Happy endings

της Ιρρόης Καρυπίδου Εικόνα: Ελένη Βράκα Μια φορά κι έναν καιρό μια όμορφη, καλή -που τη φθονούσε η κακιά μητριά της- κοπέλα δάγκωσε ένα μήλο και έπεσε -σχεδόν- νεκρή. Αλλά τότε, βρέθηκε ένας όμορφος πρίγκιπας, τη φίλησε  -τότε δεν έδιναν φιλί της ζωής μόνο οι ναυαγοσώστες – την έσωσε, την παντρεύτηκε και την έκανε βασίλισσα […]

Ιρρόη Καρυπίδου
happy-endings-18512
Ιρρόη Καρυπίδου
kiss_2_kia_sm.jpg

της Ιρρόης Καρυπίδου Εικόνα: Ελένη Βράκα

Μια φορά κι έναν καιρό μια όμορφη, καλή -που τη φθονούσε η κακιά μητριά της- κοπέλα δάγκωσε ένα μήλο και έπεσε -σχεδόν- νεκρή. Αλλά τότε, βρέθηκε ένας όμορφος πρίγκιπας, τη φίλησε  -τότε δεν έδιναν φιλί της ζωής μόνο οι ναυαγοσώστες – την έσωσε, την παντρεύτηκε και την έκανε βασίλισσα της καρδιάς και του βασιλείου του.

Μιαν άλλη φορά και έναν άλλο καιρό μια άλλη όμορφη, καλή -που τη φθονούσε η κακιά μητριά της – κοπέλα τρυπήθηκε από ένα αδράχτι και έπεσε -σχεδόν- νεκρή. Αλλά τότε, βρέθηκε ένας άλλος όμορφος πρίγκιπας -αυτός ήταν πιο εξελιγμένη έκδοση από τον προηγούμενο γιατί σκότωσε και ένα δράκο πρώτα- τη φίλησε,την έσωσε, την παντρεύτηκε και έκτος από τις μοναξιές τους, ένωσαν τα δύο βασίλεια και έγιναν και υπερδύναμη της εποχής.

Την τελευταία φορά που και ο καιρός ήταν πιο κοντά στο δικό μας, η τρίτη -τρίτωσε το κακό,δεν το απέφυγα ε;-  όμορφη,καλή  -που τη φθονούσε η κακιά μητριά της- κοπέλα,δεν έφτασε στο χείλος του θανάτου -είπαμε αυτό έγινε πιο κοντά στον καιρό μας- απλά πήγε σε ένα χορό. Κορίτσι γνωρίζει αγόρι, αγόρι γουστάρει κορίτσι, κορίτσι πρέπει να φύγει νωρίς, αγόρι νομίζει ότι έφαγε φτύσιμο και -φυσικά- κολλάει και τέλος αγόρι γυρνάει όλο το βασίλειο,όχι για να βρει μια να της μοιάζει, αλλά για να τη βρει δοκιμάζοντας σε όλες το γοβάκι που χωράει στο εξωφρενικά μικρό πόδι της. Την βρήκε, τη φίλησε, την έσωσε, την παντρεύτηκε και από δούλα που ήταν την έκανε κυρά του.

Και περνάω στην Ελλάδα του σήμερα. Και αναρωτιέμαι: εγώ που δεν τρώω μήλα, δε γνέθω και φοράω νούμερο 41 ..τι ελπίδες έχω; Mάλλον όχι πολλές μιας και ενώ στα παραπάνω παραδείγματα “ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, εμείς καταλήγουμε “να ζω εγώ καλά κι αυτός καλύτερα”. Και πάνω σε ένα καβγά, που ίσως φταίγαν τα φεγγάρια και ήταν κι ο Ερμής ανάδρομος, κοπάνησα την πόρτα, έφυγα απ’το σπίτι, αλλά έκατσα πίσω από ένα δέντρο στο παρκάκι από κάτω, για να τον γλιτώσω απ’τον κόπο σε περίπτωση που βγει να με ψάξει.

Κάθομαι, κάθομαι, η ώρα περνάει, αυτός δεν κατεβαίνει, εμφανίζεται όμως ένα ζευγάρι και κάθεται στο παγκάκι δίπλα μου. Αρχίζουν να μιλάνε, τα μισά σε σπαστά ελληνικά, τα άλλα μισά σε μια γλώσσα που δεν αναγνωρίζω. Οι τόνοι αρχίζουν να ανεβαίνουν, το ζευγάρι αρχίζει να μαλώνει, η κοπέλα σηκώνεται του αστράφτει ένα χαστούκι, εγώ πανηγυρίζω τσιρίζοντας “μπράβο κοπέλα μου” αλλά στην τελευταία συλλαβή γίνεται κάτι που με ξαφνιάζει. Αυτός ο τύπος κατέβασε το κεφάλι, δάκρυσε και της είπε -σε σπασμένα πάλι ελληνικά- ότι “έχεις δίκιο να με χτυπάς γιατί είμαι άχρηστος, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μέλλον και θα με διώξουν κι απ’τη χώρα”. Και τότε το κορίτσι γύρισε, τον έσφιξε στην αγκαλιά της,τον φίλησε κι εγώ έφυγα γιατί ήμουν αδιάκριτος μάρτυρας μιας ιδιωτικής στιγμής. Έσυρα τα πόδια μου μέχρι την πολυκατοικία, έκατσα στα σκαλιά -γιατί ο εγωισμός ακόμα δε μ’άφηνε να γυρίσω “σ’αυτόν”- και σκεφτόμουν.

Σκεφτόμουν ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που δεν ξέρουν πού και πώς θα τους βρει το επόμενο ξημέρωμα, ξεριζωμένοι απ’τα σπίτια τους, διωγμένοι με την ελπίδα να βρουν ένα καλύτερο μέλλον σε μια χώρα που τους βλέπει σαν βάρος, τους δίνει τις βρώμικες, κουραστικές δουλειές που κανείς δε θέλει να κάνει αλλά μετά τους κατηγορεί για τη μείωση των θέσεων εργασίας. Αλλά αυτοί δεν το βάζουν κάτω, έχουν την αγάπη τους κι αν περπατήσουν λίγο μόνοι τους,τελικά γυρνάνε πίσω και την παίρνουνε μαζί.

Σκεφτόμουν κι εμάς που έχουμε τις σπουδές μας, τους χορηγούς -εεε γονείς μας εννοώ- την αγάπη μας, τα iphone ipad imac μας και λέμε σε όλα αει στο διάολο επειδή διαφωνούμε και μαλώνουμε για το πού θα πάμε να πετάξουμε τα λεφτά μας το βράδυ.

Μπήκα μέσα στην πολυκατοικία και διαολόστειλα αυτόν που κρατάει τόση ώρα το ασανσέρ. Το περιμένω,έρχεται,αρπάζω το πόμολο αλλά το κρατούσε κι ο μαλάκας που ήταν μέσα,το αφήνουμε κι οι δύο για λίγο, με προλαβαίνει το πιάνει πρώτος, ανοίγει και είναι “αυτός”. Αυτός που ερχόταν ανήσυχος να με βρει και μου είπε “συγνώμη κλείσαν οι δρόμοι και άργησα αγάπη μου λιγάκι”. Εντάξει, μετά μου είπε ότι μόλις έφυγα πήρε η μάνα μου τηλέφωνο,της είπε ότι λείπω αλλά έπρεπε να της μιλήσει και λίγη ώρα για να μην υποψιαστεί ότι κάτι έχει στραβώσει. Και τότε έκανα κι εγώ κάτι που με ξάφνιασε. Έπεσα στην αγκαλιά του χωρίς να απαιτήσω να ζητήσει συγνώμη που πλήγωσε τα αισθήματά μου και δε σκέφτηκε πώς θα νιώσω πριν πει όσα είπε. Και του ανακοίνωσα και την απόφασή μου…: “Aύριο θα φτιάξουμε μηλόπιτα και θα αγοράσω καινούρια παπούτσια”. Με κοιτούσε λίγο περίεργα όσο ανεβαίναμε στο σπίτι, αλλά δε θέλησε να πυροδοτήσει μια πιθανή καινούρια έκρηξη. Και τότε, μπαίνοντας στο σπίτι, από το πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης, εκεί που ξάπλωνε σκονισμένο το αγαπημένο παιδικό μου βιβλίο, η Χιονάτη, η Αυγή κι η Σταχτοπούτα χαμογελούσαν σ’εμάς… τη Μαρία,τη Γεωργία,την Ελένη.

*Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα σημαντικά και γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα