Η Αμμουλιανή μου
Γιατί όπου κι αν βρίσκομαι τα καλοκαίρια, εγώ με το μυαλό και την καρδιά μου είμαι πάντα παιδί εκεί...
Λέξεις: Ευη Κουτρουμπακη
Γιατί όπου κι αν βρίσκομαι τα καλοκαίρια, εγώ με το μυαλό και την καρδιά μου είμαι πάντα παιδί στην Αμμουλιανή ..
Αυτή η θερινή ιστορία αφιερώνεται στον πολυαγαπημένο μου φίλο τον Σπύρο Αβδημιωτη που μου δίνει αυτήν τη χαρά να νιώθω δηλαδή πως πάντα με περιμένει ένας αδερφός στο νησί.
Ιστορίες του Θέρους στην αγαπημένη πατρίδα..
Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα!
Πρωινό στο λιμάνι της Αμμουλιανής.
Μικρή πρωινή ματιά με τις πρώτες ρουφηξιές καφέ.
Κόσμος πάει κι έρχεται.
Οι γηγενείς και οι επί μακρόν διαμένοντες παραθεριστές άμεσα αναγνωρίσιμοι από το σαρακίνικο χρώμα.
Πολλοί από τους παραθεριστές περιμένουν την λάντζα ονόματι ‘Λαμπρινή’- τέως ιδιοκτησία του πρωτοξαδέρφου μου του Κώστα που τώρα δουλεύει σαν καπετάνιος στο πλεούμενο- να τους κάνει το γύρο του νησιού για να καταλήξουν στις νήσους Δρένια η άλλως κατά τα Αμμουλιανιωτικώς λεγόμενα Γαιδουρονήσια , να βγάλουν τα σελφοκόνταρα τους, να φωτογραφηθούν στη μαγεία του τοπίου και στη συνέχεια να βουτήξουν στα απαράμιλλης διαύγειας, καθαρότητας και ομορφιάς νερά τους.
Η Γοργοεπήκοος και η Θεοσκέπαστη, τα πλοία της γραμμής ( προφανής η επιρροή της γειτνίασης με το Άγιον Όρος στην ονοματοθεσία των πλοίων), πηγαίνουν κι έρχονται ξεφορτώνοντας καραβιές κόσμου , τους ημερήσιους εκδρομείς , που ανυπομονούν να ζήσουν ένα τόσο δα μικρό όνειρο, να πατήσουν το πόδι τους σε νησί.
Το νησί μου είναι η πιο εύκολη και οικονομική λύση για μερικές ώρες .
Αυτοί οι ημερήσιοι εκδρομείς αναγνωρίζονται από το γαλακτώδες χρώμα τους .
Άνθρωποι μεροκαματιαρήδες του δικού μου βαλαντίου, που δεν έχουν όμως τη δική μου τύχη να κατάγονται από τόπο ενάλιο , άνθρωποι κάποιας ηλικίας, συνταξιούχοι από κάποιο ΚΑΠΗ , κυρίες και κύριοι από πολιτιστικούς συλλόγους ορεινών περιοχών της Μακεδονίας, άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν ξαναμπεί σε πλοίο και που πλείστοι όσοι εξ αυτών, μένουν εκστατικοί με αυτήν τη διαδικασία .
Οι γυναίκες φορούν ως επί το πλείστον ζέρσεϊ εμπριμέ φορέματα, πλατύγυρο καπέλο και κρατούν την τσάντα εξόδου της πόλης μέσα από την οποία άμα τη αφίξει βγάζουν τη βεντάλια σαν ασπίδα προστασίας στην ανελέητη επίθεση της κάθετης ηλιακής ακτινοβολίας..
Καταμεσήμερο με τον Ήλιο ντάλα , αμήχανοι προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους σε έναν τόπο ξένο προς αυτούς, που αυτήν την ώρα της ημέρας προσιδιάζει με τόπο ακατοίκητο μια και οι μεν γηγενείς βρίσκονται στα σπίτια τους οι δε διαμένοντες εν τη νήσω παραθεριστές, απλώνουν το εκτόπισμα τους στις παραλίες.
Αυτοί οι ημερήσιοι εκδρομείς , με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, φωτογραφίζονται μπροστά στη γύψινη γοργόνα σιντριβάνι ενώ ο Ήλιος κάθετος τους διεμβολίζει το κρανίο.
Τρώνε παγωτό χωνάκι φράουλα με χρωστικές , ο ήλιος μετατρέπει σε κλάσματα του δευτερόλεπτου το παγωτό χωνάκι σε ένα ροζ ρύακα που τρέχει και κολλάει στα δάχτυλα, στις παλάμες, στους αγκώνες, λεκιάζει τις μπλούζες και όλοι προχωρούν άσκοπα, παρασημοφορημένοι με το λεκέ της ροζ συνθετικής φράουλας.
Το κουλέρ λοκάλ, το άλογο με το κάρο περιμένει αυτούς που έχουν προνοήσει να φέρουν το μαγιό τους μαζί τους, για να τους μεταφέρει στην πιο περιώνυμη παραλία του νησιού, τις Αλυκές.
Αυτοί που δεν μερίμνησαν να φέρουν το μαγιό τους και θα περάσουν τη μέρα τους στο πολεοδομικό συγκρότημα της νήσου, αφού περιδιαβούν κάθιδροι τις ανηφόρες του νησιού, θα κορέσουν τη μεσημεριανή τους πείνα στο πιτογυράδικο της γειτονιάς μου.
Τα πολυτελή θαλασσινά πιάτα είναι πια μόνον για τους ευσταλείς οικονομικά Ρώσους με τις χρυσές καδένες με τους ευμεγέθεις σταυρούς, που εφορμούν κάθετα πάνω στις γαριδομακαρονάδες και τους αστακούς, κάνοντας τους μαγαζάτορες να τρίβουν τα χέρια τους μαζεύοντας ευρώ χωρίς απόδειξη.
Η άλλη κατηγορία ημερήσιων τουριστών είναι οι ημεδαποί και αλλοδαποί παροικούντες στα πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα της περιοχής , που έρχονται με τα σκάφη τους και βουτάνε από τις πρύμνες και τις πλώρες από τα ιστιοφόρα Hunter τους, επιδεικνύοντας αυτάρεσκα τα φωσφοριζέ μαγιό τους που κολλούν πάνω στα σφριγηλά και γυμνασμένα τους σώματα.
Ξαναγυρνώ στην εποχή εκείνη που οι σκέψεις μου ήταν βουτηγμένες στον κοπανιστό αέρα.
Η Αμμουλιανή είναι πια σαν ένα πάτωμα σπαρμένο πευκοβελόνες κι εγώ ψάχνω να βρω τα βελόνια των παιδικών μου χρόνων.
Αναμιμνήσκομαι το νεανικό σφριγηλό μου σώμα να οδεύει περιπατητί, στητό και περήφανο προς τις Αλυκές και δεν μπορώ με κανένα τρόπο να ανακαλέσω σε ποια καμπή του βίου μου με συνάντησε απρόσκλητη η κυτταρίτιδα.
Αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να κουβαλώ πια στις αποσκευές μου το Crystal Color 6c για να καλύπτω τεχνηέντως όλα τα χρόνια χελιδόνια που πέρασαν ερήμην μου χωρίς να μου ζητήσουν καν την άδεια και εγκαταφώλευσαν στις ρίζες των μαλλιών μου και μου τις ασπρίζουν μηνιαίως ενώ εγώ είμαι ακόμη ένα κορίτσι ποπ και ανάλαφρο.
Μαζί με μένα όμως, έχει αλλάξει και το φυσικό μα κυρίως το κτησιγενές τοπίο. Οι ανεπαίσθητες σχισμές έχουν γίνει πια ρωγμές.
Στη θέση των στέρφων χωραφιών των αποψιλωμένων πουρναριών αλλά και των παλιών σπιτιών ξεφυτρώνουν καθημερινά μικρές και μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.
Έχω αρχίσει να μην αναγνωρίζω πια την τοπιογραφία ή για να γίνω σαφέστερη, έχω μιαν τοπιογραφία δική μου , παλιά, όπως τους παλιούς χάρτες που χρήζουν περαιτέρω μελέτης και ερμηνείας για να σου φανερώσουν τα μυστικά τους.
Αδυνατώ να κατατάξω μέσα στο χώρο τα ξενοδοχεία, τις καφετερίες , τις κρεπερί τα rooms to let. Αν με ρωτήσει κάποιος τουρίστας που είναι το φαρμακείο θα του απαντήσω πως είναι μετά το μπακάλικο της Ξανθίππης του Τσακνή, δίπλα στο σπίτι της θείας της Σοφιάς και του θείου του Σπύρου, αν θέλουν να μάθουν πως θα πάνε στις Αλυκές θα τους πω να στρίψουν από το σπίτι της Λιάπαινας δεξιά. Εγώ ξέρω τον τόπο με τα παλιά του σπίτια και παρονόμια, στρίψε από το σπίτι της Μπανακάκαινας, πέρνα μπροστά από το σπίτι της Μέλταινας, της Κουκουλάδαινας του Καλωνά, κτίσματα που τα περισσότερα έχουν γκρεμιστεί εδώ και χρόνια για να δώσουν τη θέση τους σε όγκους μπετόν με ελκυστικά ονόματα όπως Άνεμος ή Ηλίανθος , όπου εναποθέτουν τα σαρκία τους τα βράδια όλες οι φυλές του Ισραήλ.
Εγώ τα ξενοδοχεία και τα rooms to let δεν τα βλέπω , δεν ξέρω καν αν υπάρχουν.
Απέναντι από το μπαλκόνι μου ορθώνεται μια λευκή έπαυλη – ίδια με το Μέγαρο Γιακουμπιάν- που νοικιάζεται έναντι μερικών εκατοντάδων ευρώ την ημέρα σε Ρώσους και το βράδυ φωτίζεται με ράβδους πράσινου ΝΕΟΝ . Ούτε αυτόν το λευκό μαρμάρινο όγκο βλέπω. Εγώ εκεί ξέρω ότι είναι η Τρυγόνα , ο λόφος που μπήκε ο πρώτος στύλος της ΔΕΗ.
Το σπίτι του καπτα- Γιάννη και της καπτα- Γιάνναινας , αδελφής του παππού μου, τώρα πωλείται , εγώ ούτε το πωλητήριο βλέπω.
Παντού πουλούν βάφλες και κρέπες , εγώ όμως τρώω με το νου μου τα σαλμπουρέκια της γιαγιάς μου.
Οι λέξεις της παλιάς ναυτοσύνης όπως μερεμετίζω τα πλεμάτια , μπαιντόζ, παραγάδια , συρτή, πετονιά, ολόφεγγο γκιργκίρια, έχουν αντικατασταθεί από λέξεις και όρους τουριστικούς Rooms to let, turn right,turn left , RBnB , welcome κι άλλα τόσα.
Τα εγγόνια όλων αυτών που διαφέντεψαν τη θάλασσα, ψάρεψαν τα ψάρια της , τρύγησαν τους αχινούς, τις πεταλίδες και τα κοχλίδια της τώρα μιλούν λέξεις όπως τα hvala και τα molim.
Εγώ ακούω τον τόνο των οικείων φωνών και ακούω τη φωνή της γιαγιάς μου να μου λέει Πορπάτιε (περπάτα) βρε χαλαμαντάρικο(σκασμένο) κι αναμικιόρικο( γρουσούζικο) . Μην παρακοντυλάς( παραπατάς) πάνω στα πλεμάτια (δίχτυα) του θείου του Παναή. Μόλις τα μερεμέτισε( επισκεύασε). Βιάσου. Μ’ όποιο παραλέκατο ( άσχημο) βρίσκεις πιάνεις το μουχαμπέτι( κουβέντα). Και τι ψωμί λιπανάβατο( που δε φούσκωσε) είναι αυτό που έφερες; Ξύκισα ε ξύκισα ( μουρλή)!
Κοντολογίς έχω δημιουργήσει το δικό μου αλλοτινό παρόν, αντικαθιστώντας το άδειο βλέμμα της αποφυγής με το αντίδοτο που έχω εφεύρει για την αμνησία, την αναμνησία.
Τα Ιστία της μνήμης ορθώνονται, αρνούμενα να μάθουν καινούργια πράγματα. Δεν ανέχονται αυτήν τη νέα άναρχη και άβολη χωροταξία, αποστρέφουν το βλέμμα από την ασχήμια που είναι διαμοιρασμένη στις ανηφόρες και τις κατηφόρες σ’ αυτά τα πάτρια, φτωχά ,άνυδρα και πληγιασμένα εδάφη.
Η μνήμη κρατά τους ψαράδες του νησιού που περπατούσαν ασουλούπωτοι και μέσα στο κυανό μισοσκόταδο νύχτα με όρθιο και λειψό φεγγάρι, έμοιαζαν με ουτοπικά όντα κι έτσι φωτισμένοι συνέχιζαν ολημερίς μες στη σιωπή τα ακαθόριστα όνειρα τους.
Η μνήμη κρατά τον Ήλιο που έπεφτε από ψηλά, γλιστρώντας πάνω στη λευκότητα των τοίχων και ατονώντας βαθμιαία έφτανε σε μιαν απαλή και διάχυτη χροιά εκεί όπου ο ασβέστης αναμεμειγμένος με το λουλάκι έπαιρνε κυανή ανταύγεια.
Η μνήμη κρατά τη θριαμβολογία του θέρους και όλα τα παρεπίδημα χρώματα του, το σώμα που έχει πάρει το ρόδινο χρώμα της καραβίδας και μάχεται με τον ίδιο του τον εαυτό, το εξουθενωμένο σώμα που κοιμάται στην άκρη διπλών κρεβατιών, τα αγόρια με τις μακριές μελαγχολικές βλεφαρίδες που τρατάρουν λέξεις θαυμασμού, την πρωινή δροσιά που ανασταίνει τα φύλλα, τις ανάσες των ερωτευμένων που σταδιακά συγχρονίζονται στο διάβα της νύχτας, τις ντάλιες και τις δεντρομολόχες, τα ειδύλλια που μοιάζουν με καλοκαιρινές μπόρες, τις μικρές κρυφές αιωνιότητες, την παράλογη εξωπραγματική βραδύτητα ή την φρενίτιδα δράση.
Η μνήμη σ’ αυτήν εδώ τη μικρούλα γη είναι ένα Βλέμμα πλατύ, ένα βλέμμα βαθύ, η ζεστασιά της ανθρώπινης τρυφεράδας , ο χρόνος που παύει να υπάρχει όταν κοιμάσαι εδώ, οι ρίζες που προβάλλουν διάφανες και μεταμορφωμένες, η φωνή του παιδικού μου φίλου και γείτονα του Νίκου του Βεζύνια που όταν τραγουδά δονεί την ατμόσφαιρα, τα πέλματα που βουλιάζουν στο αλάτι στο δρόμο για τις Αλυκές και το κάρο του Σταύρου που πάει άκρη άκρη για να μην μπαντακώσει μέσα στο αλάτι κι αυτό.
Η ώρα περνά όμως και πρέπει να πάω για μπάνιο. Φορώ τις αναμνήσεις μου πέρλες στο λαιμό μου, ζητάω από τη γιαγιά μου που έχει βρει μια θέση καλή και αναπαυτική στους ουρανούς και κατοικεί στα άστρα πια να με συγχωρέσει για όλες τις φορές που παράκουσα τα λόγια της, παίρνω το σωσίβιο μου στο χέρι και κινώ για τη θάλασσα γιατί πρέπει όταν γυρίσω στην πόλη να καυχιέμαι πως έκανα τουλάχιστον τετρακόσια μπάνια όλο το καλοκαίρι.
*H Ευη Κουτρουμπακη είναι καθηγήτρια