Η άλλη ποίηση
Το ξες πως είναι κερδισμένος τελικά όποιος χαμογελάει μπροστά στην καρμανιόλα. Γιάννης Αγγελάκας. «Το ειπωμένο εξακολουθεί να μην είναι αρκετό» έλεγε ο Ντελακρουά δίνοντας το έναυσμα στους καλλιτέχνες του κόσμου. Δημιουργήστε! Οι δύο ποιητές που μας απασχόλησαν την περασμένη εβδομάδα για διαφορετικούς λόγους, έψαξαν να βρουν τη δική τους φωνή, κυνήγησαν το ανείπωτο, είπαν σαν […]
Το ξες πως είναι κερδισμένος τελικά όποιος χαμογελάει μπροστά στην καρμανιόλα.
Γιάννης Αγγελάκας.
«Το ειπωμένο εξακολουθεί να μην είναι αρκετό» έλεγε ο Ντελακρουά δίνοντας το έναυσμα στους καλλιτέχνες του κόσμου. Δημιουργήστε! Οι δύο ποιητές που μας απασχόλησαν την περασμένη εβδομάδα για διαφορετικούς λόγους, έψαξαν να βρουν τη δική τους φωνή, κυνήγησαν το ανείπωτο, είπαν σαν το Νίτσε “ακούστε γιατί είμαι αυτός που είμαι”. Έλεγε κάποτε ο Ρίλκε:«Όσο ζω μου φαίνεται ολοένα και πιο απαραίτητο να αντέξω να καταγράψω μέχρι τέλους όλα όσα υπαγορεύει το γεγονός της ύπαρξης μου. Διότι μπορεί η μικρή εκείνη, η δυσδιάκριτη ίσως λέξη, μέσω της οποίας όλα όσα με κόπο μάθαμε και δεν κατανοήσαμε, μεταστρέφονται εντέλει προς ένα εξαίσιο νόημα, να μην περιλαμβάνεται παρά στην τελευταία πρόταση». Την τελευταία τούτη πρόταση λογόκρινε η μοίρα πάνω σε μία στροφή της. Ο μεγάλος απών είχε δηλώσει σε μία συνέντευξή του: «Δεν έχω πει ακόμα αυτό που θα ‘θελα να πω» και μια άλλη φράση του Χένρι Μίλερ μου καρφώθηκε στο νου:«Το αληθινό, το ίδιο το πραγματικό, ελάχιστα μ’ενδιαφέρει. Το μόνο που με απασχολεί είναι εκείνο που φαντάζομαι πως είμαι, εκείνο που κατέπνιγα καθημερινά, για να ζήσω. Αν πεθάνω σήμερα ή αύριο, δεν έχει για μένα την παραμικρή σημασία, κι ούτε είχε ποτέ. Ότι όμως και σήμερα ακόμα- ύστερα από τόσα χρόνια προσπάθειας- δεν μπορώ να πω ό,τι θέλω και αισθάνομαι- αυτό μ’ ενοχλεί, και με πικραίνει κατάβαθα».
Κάποιος που ξόδεψε πολλές λέξεις, ο Βιτγκενστάιν, δεν απέκλειε η φιλοσοφία να εκφραζόταν τελικώς καλύτερα με τη μορφή της ποίησης. Οι κίνδυνοι για εκείνη που ακόμα δεν έχει γεννηθεί είναι σήμερα οι ίδιοι. Να γίνει εξεζητημένη, να θέλει απλά να προκαλέσει τον αστό, να αποκλείει αγύμναστα μάτια και αυτιά με τον ελιτισμό της, να θέλει να είναι τέλεια, δηλαδή ψεύτικη. Για τον Χριστιανόπουλο και τον Αγγελόπουλο τα είπαν άλλοι καλύτερα από μένα εδώ στην Parallaxi. Ανήκω δυστυχώς στους Έλληνες που περίμεναν να πεθάνει ο τελευταίος για να δω κάποια ταινία του-όταν αρρωστήσει βαριά ο Χρυσοχοϊδης από υπερβολική φιλοδοξία θα διαβάσουμε όλοι εμείς και το μνημόνιο. Το μόνο που μπορώ να συνεισφέρω είναι το ποίημα που πρόσφατα ανακάλυψα σε ένα mp3.
Ανεβάζοντας το στο Utube, συνειδητοποίησα πως η αυθεντική ποίηση δεν έχει τίποτε περιττό, τίποτε ψεύτικο. Δεν είναι δυσνόητη ή πολύπλοκα ειπωμένη όπως πιστεύουν μερικοί. Είναι απλή και ξεκάθαρη όσο ένα ηλιοβασίλεμα. Έχει ήχο παλιάς εποχής, η μελωδία μπερδεύεται με τα φαγητά, τα τζιτζίκια ξυπνούν στις ελιές και κάνουν δεύτερη, δεν πουλάει γιατί διαθέτει συναίσθημα ακόμη και για τις κότες, ο αέρας της σε πηγαίνει σε μέρη και ανθρώπους που νοστάλγησες, σε χαμόγελα που δεν αντάμωσαν, σε φιλιά που δε δόθηκαν, σε ταξίδια που δεν ευοδώθηκαν. Πιο απλά, μοσχομυρίζει αλήθεια. Διότι πρέπει να είναι ποίηση το τραγούδι με το οποίο δακρύζει η μάνα σου, όταν τραγουδάει ένας συγκλονιστικός, αυθεντικός, σεμνός και γι’αυτό ελάχιστα γνωστός Μυλοποταμίτης ξεκινώντας με ένα συρτό του μεγάλου Ξυλούρη. Οι ποιητές ανέκαθεν εξάλλου προτιμούσαν να ευδοκιμούν δίπλα σε χασίσια και μέσα σε συνοικιακά δισκοπωλεία, σε σπάνιες και ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις, εκεί που η λύρα κλαίει τη φωνή της Κρήτης, εκεί όπου για 13.43 δεν αμφιβάλεις ξαφνικά για τίποτα. Η ομορφιά έχει κερδίσει και το πανηγυρίζει.
Αξίζει η ζωή την πιο δύσκολη στιγμή. Γιατί τι άλλο μπορεί να κάνει ένας άντρας στην εποχή των τεράτων από το να πει κάτι για τον κόσμο και να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη; Να μπορεί κάθε μέρα να της λέει μετά το 9.52:« Όπου κι αν πάω με χτυπά ο πόνος του σεβντά σου, μα πλια πολύ όντε περνώ από τη γειτονιά σου. Και το φεγγάρι βιαστικό περνά απ’ τη γειτονιά τζι, φοβάται να μη θαμπωθεί από την ομορφιά τζι». Τούτη η άλλη ποίηση, η ανεπανάληπτη, η άγνωστη, η χαμένη κι όχι η ανείπωτη, κάθε φορά με καθηλώνει δίχως να το επιζητεί. Χρειάζομαι τη βοήθεια της. Δανείζομαι 998 αυτιά και πάλι δε μου φτάνουν.