Γύρνα πίσω
Γεμάτος ενέργεια και καλή διάθεση, καβαλώ το αυτοκινητάκι μου και εκδράμω, Κυριακή πρωί, για τις ακτές της γειτονικής Χαλκιδικής.
Ζέστη, το θερμόμετρο στη σκιά βαράει κόκκινα. Γεμάτος ενέργεια και καλή διάθεση, καβαλώ το αυτοκινητάκι μου και εκδράμω, Κυριακή πρωί, για τις ακτές της γειτονικής Χαλκιδικής.
Μόλις βγω στον περιφερειακό με ζώνουν μαύρα φίδια. Μια ατέρμονη σειρά αυτοκινήτων κινείται με ρυθμό χελώνας. Απτόητος συνεχίζω, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι θάναι κάτι προσωρινό, ίσως κάποιο ατύχημα, ίσως η κατάσταση, θα στρώσει λίγο πιο κάτω. Δίπλα μου και άλλοι οδηγοί βιώνουν το ίδιο μαρτύριο. Μπροστά μου σε ένα καμπριολέ μια παρέα νεαρών το διασκεδάζει. Η μουσική στη διαπασών, από εκείνα τα ηχοσυστήματα τα πανάκριβα, που κάποιοι «κάγκουρες» έχουν εφοδιασμένα τα αυτοκίνητά τους. Η φωνή της Στανίση γεμίζει τον αιθέρα.
«Σ’ έχω κάνει Θεό, μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ, γύρνα πίσω…».
Οι γκόμενες στο καμπριολέ ανεμίζουν καπέλα και μαντήλια, σε κατάσταση διονυσιασμού.
Κάτι μέσα μου με τσιγγλάει: «Γύρνα πίσω, γύρνα πίσω», αλλά την άλλη στιγμή μια άλλη φωνή με προτρέπει: «Προχώρα» και προχωρώ.
Μετά από μιάμιση ώρα φτάνω στην κοντινότερη ακτή, υπό άλλες συνθήκες απόσταση μισής ώρας. Παρκάρω το αυτοκίνητο σε ένα οικόπεδο μαζί με εκατοντάδες άλλους, παίρνω πετσέτες, μαγιό, ομπρέλα θαλάσσης και ολοταχώς «παρά θιν’ αλός» και ξαφνικά ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα.
Δεν είναι δυνατόν αυτό που βλέπω μπροστά μου. Εκατοντάδες λουόμενοι να συναθροίζονται μέσα και έξω από τη θάλασσα. Με μεγάλο κόπο βρίσκω μια σπιθαμή άμμου και στριμώχνω την πετσέτα μου. Βαθιά ανάσα, βγάζω αντηλιακά, αλείφομαι για να μη με κάψει ο ήλιος, και προσπαθώ να «ξαπλώσω» ανάμεσα στα πόδια μια κυρίας και στο κεφάλι κάποιου άλλου. Τα καταφέρνω και κλείνω τα μάτια να ονειρευτώ κάποιο άλλο μέρος, με γαλαζοπράσινα νερά, με λίγο κόσμο. Αλίμονο όμως το όνειρο διακόπτεται βιαίως. Κάποιοι νεαροί που παίζουν ρακέτες μέσα στο πολύβουο πλήθος φρόντισαν να ταλαιπωρούν με το μπαλάκι τους εμένα και δεκάδες άλλους.
«Σ’ έχω κάνει Θεό, γύρνα πίσω» μου λέει μέσα μου η φωνή. «Όχι δε θα σου κάνω τη χάρη» της απαντώ και ξανακλείνω τα μάτια. Δίπλα μου ακούω μέσα στο αυτί μου μια τσιρίδα: «Γιωργάκηηηηηη έλααααα, πάρε το κεφτεδάκι σου». Ανοίγω τα μάτια και βλέπω από επάνω μου να ίπταται ένας κεφτές.
«Δε θέλω κεφτεεεεεεεε σου είπα, θέλω αχλάδιιιιιι» ακούγεται η φωνή του μπόμπιρα. Και να πάλι ο κεφτές να ακολουθεί επάνω από το κεφάλι μου την αντίστροφη πορεία. «Δεν είναι δυνατόν, ψιθυρίζω, δεν είναι αλήθεια, πρέπει να έχω παραισθήσεις». Ρίχνω λίγο νερό στο κεφάλι μου και ξαπλώνω και πάλι στην πετσέτα μου. Λίγο τα νεύρα μου, λίγο η ζέστη, ένοιωθα να με σιγοπαίρνει ο ύπνος και ξαφνικά νοιώθω καφτή άμμο επάνω στο κορμί μου. Τινάζομαι επάνω, το κορμί μου γεμάτο άμμο, που καθώς σηκώθηκε «έλουσε» τον διπλανό μου και παραδίπλα κάτι μπόμπιρες με τα κουβαδάκια γεμάτα άμμο να ξεκαρδίζονται στα γέλια, καθώς με είδαν να τινάζομαι αλλόφρων.
Προσπαθώ να ηρεμίσω με μια βουτιά στη θάλασσα. Τι το θελα ο τάλας; Καμιά 50αρια πιτσιρίκια γύρω μου να χτυπάν χέρια πόδια μέσα στο νερό, να μη ξέρεις από πού σου έρχονται μπαλάκια και μπάλες.
Βγαίνω από τη θάλασσα σε κατάσταση αμόκ. Μαζεύω πετσέτες, αντιηλιακά, ομπρέλα, και πηγαίνω προς το αυτοκίνητο να πάρω το δρόμο της επιστροφής.
«Σ’ έχω κάνει Θεό, γύρνα πίσω» εξακολουθεί η φωνή μέσα μου.
«Σκάσε κι εσύ, επιστρέφω, λύσσαξες».
Επιστρέφω, μια κουβέντα ήτανε. Το αυτοκίνητό μου αδύνατον να μετακινηθεί. Με είχαν κλεισμένο. Μετά από ένα δίωρο και ενώ άρχισα να έχω παραισθήσεις, κάποιος νεαρός έρχεται να πάρει το αυτοκίνητο που με εμπόδιζε.
-«Ρε φίλε..» ψελλίζω
-«Τι έγινε κύριος; Γνωριζόμαστε;»
-«Ξέρεις με κλείνεις και περιμένω δυο ώρες να έρθεις»
-«έλα μωρεεεεε και τι είναι δυό ώρες μπροστά στην αιωνιότητα; Η Πηνελόπη περίμενε 10 χρόνια τον Οδυσσέα».
Μπήκα φουριόζος στο αυτοκίνητό μου και απομακρύνθηκα πριν περάσουν «μαύρες σκέψεις» από το μυαλό μου. Άνοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μήπως χαλαρώσω. Η φωνή της Στανίση τραγουδούσε: «Σ’ έχω κάνει Θεό, μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ, γύρνα πίσω», «γύρνα πίσω», «γύρνα πίσω», «γύρνα πίσω». Δυό λέξεις που επαναλάμβανα μονότονα μέχρι αργά τη νύχτα που έφτασα στο σπίτι μου.