Parallax View

Γύρω γύρω όλοι / Πού είν’ ο Μανώλης;

Ο Σάββας Πατσαλίδης είδε πριν από λίγες μέρες στη Μονή Λαζαριστών (μεγάλη σκηνή) τη νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ και γράφει γι' αυτήν

Σάββας Πατσαλίδης
γύρω-γύρω-όλοι-πού-είν-ο-μανώλης-1257794
Σάββας Πατσαλίδης

Είδα πριν από λίγες μέρες στη Μονή Λαζαριστών (μεγάλη σκηνή) τη νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ «MANOLIS: Καρδιά σε τέσσερις χορδές», σε κείμενο της Ιόλης Ανδρεάδη και του μόνιμου συνεργάτη της, Άρη Ασπρούλη—μια συνεργασία που άρχισε το 2015 με την «Οικογένεια Τσέντσι».

Όπως και στο παρελθόν (βλ. «Ελένη», «’Ιων», «Αρτώ»), έτσι και εδώ η Ανδρεάδη επιλέγει να αναμετρηθεί σκηνοθετικά με μια ξεχωριστή προσωπικότητα, τον Μανώλη Χιώτη, μια κορυφαία μορφή του αστικού λαϊκού τραγουδιού (αρχοντορεμπέτικου). Για τους μη γνωρίζοντες, ο Χιώτης είναι  αυτός που πρώτος εγκαινίασε την παράδοση του «κοσμικού κέντρου» (με το «Πιγκάλ»), αυτός που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, κυρίως μέσα από το πρόγραμμά του στο γνωστό κέντρο «Σπηλιά», εκεί όπου γυρίστηκαν και οι περισσότερες συμμετοχές του στην ελληνικό κινηματογράφο, αυτός που έγινε «εξαγώγιμο» προϊόν της ελληνικής διπλωματίας–μέχρι και στον Λευκό Οίκο είχε φτάσει η χάρη του, όπου τραγούδησε στα γενέθλια του πρόεδρου της Αμερικής Λίντον Τζόνσον, με παρούσες  στο ακροατήριο την Γκρέυς Κέλυ (Ελένη Θυμιοπούλου) και τη Μαρία Κάλλας (Φωτεινή Τιμοθέου).  

Αυτό το πορτρέτο, λοιπόν, επιχειρεί να φωτίσει η σκηνοθεσία της Ανδρεάδη. Προς τον σκοπό αυτό (ανα)συνθέτει  ενδεικτικά θραύσματα του βίου και της πολιτείας του Χιώτη, έχοντας ως πλοηγό λύσεις από τον χώρο της ονειρικής λογοτεχνίας, προκειμένου να έχει περισσότερη άνεση χειρισμού των κυλιόμενων χωρικοτήτων και χρονικοτήτων του αφηγηματικού καμβά. 

Η σκηνοθετική πρόθεση σαφής: Θέλει να στήσει τα συστατικά μέρη του θεάματος κάπου ανάμεσα στο δραματικό «εκεί και τότε» της βιογραφίας και το πιο μπρεχτικό, μεταδραματικό «εδώ και τώρα» της επιτέλεσής της επάνω στη σκηνή της Μονής Λαζαριστών,  με απώτερο τερματικό την ανάδειξη του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από τον δεξιοτέχνη καλλιτέχνη, πίσω από την εικόνα.  Δηλαδή, την ανάδειξη του «πραγματικού» Μανώλη που παίζει μπουζούκι με την «καρδιά» του, εκεί όπου βρίσκεται και το μυστικό της επιτυχίας του.

Δομή: Οι σκηνές

Στην πρώτη σκηνή ακούμε τον Μανώλη Χιώτη (τον υποδύεται ο Γιάννης Καραμφίλης) να τραγουδά το σουξέ «Σε πότισα ροδόσταμο», έξω από τα φυλακές του Ωρωπού όπου κρατείται ο Μίκης Θεοδωράκης (Γιώργος Σφυρίδης).  Ακολουθεί η δεύτερη σκηνή που μας πάει πίσω στον χρόνο, όταν ο νεαρός Χιώτης (Χρήστος Στυλιανού) ακούει για πρώτη φορά να παίζεται στο πικ απ το τραγούδι του Γιάννη του Χαλκιά, «Το μινόρε του τεκέ». Εντυπωσιάζεται. Και κάπως έτσι αρχίζει και η γνωριμία του με τον χώρο που καταλήγει στην πρώτη του επιτυχία με το τραγούδι «Το χρήμα δεν το λογαριάζω», για να συνεχιστεί η ιστορία στην επόμενη σκηνή με τη δολοφονία του πατέρα του, Διαμαντή Χιώτη, από γνωστό χασισέμπορο της εποχής, τον Φώτη τον Μουρκάτο (Μανώλης Φουντούλης). Σε τούτη τη σκηνή γνωρίζουμε και τη μητέρα του, τη Μαρία Χιώτη (Φωτεινή Τιμοθέου). Ακολουθεί η γνωριμία του με την πρώτη γυναίκα του, τη Ζωή Νάχη (Ελένη Θυμιοπούλου). Μαζί κλείνουν και τη σκηνή (τέταρτη)  με το τραγούδι «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω». Στην ίδια σκηνή σημαντικό ρόλο έχει και ο φίλος της Νάχη, ο ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος ( Χρήστος Μαστρογιαννίδης), ο οποίος γίνεται μάρτυρας και σχολιαστής του ρομάντζου που εξελίσσεται ανάμεσα στον Χιώτη και τη Νάχη (αμ’ πώς;!).

Στη συνέχεια μπαίνει στο κάδρο η γνωριμία του Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα (Δήμητρα Αντωνακούδη),–έχει προηγηθεί ο χωρισμός του από τη Νάχη– και ο δεκαετής τους γάμος. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο περίφημο ταξίδι του ζεύγους στην Αμερική (έκτη σκηνή), για να κλείσει η παράσταση στο νοσοκομείο Ιπποκράτειον, όπου ο Χιώτης, στις 19 Μαρτίου, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή σε ηλικία μόλις 49 ετών. Το τραγούδι πριν από την αυλαία ενδεικτικό: «Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις». 

Κριτικές επιφυλάξεις

Αυτή είναι με αδρές πινελιές η διάρθρωση του σκελετού της ιστορίας. Δεν υπάρχει η γνώριμη (ρεαλιστική) τακτοποίηση αρχής-μέσης- και τέλους. Το σώμα του κειμένου της παράστασης έχει τη μορφή pastiche που συνθέτουν στιγμιότυπα/highlights της ζωής του, με στόχο, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, την  «απλότητα και το βάθος».  Καλό ως πρόθεση. Όμως, η πρόθεση δεν αρκεί. Το θέμα είναι κατά πόσο ως πράξη, δηλαδή ως παραδοτέο επιτελεστικό κείμενο, πέτυχε να διεμβολίσει την εικόνα και να μας γνωρίσει το ανθρώπινο και «αόρατο», στον πολύ κόσμο, πορτρέτο του λαϊκού σταρ. Κατά πόσο πέτυχε να εξορύξει και να αξιοποιήσει στην πράξη πολύτιμο υλικό μέσα από τη ζωή αυτής της προσωπικότητας, ώστε να είναι πιο ολοκληρωμένη και «αληθινή» η (ανα)παράστασή της.  Κατά πόσο ως όλον είχε τα μουσικά ηχοχρώματα, την πειστικότητα, την ενέργεια και γενικά τον live ηλεκτρισμό του σανιδιού ώστε να φτάσει στον στόχο, στο επιθυμητό «βάθος», δηλαδή στην «καρδιά» που αναφέρει και ο τίτλος της παράστασης. 

 Η απάντησή μου λέει πως όχι, ιδίως στο πρώτο μέρος. Όσο και να το ήθελα, όσο και να περίμενα  (σχεδόν τρεις ώρες), δεν εισέπραξα την αύρα της εποχής, τις φωτοσκιάσεις της διαδρομής προς την κορυφή, τους παλμούς της καρδιάς, τις εκρήξεις ενός χώρου μεγάλο κομμάτι του οποίου ζούσε μέσα στην ένταση, το άγχος, την αντιπαλότητα, την εκδικητικότητα, την παρανομία, τους περίεργους ηθικούς κώδικες της νύχτας και, το κυριότερο, δεν εισέπραξα κάτι από τον Χιώτη-άνθρωπο, πέρα από μια απλοϊκή εικονογράφησή του, σε βαθμό «αγιοποίησης». 

Φεύγοντας αισθάνθηκα πως και μια επίσκεψη στις σελίδες της Wikipedia θα μου έδινε αυτές τις πληροφορίες. Καμιά σκηνή/εικόνα από τις επτά δεν ήταν αρκούντως «τσαλακωμένη», αρκούντως διεισδυτική, δεν είχε ρωγμές ικανές να φέρουν στο φως και πιθανά «άλλα» κείμενα, της καρδιάς και της ψυχής που κρύβονται κάτω από την εικόνα της δημοφιλίας, ώστε να εμπλουτίσουν αυτό το πορτρέτο του λαϊκού βάρδου με χρήσιμες πτυχώσεις. Στην πλατεία δεν έφτασε κάποια ώσμωση από τον περίγυρο, από μια Ελλάδα στραπατσαρισμένη μετά τον πόλεμο, μια  Ελλάδα με τις ταβέρνες, το περιθώριο, τους χωροφύλακες, το σκληρά ήθη, τις τελετουργίες της μαγκιάς. 

Με δυο λόγια, δεν υπήρχε στο σανίδι  η εύφλεκτη ύλη του χώρου και του χρόνου που κάνει την καρδιά να χτυπά δυνατά και ανεβάζει τον πυρετό, τον δικό μας και φυσικά των δρώντων προσώπων. Κυριαρχούσε γενικά μια υποθερμία και «καρδιακή ανεπάρκεια». Προφανής αντίφαση, εάν αναλογιστεί κανείς ότι το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκφράζει τον έρωτα, τα εμπύρετα πάθη, τα κρίματα, τα βάσανα, τους καϋμούς, τα καρδιακά εμφράγματα και τις ανατάσεις ψυχής απλών ανθρώπων. Μιλάμε για ένα μουσικό ιδίωμα εσωτερικών διαδρομών, όπως κάτι αντίστοιχο είναι τα  blues για τους Αφρικανο-Αμερικανούς.

Έχω δει ορισμένες δουλειές της Ανδρεάδη, όπου αναμειγνύει την έρευνα με τη μουσική (στέκομαι ειδικά στο «Κόκκαλο/Αρτώ»), όπως γνωρίζω και την ενασχόλησή της γενικά με τη θεωρία της περφόρμανς, μια θεωρία την οποία προσπαθεί να εμβολιάσει στη σκηνική πράξη– και πολύ καλά κάνει. Το θέατρο, ιδίως το ερευνητικό,  στις κούρβες φαίνεται και όχι στις ευθείες. Δυστυχώς αυτό που μας παρέδωσε στη Μονή Λαζαριστών ήταν μια παράσταση  χωρίς ευφάνταστες λύσεις, χωρίς  απρόσμενα αφηγηματικά και επιτελεστικά γυρίσματα,  τέλος πάντων χωρίς όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να κάνουν το «ποδοβολητό» των σκηνών και του συνόλου του θεάματος πιο ζωηρό, πιο ηχηρό, πιο αποκαλυπτικό και πιο «περίεργο».

 Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό  επηρέασαν τα μεγέθη της σκηνής που σαφώς ζητούσαν μια πιο «πανοπτική», συμπεριληπτική ματιά, πάντως μου φάνηκε πως ξεπερνούσαν τα μεγέθη των σκηνοθετικών λύσεων. Στα δικά μου μάτια, το παραδοτέο  ήταν πιο πολύ μια «οριζόντια» παράσταση χωρικής τακτοποίησης σωμάτων και αντικειμένων, παρά μια «κάθετη»  παράσταση ερμηνείας δράσεων και αντιδράσεων, δηλαδή μια παράσταση εμβάθυνσης και εμπλουτισμού του διαθέσιμου υλικού. Είδα μια παράσταση που αναλώθηκε με το οικείο (και περιγραφικό), το  «τι» της γραφής, και πέρασε σε δεύτερη μοίρα  το «πώς», με τις πολλές κρυμμένες ερμηνευτικές προοπτικές.  

 

Οι συντελεστές

Σε επίπεδο ερμηνειών, δεν είδα κάτι να ξεχωρίζει, παρ’ όλη την ποιότητα του καστ. Υπήρχε μια τάση τυποποίησης. Δεν ακούσαμε φωνές, εννοώ τις σωστές φωνές. Όλοι οι ηθοποιοί που γνωρίζω διαθέτουν αποδεδειγμένα καλές φωνές, όχι όμως εκείνες τις φωνές που απαιτούν τα ηχοχρώματα του συγκεκριμένου είδους λαϊκού τραγουδιού. Εξαιρώ τη Δήμητρα Αντωνακούδη, ως Μαίρη Λίντα, που εμφανίστηκε στο Β’ Μέρος και τόνωσε τη ρυθμικότητα και τη  live ενέργεια ενός θεάματος που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν «καθισμένο». Όλοι, ωστόσο, ως καλοί επαγγελματίες, έκαναν αυτά που τους ζητήθηκαν και τα έκαναν με φιλότιμο και δόσιμο. Όμως δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει η γενική εικόνα. 

Αδιάφορη  η σκηνική πρόταση της μόνιμης συνεργάτιδας της σκηνοθέτιδας (της Δήμητρας Λιάκουρα), όπως αδιάφοροι και οι φωτισμοί από τη γενικά καλή στη δουλειά της Χριστίνα Θανάσουλα, και χωρίς κάτι το ιδιαίτερο τα κουστούμια του Νίκου Χαρλαύτη (τη δουλειά του οποίου θαυμάσαμε στο «Βίρα τις Άγκυρες»).

Και κάτι γενικό, όμως σχετικό.

Το αίνιγμα της Μονής Λαζαριστών

Οι σκηνές της Μονής Λαζαριστών (μεγάλη και μικρή) είναι εδώ και είκοσι χρόνια το μεγάλο στοίχημα και ο μόνιμος πονοκέφαλος  κάθε καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Πώς  να τις γεμίσει, με τι υλικό και με τι κόσμο; Με δεδομένο ότι εκεί που βρίσκεται δεν έχει την υποστήριξη από τις όμορες περιοχές, η λύση συνήθως αναζητείται στις ανατολικές συνοικίες της πόλης και στο κέντρο. Όμως είναι γνωστό ότι ο Θεσσαλονικιός θεατρόφιλος δύσκολα «ταξιδεύει» για να δει μια παράσταση. Έμαθε να κινείται γύρω από τον Λευκό Πύργο. Εκεί είναι οι θεατρικές του αναφορές και μνήμες. Για να αποφασίσει να πάει μέχρι τη Μονή πρέπει να του δοθούν και τα ανάλογα ερεθίσματα. Το μουσικό θέαμα είναι μια κάποια λύση για τη μεγάλη σκηνή, όχι όμως ως επαναλαμβανόμενη λύση, εκτός και αν μιλάμε για κάτι πολύ ξεχωριστό. Και δεν νομίζω ότι με όρους ποιοτικούς, ο MANOLIS  ήταν τελικά  εκείνο το «ξεχωριστό». 

 Το πιθανότερο είναι ότι η παράσταση θα μαζέψει κόσμο. Δεν ξέρω για πόσο. Το θέμα όμως είναι, τι κόσμο; Αυτό που είδα όταν πήγα ήταν μια αίθουσα με κοινό κυρίως τρίτης ηλικίας. Θα μου πείτε και η τρίτη ηλικία δικαιούνται να ψυχαγωγηθεί, και μάλιστα από έναν κρατικό φορέα. Μα φυσικά. Όμως, εκτιμώ πως το κέρδος θα ήταν πολύ πιο μεγάλο και με περισσότερες μελλοντικές προοπτικές εάν εμφανίζονταν και οι νέοι στην αίθουσα, οι νέοι που δεν γνωρίζουν την παράδοση αυτή. Εκεί ναι, θα υπήρχε κέρδος. Και πραγματικά απορώ πώς μια νέα σκηνοθέτιδα, με δείγματα καλής πειραματικής (και όχι μόνο) δουλειάς, αντί να μας δώσει κάτι που να «εξιτάρει» τη φαντασία όλων μας, και κυρίως της νέας γενιάς, κάτι που να υπερβαίνει τα γνωστά και τα αναμενόμενα, κάτι που να δημιουργεί την αίσθηση του καινούργιου, του πρωτότυπου, του ασυνήθιστου, μας έδωσε μια  παράσταση παλιάς κοπής, χωρίς «λαϊκή» ψυχή και χωρίς βάθος, μια παράσταση που, λυπάμαι που θα το πω αλλά έτσι το νιώθω, χωρίς απολύτως κανένα ενδιαφέρον.

Εάν πάρουμε κατά γράμμα αυτό που η ίδια λέει, ότι δηλαδή «για να πετύχεις ως δημιουργός θα πρέπει ο θεατής που θα δει την παράστασή σου να έχει θεραπευτεί από κάτι, έστω πολύ μικρό μέσα του, από την ιστορία που είδε και άκουσε», ο MANOLIS της μάλλον δεν το πέτυχε. Δεν «θεράπευσε» τίποτα. Αν υπάρχουν κάποιοι που «θεραπεύτηκαν» δεν μπορώ να το ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, οι «αθεράπευτες» εντυπώσεις εδώ εκφράζουν αποκλειστικά εμένα.

Συμπέρασμα: Γύρω γύρω όλοι, πού είν’ ο Μανώλης;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα