«Γουστάρεις ακόμη;»
Τελευταίες ημέρες του Νοέμβρη του 2011. Πίνω καφέ στο Σάρωθρον και διαβάζω το ολόφρεσκο τεύχος της Παράλλαξης που έχει αφιέρωμα στον έναν χρόνο διοίκησης Μπουτάρη. Συνέντευξη με τον δήμαρχο, αποτίμηση των πρώτων 365 ημερών, προβληματισμοί, προεκτάσεις κι ένα εντιτόριαλ του Γιώργου Τούλα που θα μπορούσα κάλλιστα να το έχω γράψει εγώ. Του στέλνω αμέσως ένα […]
Τελευταίες ημέρες του Νοέμβρη του 2011. Πίνω καφέ στο Σάρωθρον και διαβάζω το ολόφρεσκο τεύχος της Παράλλαξης που έχει αφιέρωμα στον έναν χρόνο διοίκησης Μπουτάρη. Συνέντευξη με τον δήμαρχο, αποτίμηση των πρώτων 365 ημερών, προβληματισμοί, προεκτάσεις κι ένα εντιτόριαλ του Γιώργου Τούλα που θα μπορούσα κάλλιστα να το έχω γράψει εγώ. Του στέλνω αμέσως ένα μήνυμα. Του λέω πως θέλω να γράψω ένα κείμενο για τον Μπουτάρη που γνώρισα δύο ολόκληρους μήνες προεκλογικά. Να το βάλει στο σάιτ της Παράλλαξης. Να έχουν να διαβάζουν τα παιδιά μου όταν σε λίγα χρόνια θα βάζουν «σακισλόγλου» στις μηχανές αναζήτησης και θα σκαλίζουν τα κατακάθια του ιντερνετικού χρόνου. «Αγαπητέ μου κυβερνοχώρε, εσύ που όλα τα ακούς κι όλα τα φιλοξενείς αδιακρίτως, άκου και τη δική μου ιστορία για την Πρωτοβουλία του Γιάννη Μπουτάρη. Ετυχε να την ζήσω στην τελευταία ευθεία της κούρσας των δημοτικών εκλογών του 2010 και μέσα από την εθελοντική συμμετοχή μου στο γραφείο Τύπου της, να γνωρίσω τους ανθρώπους της, το παρελθόν της και κυρίως τον ηγέτη και σημερινό δήμαρχο της πόλης μας, της Θεσσαλονίκης».
Ήταν η εποχή που είχα μείνει χωρίς δουλειά και κάποιος «σφύριξε» στον Τραϊανό Χατζηδημητρίου πως ο Μπουτάρης ψάχνει δημοσιογράφο. «Θα πληρωθείς», μου είπε στο τηλέφωνο ο Νούλης, «και που ξέρεις, αν κερδίσει τις εκλογές μπορεί και να βολευτείς πουθενά». Εκλεισα αμέσως ραντεβού με τον κυρ – Γιάννη. Εδειχνε να βιάζεται. Σα να είχε πάρει φόρα και πήγαινε με κεκτημένη ταχύτητα. Αραγε, σε τοίχο θα έπεφτε; Τη δημαρχία θα έπαιρνε; Κανείς δεν ήξερε. Ούτε κι ο ίδιος. Μπήκα στο παλιό γραφείο της «Πρωτοβουλίας» το επόμενο πρωί. Είπαμε πέντε πράγματα κι αφού κατάλαβα τι χρειάζεται, τού ξεκαθάρισα πως δέχομαι να το κάνω μόνον χωρίς αμοιβή και μόνον για όσο χρόνο θέλω . Ένα απόγευμα, δύο μήνες, μία ζωή, δεν ήξερα κι ούτε το ένιωθα σημαντικό να διευθετηθεί εκείνη τη στιγμή. Εκλεισα την πόρτα, πήγα για καφέ με τη γυναίκα μου και προσπάθησα να της εξηγήσω για ποιο λόγο η εμπειρία μου από την τοπική αυτοδιοίκηση μ’ έκανε να αποφασίσω πως την εμπλοκή μου με τον Μπουτάρη έπρεπε να την ζήσω μόνον ως εμπειρία και όχι ως δουλειά.
Από την επόμενη μέρα ξεκίνησα να γράφω δελτία Τύπου της παράταξης. Μην φανταστείτε τίποτα δύσκολο. Εβγαιναν τα ραντεβού του δημάρχου με φορείς, τα μοιράζαμε, έμπαινα στο αμάξι του Μπουτάρη και πηγαίναμε να συναντήσουμε «τον κόσμο» που λίγο καιρό αργότερα θα ζητούσαμε να μας ψηφίσει. Μετά επέστρεφα στο γραφείο, συμβουλευόμουνα τις σημειώσεις κι έβγαζα μια ανακοίνωση. Μέρα με την μέρα μάθαινα πράγματα. Για τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης, για το καθεστώς Παπαγεωργόπουλου που τα είχε ρημάξει όλα. Μάθαινα πράγματα και για τον Μπουτάρη. Παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του, κατέγραφα τα επιχειρήματά του, έψαχνα την ειλικρίνεια και τις πραγματικές προθέσεις πίσω από τα λόγια. Εψαχνα το κίνητρο που είχε για να μπει σ’ αυτήν την ψυχοφθόρα διαδικασία. Εψαχνα το «δίκιο» που έχει κάθε άνθρωπος, άσχετα αν τον έχουμε κατατάξει στους «καλούς» ή στους «κακούς» της ταινίας που παίζεται μπροστά στα μάτια μας.
Κατάλαβα πως ο Μπουτάρης είναι κάτι καινούριο στην αυτοδιοίκηση. Κάτι καινούριο στη Θεσσαλονίκη. 68 χρονών «καινούριος». Θεέ μου, τί γράφω ο άνθρωπος… Κι όμως έτσι ήταν. Ο κυρ – Γιάννης διεκδίκησε τις εκλογές αφήνοντας τον κόσμο να αποφασίσει αν θέλει τον ίδιο δήμαρχο, την ίδια «λογική», το ίδιο «καθεστώς» ή αν θέλει κάτι καινούριο. Κι ο κόσμος προτίμησε το καινούριο. Το άγνωστο, αφού την Πρωτοβουλία δεν την ήξερε κανείς. Το ρίσκο, αφού ο Μπουτάρης δεν υπόσχονταν παρά ελάχιστα. Το «ανορθόδοξο», αφού η παράταξη αυτή δεν τηρούσε κανέναν κανόνα πολιτικώς ορθής προεκλογικής εκστρατείας. Ηταν όλοι στην καρακοσμάρα τους. Ωραίοι για παρέα στο καφέ του μουσείου φωτογραφίας, ιδανικοί για κοινό στη Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών. Ουρανοκατέβατοι, όμως, για δημοτικοί σύμβουλοι, αντιδήμαρχοι και «επίσημοι», με τα δεδομένα που ως τότε είχαν διαμορφωθεί από τον ατσαλάκωτο και την παρέα του. Το τι συνέβη στις 7 και 14 Νοεμβρίου το ξέρετε. Αφού εξελέγει δήμαρχος αυτός ο απίστευτος τύπος με το διαμαντένιο σκουλαρίκι και τις τιράντες… όλα μπορούν να συμβούν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πάμε όμως στο σήμερα. Στο απογοητευτικό σήμερα της συμπλήρωσης ενός χρόνου διοίκησης Μπουτάρη. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί εκπλήσσονται πολλοί που δεν έχουν αλλάξει παρά ελάχιστα πράγματα στην εικόνα, στις υποδομές και στην προοπτική της Θεσσαλονίκης. Ισως γιατί οι προσδοκίες μας παρά ήταν μεγάλες. (Ευτυχώς που ήταν μεγάλες γιατί αλλιώς δε θα γίνονταν η αλλαγή, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Ισως γιατί το πολιτικό μομέντουμ άφηνε περιθώρια αλλαγών από το τίποτα και χωρίς κόστος. Εντάξει, το παραδέχομαι: Τίποτα δεν αλλάζει από το τίποτα και σίγουρα τίποτα δεν αλλάζει χωρίς κόστος, οικονομικό, εκλογικό, προσωπικό, ωστόσο βασισμένος στο ένστικτο θα πω ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Πάλι καλά που απλώς τον δείρανε και δεν τον σκοτώσανε τον Μπουτάρη. Πάλι καλά που δεν έγινε κανένας τσαμπουκάς μέσα στο ΠΑΣΟΚ να σηκωθούν να φύγουν τα στελέχη του και να γίνει χαμός. Πάλι καλά που και οι της «Πρωτοβουλίας» δεν προσπάθησαν να «καπελώσουν» τον δήμαρχο για να τον διαδεχτούν. Σας μιλάω για πράγματα που συμβαίνουν στην αυτοδιοίκηση, που συμβαίνουν στους ανθρώπους, ειδικά όταν αυτοί διαχειρίζονται την φτώχια και την μιζέρια της σύγχρονης ζωής στις μεγαλουπόλεις. Κι εμείς μια τέτοια κατάσταση βιώνουμε. Από τη μία είμαστε για τη φυλακή κι από την άλλη για το τρελάδικο. Στα όρια της κατάθλιψης και της παραφροσύνης. Ετοιμοι για την μεγάλη υπέρβαση ή το έγκλημα.
Δεν ξέρω πως θα το πάρετε αλλά εγώ δεν περίμενα ούτε στο τέλος της τετραετίας να έχουν γίνει χειροπιαστές αλλαγές από τη διοίκηση Μπουτάρη, πόσο μάλλον στο τέλος του πρώτου χρόνου. Εγιναν τεράστιες «μαλακίες» και το θεωρώ φυσιολογικό αφού αυτοί που τις έκαναν ήταν άπειροι (κάποιοι έχουν και μία φυσική ροπή προς τη μαλακία). Υπήρξαν και αστοχίες λόγω υπερτίμησης δυνατοτήτων. Υπήρξε και ολιγωρία, ανοργανωσιά, λάθος άνθρωποι σε λάθος θέσεις. Πολιτική «πουστιά» όμως δεν υπήρξε. Όλα τα λάθη έγιναν με τιμιότητα. Και δεν είναι που δεν έγινε τίποτα. Απλά έγιναν πολλά πράγματα λιγότερο από μισά. Εντάξει, η πόλη αδυνατεί να κρύψει τα σκουπίδια της. Ας μακαρίσουμε τους προηγούμενους που τα έκρυβαν (όχι τα μάζευαν). Συμφωνώ, το κυκλοφοριακό θα λυθεί ευκολότερα λόγω κρίσης παρά λόγω παρεμβάσεων οδικών. Εγινε όμως μια αρχή. Κάποιοι άρχισαν να δουλεύουν. Χάσαμε χρόνο μιλώντας για τον Καραμανλή, τον Κεμάλ και άλλες παπαριές. Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Παιδικές διοικητικές ασθένειες είναι και ξεπερνιούνται. Εχουμε προβλήματα με τα σχολεία, τους οργανισμούς, τον πολιτισμό, τα έργα που ξεκίνησαν από τον Παπαγεωργόπουλο και ακόμη να τελειώσουν (για καινούρια, αναμείνατε στο ακουστικό μπας και μπει κάνα φράγκο στα άδεια ταμεία)…
Δε με πειράζει, σας το λέω αλήθεια. Είμαι προετοιμασμένος να το πιω όλο το πικρό ποτήρι της διοίκησης Μπουτάρη. Να ανεχτώ το μπάχαλο και το «κουτουρού». Να απολογηθώ για κάθε χοντράδα που θα πει. Για κάθε Πασοκική χαζομάρα που θα συμβεί και για κάθε κουτοπονηριά αντιδημάρχων που έχουν αρχίσει να κάνουν ήδη προεκλογική εκστρατεία. Αυτοδιοίκηση είναι, τα έχει αυτά. Εδώ ψηφίζαμε από Φατούρο μέχρι Χρύσα Αράπογλου! Το θέμα για μένα (και δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε) είναι να ξηλωθεί μια για πάντα το προηγούμενο παράλογο καθεστώς. Να αλλάξουν όλα, κι ας μην γίνουν καλύτερα. Αυτό το «να αλλάξουν» νιώθω πως ξεκίνησε.
Επιστρέφω στις μνήμες της προεκλογικής εμπειρίας μου πλάι στον κυρ – Γιάννη. Θυμάμαι ένα απόγευμα στη γειτονιά της Ξηροκρήνης που προσπαθούσε να εξηγήσει στους αγανακτισμένους κατοίκους ότι ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει για τα «μπουρδέλα» και την ασχήμια της περιοχής τους. Αυτοί τον άκουγαν αιφνιδιασμένοι, ίσως γιατί περίμεναν πως θα τους υποσχεθεί τον ουρανό με τα’ άστρα. Φύγαμε και οι περισσότεροι υποψήφιοι σύμβουλοι ήταν απογοητευμένοι. Ο Μπουτάρης ήξερε πως τους είχε πείσει με την ειλικρίνειά του. Θυμάμαι ότι «τα έχωσε» προεκλογικά στους υπαλλήλους του Δήμου, δεν επεδίωξε κολλητιλίκια όπως τα «έψαλε» και στους ταξιτζήδες που μπαίνουν στις λωρίδες των λεωφορείων. Θυμάμαι πόσο συγκινήθηκε στο «Ασυλο του παιδιού» για το οποίο είχε ακούραστα εργαστεί η συγχωρεμένη η γυναίκα του. Θυμάμαι πώς μιλούσε γι’ αυτήν, για την Αθηνά του αλλά και για τα παιδιά και τα εγγόνια του. Δεν ξεχνώ πόσοι του θυμίζανε ιστορίες από την κοινωνική προσφορά του, τις επιχειρήσεις του, τον τόπο καταγωγής του. Ιστορίες που αποδείκνυαν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε καταφέρει πράγματα, είχε φανεί χρήσιμος, είχε βάλει ένα λιθαράκι στο μνημείο του «καλού». Καμιά φορά τον περιμέναμε με τον Νίκο, τον οδηγό του, κάτω από το σπίτι του στη Λ. Νίκης. Πάντα αργούσε. Οπουδήποτε και να πηγαίναμε αργούσε. «Χημείο» κανονικό. Ένα πρωί ανέβηκα να του υπενθυμίσω ότι είχαμε καθυστερήσει. Ανοιξα την πόρτα, τον βρήκα κάπως αναστατωμένο, φανερά ανέτοιμο να βάλει ένα παλτό και να φύγουμε κι όταν τον κοίταξα στα μάτια μου σιγοψιθύρισε: «Πω, ρε συ, κάποιες φορές έχω την αίσθηση ότι θα βγει από μια γωνιά η γυναίκα μου και θα με μαλώσει που καθυστέρησα. Δεν ξέρω τι μου συνέβη. Κάθισα κι άρχισα να σκέφτομαι. Πήγαινε κάτω και σε δέκα λεπτά κατεβαίνω». Ε, λοιπόν εγώ αυτού του ανθρώπου του δίνω κι άλλη πίστωση χρόνου. Τον εμπιστεύομαι και μαζί και τους συνεργάτες που διάλεξε, άσχετα με το αν εγώ ούτε τους μισούς δε θα διάλεγα. Παρακαλάω να είναι καλά στην υγεία του γιατί είναι 69 ετών και μπορεί ανά πάσα στιγμή αυτή η καθημερινότητα να τον καταβάλει. Παρακαλώ να έχουν όρεξη για δουλειά τα στελέχη του, να μην του βάζουν τρικλοποδιά οι εργαζόμενοι, να μη χειροτερέψουν τα οικονομικά μεγέθη κι έχει ακόμη λιγότερα χρήματα για να παρουσιάσει έργο. Να μας «πουλήσει» ωστόσο δεν το παρακαλάω, δεν το φοβάμαι. Το έχω δει στα μάτια όλων στην Πρωτοβουλία όταν αγωνιούσαν για τα αποτελέσματα, όταν διάλεγαν το αουτσάιντερ, όταν ο φόβος τούς έπαιρνε από κάτω. Ισως στο τέλος μας απογοητεύσουν. Σάματις τους βοηθήσαμε και καθόλου; Λαμόγια πάντως δεν είναι, χέρι στα ταμεία δε βάζουν και ο πολιτικός πήχης τον οποίο ανέβασε πολύ ψηλά ο κόσμος της Θεσσαλονίκης αλλάζοντας σελίδα στα του Δήμου, τους υπαγορεύει να διαχειριστούν με αξιοπρέπεια ακόμα και την αποτυχία τους. Σας δίνω ραντεβού για του χρόνου τέτοια εποχή. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ σε τι κατάσταση θα είναι η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Εχω μια ελπίδα πως κάτι καλό θα γεννηθεί. Αρκεί να το πιστέψουμε. Αγαπητέ μου αναγνώστη: «Γουστάρεις ακόμη;»
Υ.Γ.: Γαμώτο μου, πέρασε τόσο γρήγορα κι αυτός ο χρόνος. Αυτό κι αν είναι αποτυχία για όλους μας. Αμήχανοι παραμιλάμε στους δρόμους χωρίς λεφτά, χωρίς ελπίδα, χωρίς αισθητική, χωρίς ηρεμία, χωρίς να νιώθουμε το δρόμο που βαδίζουμε και… μετά μας φταίει, λέει, ο Μπουτάρης που δεν έκανε τίποτα έναν ολόκληρο χρόνο. Λες και κάναμε εμείς…
Υ.Γ.2: Στη φωτογραφία Παπαγεωργόπουλος και Μπουτάρης συνομιλούν την επομένη των εκλογών στο γραφείο του πρώτου. Είναι η μόνη φωτογραφία που με βρήκα κι εμένα όλο αυτό το δίμηνο. Στέκομα πίσω, έχω στα χέρια το τετράδιο και κρατάω σημειώσεις. Θα την κρατήσω και τη φωτογραφία και το τετράδιο. Φοβάμαι, βλέπετε, πως σύντομα θα τα έχω ξεχάσει όλα αυτά. Και δε θέλω. Νιώθω πως με κάνει καλύτερο το να τα θυμάμαι.