Parallax View

H ξεκάθαρη εικόνα ενός «στημένου debate»

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος μοιράζεται τις σκέψεις του για τα όσα διαδραματίστηκαν στο debate για την ανάπλαση της ΔΕΘ το βράδυ της Κυριακής

Γιώργος Αγγελόπουλος
h-ξεκάθαρη-εικόνα-ενός-στημένου-debate-1322032
Γιώργος Αγγελόπουλος

Γράφω από τη θέση ενός Θεσσαλονικιού που και λόγω καταγωγής αλλά και λόγω παρελθόντος σε θέση ευθύνης έχει ακούσει με προσοχή τα διαφορετικά σχέδια αξιοποίησης του χώρου της ΔΕΘ που σε αρκετές παραλλαγές διατυπώνονται εδώ και μια δεκαπενταετία.

Το debate που διεξήχθη το βράδυ της Κυριακής, που υποδειγματικά οργάνωσε η parallaxi και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ-Γραφείο Θεσσαλονίκης, ήταν αποκαλυπτικό.

Το debate ανέδειξε τις διαφορετικές λογικές ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης. Οι λογικές αυτές διατρέχουν και διχάζουν την τοπική κοινωνία, οργανώνουν τη σχέση των τοπικών δομών εξουσίας με κύκλους εργολαβικών και άλλων επιχειρηματικών συμφερόντων, αναζητούν ερωτήσεις που θα νομιμοποιήσουν ένα καθεστώς αλήθειας ως προς το μέλλον της πόλης, προσφέρουν πολιτικό κεφάλαιο στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, προσφέρουν κερδοφορία σε τεχνικές και κατασκευαστικές εταιρίες ακόμα και για έργα που ποτέ δεν γίνονται (π.χ. υποθαλάσσια αρτηρία), συγκροτούν το τι θεωρείται αποδεκτό ή “στημένο” από τα ΜΜΕ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τελικά νίκησε η πόλωση…

Ο νικητής του debate για το μέλλον της ΔΕΘ είχε ήδη κριθεί πριν ξεκινήσει το debate. Aρκεί να αναλογιστούμε ότι πριν από έξι μήνες ήταν ελάχιστοι/ες όσοι/ες πρότειναν ένα μοντέλο αξιοποίησης του χώρου της ΔΕΘ διαφορετικό από αυτό της διοίκησης της ΔΕΘ, της κυβέρνησης και του Δήμου. Το γεγονός ότι κάθισαν στο ίδιο τραπέζι ισότιμα μια εκπρόσωπος όσων προτείνουν έναν διαφορετικό σχέδιο και ο ίδιος ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΘ πιστοποίησε τη δυναμική που έχει δημιουργήσει το κίνημα των πολιτών…

Η εικόνα έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη από το ύφος των συμμετεχόντων. Ο πρόεδρος της ΔΕΘ κ. Τ. Τζήκας μιλούσε με θυμωμένη φωνή και αισθάνθηκε την ανάγκη να εγκαλέσει την τοπική κοινωνία για την αδυναμία εκσυγχρονισμού της ΔΕΘ (“…τότε τα κινήματα λείπανε”, “η πόλη απουσίαζε…” κλπ.). Το να νουθετεί όμως κάποιος την τοπική κοινωνία σημαίνει ότι έχει προκαταβάλει την αδυναμία του να την πείσει.

Σε άλλες περιπτώσεις φάνηκε απολογούμενος ακόμα και για συγκείμενα στα οποία η διοίκηση της ΔΕΘ δεν είχε κάποια ευθύνη. Αυτό επισημάνθηκε και από το ερώτημα του κ. Γ. Τούλα που αναρωτήθηκε γιατί τώρα θα τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα κατασκευής δεδομένου ότι όλα τα προηγούμενα μεγάλα έργα έχουν υπερβεί τα αρχικά χρονοδιαγράμματα και τους αρχικούς προϋπολογισμούς.

Η κ. Ι. Καμτσίδου ήταν ψύχραιμη και μιλούσε με ήρεμη φωνή, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη ενσώματης επιβολής (δεν σηκώθηκε ποτέ από την καρέκλα της) αλλά ενέπνεε αυτοπεποίθηση μέσω του λόγου της.

Σημαντικό ρόλο στην έκβαση του debate έπαιξε η επάρκεια και η ανεπάρκεια των επιχειρημάτων. Ο κ. Τζήκας βρέθηκε σε αδυναμία απάντησης όταν τέθηκε το ερώτημα “τι θα γίνει αν βρεθούν αρχαία” και αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί ότι παντού στην Ελλάδα μπορεί να βρεθούν αρχαία. Παρόμοια αδυναμία απάντησης υπήρξε όταν επικαλέστηκε τη μελλοντική αξιοποίηση του χώρου του Γ’ Σώματος Στρατού. Δεν μπόρεσε να απαντήσει στην ερώτηση του κ. Γ. Τούλα ως προς το αν “υπάρχει δέσμευση για το χώρο του Γ’ Σώματος Στρατού” και περιορίστηκε σε σχολιασμό περί της “αίσθησης που έχει” και “περί θετικής διάθεσης να μπορέσει αυτό το θέμα κάποτε να λυθεί”.

Η κ. Καμτσίδου διατύπωσε επιχειρήματα με κατανοητά ρηματικά σχήματα (π.χ. “οι αλέες και οι δενδροστοιχίες δεν είναι πάρκο”) και με ξεκάθαρα ποσοτικά δεδομένα, αναφορές σε συγκεκριμένα κτίρια, επισήμανση του θεσμικού και νομικού καθεστώτος της περιοχής της ΔΕΘ και του Γ’ Σώματος Στρατού, καλή γνώση της ιστορικής πορείας ανάπτυξης του πολεοδομικού σχεδιασμού της πόλης. Παρότι θα περίμενε κανείς το αντίθετο, η κ. Καμτσίδου ήταν περισσότερο σαφής και με ρεαλισμό αναφέρθηκε στα οικονομικά μεγέθη των δύο προτάσεων.

Ο κ. Τζήκας ξεκίνησε με την αρνητική παραδοχή ανεπάρκειας των εργαλείων δημόσιας χρηματοδότησης του προτεινόμενου σχεδίου της διοίκησης της ΔΕΘ, της κυβέρνησης και του Δήμου. Παραδοχή που οδηγεί στην ανάγκη συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην χρηματοδότηση του έργου. Η κ. Καμτσίδου ξεκίνησε με τη θετική παραδοχή ύπαρξης διαθέσιμων εργαλείων δημόσιας χρηματοδότησης της πρότασης για μητροπολιτικό πάρκο. Την παραδοχή αυτή τεκμηρίωσε ονοματίζοντας αυτά τα εργαλεία τόσο αναφορικά με το κόστος κατασκευής και συντήρησης του πάρκου (τα συγκεκριμένα Ευρωπαϊκά Ταμεία και προγράμματα), όσο και αναφορικά με την δωρεάν παραχώρηση της έκτασης της Σίνδου από το Διεθνές Πανεπιστήμιο.

Η έμφαση του κ. Τζήκα στην τεχνοκρατική υπεροχή μιας πρότασης που διατυπώθηκε από “ένα από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία της Ευρώπης” υπονόμευσε τη θέση του καθώς είναι κατανοητό ότι οι αρχιτεκτονικές μελέτες απαντούν στα ζητούμενα που ο εντολέας τους εξαρχής διατυπώνει. Σίγουρα αυτές που προκύπτουν από διεθνούς διαγωνισμούς απαντούν με καλύτερο τρόπο, τα αρχικά ζητούμενα όμως είναι το καθοριστικό δεδομένο. Επιπλέον, η διατύπωση ενός επιχειρήματος που αποκλειστικά αντλεί νομιμοποίηση από την τεχνοκρατική του επάρκεια δηλώνει αδυναμία ή αδιαφορία συνομιλίας με τα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας. Οι όποιες τεχνοκρατικές λύσεις, ακόμα και οι πιο άριστες, δεν είναι άμοιρες υποστήριξης πολιτικών και οικονομικών στόχων.

Τέλος, η κατάληξη της διαδικασίας του debate ανέδειξε με τον πιο δυσάρεστο αλλά και ξεκάθαρο τρόπο την πολιτική λογική όσων υποστηρίζουν την πρόταση της διοίκησης της ΔΕΘ, της κυβέρνησης και του Δήμου. Επιχείρησαν να λογοκρίνουν τη δημόσια τοποθέτηση του μακροβιότερου σε θητείες δημάρχου του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, συμπεριφέρθηκαν ως ομαδάρχες (“εμείς θα αποχωρήσουμε”) και κατήγγειλαν ως “στημένη” μια διαδικασία συζήτησης που οι όροι της είχαν ευθαρσώς και γραπτώς διατυπωθεί πριν την υλοποίησή της.

Η πόλωση που προκάλεσαν δηλώνει προτεραιότητες και φόβο για δυναμικές που αδυνατούν να ελέγξουν. Αυτό θα μεταφραστεί στην προσπάθεια να μην γίνει το δημοψήφισμα για τον χώρο της ΔΕΘ, ή να κριθεί παράνομο ή μη δεσμευτικό.

Είναι στο χέρι των πολιτών να μην επικρατήσει η λογική που υπονομεύει την ποιότητα ζωής και την οικονομική επιβίωση της πόλης προς όφελος των λίγων και ισχυρών.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα