H τηλεόραση που προτιμούσαμε

Λέξεις: Μαριάννα Τζιαντζή Υπάρχει ένα είδος τηλεόρασης, εξόριστο από τις κεντρικές λεωφόρους της τηλεθέασης και του prime time. Μια τηλεόραση που κάνει τον άνθρωπο-τηλεθεατή να αισθάνεται πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι στα μικρά και τα μεγάλα του πλανήτη, λιγότερο παθητικός και περισσότερο σκεπτόμενος. Ένα είδος τηλεόρασης που θα θέλαμε να βλέπαμε περισσότερο, αλλά μάλλον πρέπει να το […]

Parallaxi
h-τηλεόραση-που-προτιμούσαμε-9529
Parallaxi
1.jpg

Λέξεις: Μαριάννα Τζιαντζή

Υπάρχει ένα είδος τηλεόρασης, εξόριστο από τις κεντρικές λεωφόρους της τηλεθέασης και του prime time. Μια τηλεόραση που κάνει τον άνθρωπο-τηλεθεατή να αισθάνεται πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι στα μικρά και τα μεγάλα του πλανήτη, λιγότερο παθητικός και περισσότερο σκεπτόμενος. Ένα είδος τηλεόρασης που θα θέλαμε να βλέπαμε περισσότερο, αλλά μάλλον πρέπει να το ξεχάσουμε.

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παράγονταν αρκετές και καλές εκπομπές έρευνας, όπως ο «Εξάντας» του Γιώργου Αυγερόπουλου, το «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» του Στέλιου Κούλογλου, οι «Φάκελοι» του Αλέξη Παπαχελά, η «Εμπόλεμη ζώνη» του Σωτήρη Δανέζη, η «Έρευνα» του Παύλου Τσίμα, το «Focus» των Γιώργου Κουβαρά, Φάνη Παπαθανασίου και Γιώργου Αυγερόπουλου, το «Ριμέικ» της Ρένας Θεολογίδου, το «Κουτί της Πανδώρας» του Κώστα Βαξεβάνη κ.ά. Θα λέγαμε μάλιστα ότι οι περισσότερες είναι (ή ήταν) δυσανάλογα καλές, σε σύγκριση με το μέσο όρο των δελτίων ειδήσεων και των ενημερωτικών εκπομπών.

Η ύπαρξή τους φανερώνει πρώτον, ότι υπάρχει μια επαρκής τεχνογνωσία και ένα δημοσιογραφικό δυναμικό ικανό να καταπιαστεί με σύνθετα θέματα και δεύτερον ότι τα ίδια τα κανάλια, ιδίως τα κρατικά, αφήνουν κάποιο είδος ελευθερίας στις εκπομπές του είδους. Μάλιστα, όσο πιο βαθύ είναι το παρελθόν το οποίο διερευνούν οι εν λόγω εκπομπές και όσο πιο μακρινή είναι η χώρα στην οποία αναφέρονται, τόσο τα περιθώρια αυτής της ελευθερίας διευρύνονται. Είναι αυτονόητο ότι οι εκπομπές αυτές είναι πολύτιμες και θα μπορούσαν να θεωρηθούν το διαμάντι του τηλεοπτικού στέμματος, με τη διαφορά ότι λίγοι μπαίνουν στον κόπο να τις παρακολουθήσουν, αφενός επειδή συχνά οι περισσότερες είναι εξόριστες στη μεταμεσονύκτια ζώνη και αφετέρου επειδή οι λεγόμενες «σοβαρές» εκπομπές μοιάζουν να βρίσκονται στον αντίποδα της ελαφριάς ψυχαγωγίας και να διαιωνίζουν την τεχνητή διαίρεση ανάμεσα στο ποιοτικό και το ευτελές. Επίσης μολονότι οι τηλεοπτικές στήλες τις επαινούν, σπάνια ασκούν κριτική στον τρόπο του ενός ή του άλλου θέματος, σαν να συμφωνούμε όλοι με όλους, πράγμα που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, οι εκπομπές αυτές έχουν τη γενική αποδοχή, αλλά όχι την προοσοχή μας, αφού συνήθως τις προσπερνάμε με μια δυο καλές κουβέντες ή μια σύντομη περίληψη, έχοντας κάνει το καθήκον μας. Έτσι, παρά τις καλές προθέσεις των δημιουργών τους, συχνά οι εκπομπές αυτές γίνονται το άλλοθι και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους τόνους της μετριότητας (ας μη μιλήσουμε για σκουπίδια και χαρακτηριστούμε εμπαθείς) που μας σερβίρουν τα κανάλια.

*Η Μαριάννα Τζιαντζή είναι τηλεκριτικός της εφημερίδας Καθημερινή, το κείμενο της είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 121 της parallaxi.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα