Γράμμα από την Αμερική
Μερικές φορές τα φαινόμενα απατούν. Και η γνώση γίνεται όπλο. Ένα πολύτιμο μάθημα που έρχεται από την Αμερική και αξίζει να διαβαστεί.
Της αγαπημένης μου φίλης Ελένης Καρασαββίδου.
Μετά από μικρές διορθώσεις ορθογραφίας και σύνταξης (αρρώστια μου αλλά ανώδυνη νομίζω) το δημοσιεύω ολόκληρο και θα ήθελα να το διαβάσετε όσο γίνεται περισσότεροι.(κάντε κουράγιο …3-4 λεπτών ανάγνωσης, δε μας κυνηγάνε δα, Σαββάτο απόγεμα…)
*H εισαγωγή είναι του Γιάννη Τσολακίδη
«Βρίσκομαι στην καρδιά του κτήνους, αλλά δεν προσεύχομαι στον Θεό. Αναλογίζομαι τις αναπαραστάσεις που το ανθρώπινο είδος προσπάθησε να αποδώσει στον Μύθο του Ιωνά. Στην τριήμερη απελπισία του που δεν έγινε ποτέ προσωπικός αγώνας ώστε να γδάρει τις παλάμες του προς την διαφυγή, αλλά γύρεψε σωτηρία εκ Θεού, σωτηρία «από πάνω». Προσεύχομαι στον άνθρωπο. Στις λέξεις του, που είχα ξεχάσει πόσο μπορούν να με συγκινούν.
Σε έναν κόσμο που οι πολιτικές ήττες είναι βαθιά προσωπικές και που η συμπλήρωση της πολιτικής διαστροφής ταυτίζεται με την απώτατη δύναμη κι όμως ακύρωση της «δημοκρατίας»- την ενσωμάτωση της αντιπολίτευσης να συνεπάγεται την ακύρωσή της δηλαδή- πρέπει να μάθω να ξαναπιστεύω στις λέξεις. Από την αρχή.
Αυτός ο Άνθρωπος μπορεί να με κάνει να ξαναπιστέψω, συλλογίζομαι. Τον λένε Jamal Joseph. Φέτος, καθώς συμπληρώνονται 50 χρόνια από την γέννηση ενός σπουδαίου και ίσως του πολιτικά εντονότερου κινήματος του ‘60, αυτό των μαύρων πανθήρων, ο Jamal που έκανε φυλακή, ο Jamal, 15χρονο παιδί του μαύρου προλεταριάτου τότε, καθηγητής στο Columbia σήμερα, στέκεται στο βήμα του πανεπιστημίου και μιλά. Στην πραγματικότητα δεν μιλά. Θυμάται. Ίσως γι’ αυτό οι λέξεις του έχουν γνησιότητα.
(Θυμάται) Την νύχτα εκείνη που ξέσπασαν οι ταραχές στο Harlem, το κυνηγητό, τις δολοφονίες, κάτι σκοτεινούς αγγέλους με πέτσινα που όρθωσαν το ανάστημα τους απέναντι στους ένστολους χρησιμοποιώντας με αποφασιστική ηρεμία λέξεις βαρύγδουπες όπως Συνταγματικα Δικαιώματα και τον προστατεύσανε, την έντρομη επιστροφή στο σπίτι και την δακρυσμένη σιωπή της γιαγιάς που τον πήρε στην αγκαλιά της δίχως να του κάνει παρατήρηση, ακούγοντας στην τηλεόραση τις δολοφονίες μαύρων παιδιών από σφαίρες…
Λίγες ημέρες μετά ο Jamal θα έφτανε στα γραφεία των συκοφαντημένων Αγγέλων με τα Πέτσινα, ανδρών και γυναικών, ακόμη ένας σταθμός στην μακριά σειρά των έκπτωτων που θέλησαν (σ’ αντίθεση με τους καλοενταγμένους συντρόφους παπάδες ή δασκάλους και την χυδαιοποίηση των ηθικών λέξεων που επικαλούνται) να πάρουν την σωτηρία τους μόνοι κι όχι να τους δοθεί εκ θεού αν παραδίνονταν, πλάθοντας το μέτρο της ηθικής στο ύψος της ελευθερίας πράξεων και επιλογών. Έτρεμε όταν περίμενε καθώς οι συνομήλικοι του, πιο πολύ φοβισμένοι, ψιθύριζαν τις φήμες πως για να γινόσουν μέλος έπρεπε να δολοφονήσεις έναν λευκό ή ακόμη και να φέρεις την καρδιά του.
Όταν η πόρτα του γραφείου άνοιξε, ο Jamal έκανε το πρώτο βήμα που θα τον οδηγούσε στην κατανόηση πως ο αγώνας, αν ήθελε να είναι αγώνας, δεν θα ήταν φυλετικός ή θρησκευτικός (όπως οι αποκτηνωμένοι θαρρούν σήμερα μετά την κατάρρευση των «ιδεολογικών μπλοκ») αλλά ένας πανανθρώπινος ταξικός αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ένα αμφιθέατρο χειροκροτάει: Την λέξη «ταξικό». Κοιτάζω γύρω μου. Η ίδια η διαδρομή του Jamal από το περιθώριο στην γνώση, oι σχεδόν δωρεάν συγκοινωνίες για ανθρώπους άνω των 62, για ανάπηρους, άνεργους ή βετεράνους σε κάποιες πολιτείες, η κατοχή θεμελιακών τομέων από τον Δημόσιο τομέα, μαζί με αυτό το χειροκρότημα, με κάνουν να σκεφτώ πως η Αμερική, παρά τα απίστευτα λάθη των ηγετικών κύκλων της στην εξωτερική πολιτική, (ποια η διαφορά με όσα έπραξαν οι Αθηναίοι εναντίον των Μιλήσιων; καμία) παρά τις τεράστιες αντιφάσεις και τις ανισότητες κι ένα αποχαυνωμένο κατά τόπους κοινό, είναι την ίδια στιγμή για τα δεδομένα του βαριά αρρωστημένου καιρού μας, τουλάχιστον επί Ομπάμα, το πιο σοσιαλιστικό , το πιο «κοινωνιστικό κτήνος» όχι που μπορώ να σκεφτώ αλλά που έχω γνωρίσει. Σε πλήρη αντίθεση με την Ευρώπη των ημερών μας και φυσικά με τα κράτη του «υπαρκτού».
Ο Jamal σιωπά, 50 χρόνια μετά. «Ξέρετε», λέει. «Κανείς δεν μου ζήτησε να σκοτώσω λευκό». Και συνεχίζει θυμίζοντας την ανεκτίμητη αξία των ανθρωπιστικών επιστημών στον καιρό της αγοράς αφού η αληθινή δράση δεν έχει σχέση με την εκτόνωση αλλά με την ηθική επιλογή σκεπτόμενων ανθρώπων. Θυμίζοντας στην πραγματικότητα την ανεκτίμητη αξία τους, στον καιρό ενός ραγδαία εξελισσόμενου εκφασισμού, όπου, όπως και τότε, στην «Πλάνη του Γερμανικού Αστισμού» (Τόμας Μαν) θεωρήθηκε πως η Παιδεία δίχως Πολιτική Συνείδηση (δίχως την συνείδηση απέναντι στην «Πόλη», στο συλλογικό «άλλο» που όμως προσωποποιείται απόλυτα και παίρνει το πρόσωπο που κάθε φορά συναντάς στην καθημερινότητα) θα μπορούσε να δημιουργήσει μια «ανώτερη ράτσα». Ενώ το μόνο που δημιούργησε ήταν το είδος του ανθρώπου που έκλαιγε όταν άκουγε Βάγκνερ και γέλαγε όταν σκότωνε παιδιά…
Κι ο Jamal, που ήταν ένα παιδί που θα μπορούσε εύκολα να σκοτώσει ο λευκός, ηθικός, ανώτερος κόσμος του τότε, συμπληρώνει χαμογελώντας με νόημα: «Όταν ο τύπος στο γραφείο έβαλε όμως το χέρι στο συρτάρι, ήμουν σίγουρος πως θα μου ‘δινε ένα όπλο για να εκπαιδευτώ. Κι εκείνος έβγαλε και μου ‘βαλε στο χέρι ένα δεμάτι βιβλία. «Αδερφέ! Νόμιζα πώς θα με όπλιζες!» του είπε με την ορμή μιας παραπονεμένης κι έκπληκτης εφηβείας. «Να με συγχωρείς αδερφέ! Μόλις το έκανα!» Του απάντησε…
Είχα ξεχάσει πόσο οι λέξεις, που της ερωτεύτηκα μικρό παιδί, μπορούν να με κάνουν να δακρύσω. Τόσο μακριά από την πατρίδα κι από τους φθόγγους μιας γλώσσας μητρικής.. Μα τόσο κοντά στην καρδιά. Όχι του κτήνους. Μα του Ανθρώπου. Ή έστω αυτού που θα έπρεπε, που θα μπορούσε ο Άνθρωπος να είναι.
Στον Jamal Joseph, στους Μαύρους Πάνθηρες. Πενήντα Χρόνια Μετά»