άρθρα μου για τον Κέρρυ Κόνραν είχαν την ίδια απήχηση) για να φανερωθεί η πεζή πραγματικότητα του σύγχρονου κινηματογράφου:
Δεν υπάρχουν σύγχρονοι “auteur των VFX”.
Μπορώ να απαριθμήσω διάφορα ονόματα δημιουργικών ανθρώπων που ασχολούνται με VFX δίχως αποτέλεσμα: Ενδεικτικά αναφέρω Μαντίκο, Ίκερμαν, Κοσμάτο, Τσέσλικ και φυσικά τον πολυαγαπημένο Κόνραν. Αν πάμε σε σκηνοθέτες που έχετε τουλάχιστον ακουστά, ο Έγκερς, ο Σναιντερ, ο Ρίτσι, και ο Ρομπ Μάρσαλ εμφανίζουν ψήγματα αυτού που αναζητούμε, αλλά πάλι προσκρούουν στο ίδιο εμπόδιο με τον Ντελ Τόρο. Η νέα γενιά τεχνικών VFX που μεταπήδησαν στη σκηνοθεσία όπως ο Έντουαρντς, ο Μπωλ, ο Τιμ Μίλλερ, και ο Κοζίνσκι ακολουθούν τη μέθοδο του Κάμερον, και ως εκ τούτου δεν μας αφορούν. Ο πιο πρόσφατος “auteur των VFX” ήταν πιθανότατα ο Ροντρίγκεζ, ο οποίος, όπως και ο Λάνθιμος, δεν έχει πλέον όρεξη για περαιτέρω πειραματισμούς. Επομένως, την ύπαρξη αυτής της μυθικής φιγούρας στη σύγχρονη εποχή καλείται να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά ο ίδιος άνθρωπος του οποίου το όνομα ταυτίζεται με την έννοια του “auteur” εδώ και πενήντα χρόνια·
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Συνεχίζεται…
