Hundreds of Beavers: “Το Μέλλον (;) του Κινηματογράφου”
Ο Νικόδημος Τριαρίδης γράφει γιατί το “Hundreds of Beavers” του Μάικ Τσέσλικ είναι η σημαντικότερη ταινία του 21ου αιώνα.
Ένας γνωστός μου παρατήρησε κάποια στιγμή, ορθώς, ότι “τα VFX δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Γιατί θες να γράψεις σχετικά με αυτό;”. Η απλή απάντηση είναι ότι έχουν ήδη γραφτεί βιβλιοθήκες ολόκληρες για την πρωτοποριακή φωτογραφία του Στοράρο, την υπερβατική μουσική του Μορικόνε, και το σκηνοθετικό μεγαλείο του Κιούμπρικ· μονάχα εγώ, όμως, μπορώ (και επομένως, οφείλω) να εξηγήσω γιατί το “Hundreds of Beavers” του Μάικ Τσέσλικ είναι η σημαντικότερη ταινία του 21ου αιώνα.
Μην ανησυχείτε, αγαπητοί αναγνώστες, δεν σκοπεύω να αναλωθώ σε κριτική μιας ταινίας που δεν γνωρίζει κανείς σας (ας αρκεστούμε στο ότι αποτελεί την πιο πρωτότυπη κωμωδία της τελευταίας εικοσαετίας της οποίας η θέση ως μελλοντικό καλτ αριστούργημα έχει ήδη εξασφαλιστεί)· αυτό που αφορά στην παρούσα συζήτηση είναι ότι ο σκηνοθέτης της, ο μεγαλοφυής Μάικ Τσέσλικ, σε συνεργασία με τον συν-σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή Ράιλαντ Τιουζ, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ταινία είδους γεμάτη σύνθετες σεκάνς εφέ που θα απαιτούσε προϋπολογισμό δεκάδων εκατομμυρίων για μερικές χιλιάδες δολάρια, και, στην πορεία, χάραξε το Μέλλον (;) του Κινηματογράφου.
Ήδη από το τρέηλερ της ταινίας, δύο πράγματα γίνονται σαφή, αγαπητοί αναγνώστες: Πρώτον, ο τίτλος δεν υπερβάλλει, και δεύτερον, ο Τσέσλικ δεν έχει την παραμικρή έγνοια για το φωτορεαλισμό. Τα εφέ του φαντάζουν κραυγαλέα ακόμη και σε έναν μέσο θεατή, τα σκηνικά του διακωμωδούν την επίπεδη “ιλουστρασιονίστικη” αισθητική του Κάρελ Ζέμαν ή ακόμα και του Μελιές, και, φυσικά, οι ομότιτλοι Κάστορες είναι οφθαλμοφανώς άνθρωποι με κοστούμια μασκότ που περισσότερο σε αγώνα μπάσκετ παρά σε κινηματογραφική ταινία ανήκουν.
Αν ανακαλέσετε τα προηγούμενα άρθρα που έχω γράψει για το “Avatar” του Τζέημς Κάμερον, μαντεύετε την επόμενη πρόταση: τα “ψεύτικα” εφέ του Τσέσλικ είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιορισμένων πόρων του, αλλά, σε αντίθεση με παλιούς αυτοδημιούργητους σκηνοθέτες που μας φαίνονται τόσο ρομαντικοί (Ρέημι, Τζάκσον, Ροντρίγκεζ, ακόμη και ο ίδιος ο Κάμερον εν μέρει), των οποίων οι πρώτες ταινίες φανερώνουν δυσφορία με την έλλειψη πόρων, ο Τσέσλικ μετέτρεψε την οικονομική του ανεπάρκεια σε καλλιτεχνική δύναμη, καθώς, σε συνδυασμό με άλλες τολμηρές επιλογές όπως το ασπρόμαυρο ή η πλήρης απουσία διαλόγου (!), τα “άγαρμπα” εφέ ενισχύουν τόσο το καρτουνίστικο σύμπαν της ταινίας όσο και την κωμική διάσταση· η χρήση μεθόδων stop motion επιτρέπουν στον Τιουζ να ξεπεράσει ακόμη και τα πιο παράτολμα κασκαντερικά του Μπάστερ Κήτον, ενώ οι Κάστορες κινούνται και εκφράζονται με όλη την πιστευτότητα του καστ των Looney Tunes δίχως να μειώνεται ούτε στιγμή η προσήλωση του θεατή στην ιστορία (αιώνιος Γόρδιος Δεσμός για τα στυλιζαρισμένα VFX που ούτε καν οι Γουατσόφκι μπόρεσαν να κόψουν).
Η αληθινή, ωστόσο, σπουδαιότητα του Τσέσλικ και της ταινίας του έγκειται στο ότι το προσεκτικά διαμορφωμένο αισθητικό όραμα συμπορεύεται με μια αψεγάδιαστη και ευφάνταστη σκηνοθεσία που δεν θα περίμενε κανείς από μια homemade ταινία, και, ως εκ τούτου, λειτουργεί ως μανιφέστο για την επόμενη γενιά κινηματογραφιστών, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στα ίδια ακριβώς προγράμματα και τεχνικές που έφερε στα άκρα ο Τσέσλικ: “Δεν χρειάζονται χολυγουντιανά μπάτζετ για να φτιάξεις μια ταινία με VFX, αλλά”, όπως λέει ο σκηνοθέτης Γκάι Μάντιν για την προηγούμενη ταινία του Τσέσλικ, “η αστείρευτη δημιουργικότητα που μονάχα ένα πραγματικά ελεύθερο σινεμά μπορεί να προσφέρει”.
Αυτό το “πραγματικά ελεύθερο σινεμά” κυνηγούσαν και πρωτοπόροι των VFX όπως ο Λούκας και ο Κάμερον, με τη διαφορά ότι η συνθήκες “ελευθερίας” που δημιούργησαν για τους εαυτούς τους είναι περιορισμένες στο παραδοσιακό σύστημα χολυγουντιανής παραγωγής και, ως εκ τούτου, στα αντίστοιχα ποσά που μονάχα εκείνοι διαχειρίζονται. Ο Τσέσλικ, ωστόσο, αφενός γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ πανάκριβων ταινιών είδους και των ταινιών του ανεξάρτητου κινηματογράφου, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι το είδος δεν οφείλει να είναι δέσμιο του προϋπολογισμού, και αφετέρου επανεφευρίσκει την κινηματογραφική φόρμα (ή, καλύτερα, παίρνει τη σκυτάλη από εκεί που την άφησαν σκηνοθέτες όπως ο Ζέμαν ή ο Ομπαγιάσι) για να ανακηρύξει το τέλος των φωτορεαλιστικών VFX και την αρχή (;) του Πραγματικά Ελεύθερου Σινεμά.
Το “Hundreds of Beavers” είναι ταινία με χαμηλό τεχνικό κόστος αλλά υψηλό καλλιτεχνικό πήχη που θέτει ο Μάικ Τσέσλικ απέναντι στην υπόλοιπη βιομηχανία, και, προκειμένου οι σκηνοθέτες του μέλλοντος να τον υπερπηδήσουν, καλούνται να σταματήσουν να ονειρεύονται να αποκτήσουν το μπάτζετ των “Avatar” και αντ’αυτού να διευρύνουν τη φαντασία τους ούτως ώστε να γυρίσουν το “Hundreds of Beavers”.