Η ανάγκη να κάνει ένα τσιγάρο
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη Η γκόμενα, ξεχνάω το όνομά της, κάποια στιγμή, ξέφυγε. Κι άρχισε να τσιρίζει. Το μήνυμα. Το μήνυμα έπρεπε να σε πιάνει από τα μούτρα. Να σε βάζει κατευθείαν μέσα. Στην κόλαση των άλλων προϊόντων. Στη κόλαση της ανασφάλειας του πελάτη. Τσίριζε. Στην κόλαση, γενικότερα. Κι από την κόλαση, μετά, μπραφ, στον παράδεισο. […]
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη
Η γκόμενα, ξεχνάω το όνομά της, κάποια στιγμή, ξέφυγε. Κι άρχισε να τσιρίζει. Το μήνυμα. Το μήνυμα έπρεπε να σε πιάνει από τα μούτρα. Να σε βάζει κατευθείαν μέσα. Στην κόλαση των άλλων προϊόντων. Στη κόλαση της ανασφάλειας του πελάτη. Τσίριζε. Στην κόλαση, γενικότερα. Κι από την κόλαση, μετά, μπραφ, στον παράδεισο. Του δικού τους προϊόντος. Στη γλυκιά του ασφάλεια. Στην ήρεμη αποδοχή. Χωρίς συνειδητοποίηση. Η συνειδητοποίηση ισούται, αργά ή γρήγορα, με αμφισβήτηση. Χωρίς συνειδητοποίηση, λοιπόν. Τίποτα. Πρώτα κόλαση, μετά παράδεισος. Ο ίδιος τους ο εαυτός και οι ανταγωνιστές η κόλαση, το δικό μου (είπε, όντως, το δικό μου) προϊόν, ο παράδεισος. Και σταμάτησε να μιλάει. Κοίταξε το αφεντικό, να δει αν δικαιολόγησε και σήμερα το μισθό της. Το αφεντικό συνέχιζε να κοιτάζει εκεί που κοίταζε τόση ώρα. Έξω από το παράθυρο. Περίμενε κάποια δευτερόλεπτα, κι όταν το συνειδητοποίησε (και, άρα, αμφισβήτησε ότι το αφεντικό θα την κοίταζε κάποια στιγμή), έστρεψε το βλέμμα της σε μένα. Το στέρνο της, μέσα από το άσπρο πουκάμισο, είχε κοκκινίσει και ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένο. Τα μάτια της γυάλιζαν. Ένα ελάχιστο σάλιο είχε σκαλώσει στην άκρη του στόματός της. Που, συνέχιζε να τρέμει απαλά. Σκέφτηκα, το ότι μου γάμησε την ιδέα, πρέπει να ήταν η πιο ολοκληρωμένη ερωτική εμπειρία που είχε η γκόμενα εδώ και πολύ καιρό. Και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αισθάνθηκα τρομερή την ανάγκη να κάνω ένα τσιγάρο.
Με λένε Γεράσιμο. Και πριν από σήμερα είχα να καπνίσω έξι μήνες. Ουσιαστικά από τότε που μάθαμε ότι η γυναίκα μου είναι έγκυος. Στο πρώτο μας παιδί. Δεν με υποχρέωσε η γυναίκα μου να το κόψω. Εκείνη, απλώς έβγαλε τα τασάκια στο μπαλκόνι. Και δύο τρία άλλα τέτοια. Αλλά η τελική απόφαση ήταν δική μου. Και την τήρησα. Με κάτι ελάχιστες εξαιρέσεις. Μέχρι σήμερα.
Κάθομαι λοιπόν και καπνίζω σε ένα μπαλκόνι που βλέπει ρημαγμένα νεοκλασικά και βαρύθυμα περιστέρια. Κι έρχεται, η γκόμενα της οποίας συνεχίζω να ξεχνάω το όνομα. Πιο ήρεμη, τώρα. Μου παίρνει το τσιγάρο από το χέρι, κάνει μια βαθιά τζούρα και λέει. Καλά πήγε. Μέσα, καλά δεν πήγε; Την κοιτάζω, αισθάνομαι ότι με ρωτάει αν ήταν για μένα όσο καλά ήταν για αυτήνα αλλά δεν προλαβαίνω να το συνειδητοποιήσω και μετά να αμφισβητήσω κ.ο.κ. οπότε και δεν απαντώ. Κι εκείνη συνεχίζει. Μου λέει, της άρεσε το διαφημιστικό. Όπως το έγραψα. Μην παρεξηγήσω τον τρόπο της. Τη δουλειά της κάνει κι αυτή. Αλλά κατάλαβε το ύφος. Έχει δει ταινίες, ξέρει. Είναι σινεφίλ. Αλλά, άλλο η δουλειά, άλλο η χαρά. Ψάχνω, επειγόντως να πω κάτι, αλλά δεν βρίσκω τίποτα, πρωτίστως γιατί μισό ούλτρα λάιτ τσιγάρο μετά από έξι μήνες ισοδυναμεί με πέντε ουίσκι. Δευτερευόντως, επειδή καταλαβαίνω ότι τόσα εκατομμύρια μπάτσοι που παίζουν τον καλό και τον κακό (μπάτσο), δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα έχουν. Οπότε χαμογελάω ευγενικά και, από ό,τι φαίνεται, λίγο αμφίσημα. Γιατί, αμέσως μετά, σουφρώνει τα χείλια και μου λέει ok, ο πρώτος γύρος δικός σου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά γνέφω καταφατικά. Κι εκείνη μου λέει, ότι το αφεντικό μάλλον με συμπάθησε. Κι άμα θέλω μετά, πάμε για κανένα ποτό. Γιατί κάπου διάβασε ότι τους εχθρούς πρέπει να τους έχουμε από κοντά. Και γελάει κοφτά και λίγο βραχνά. Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω.
Το αφεντικό μας καλεί μέσα και αποφαίνεται. Ότι το διαφημιστικό θέλει κάτι. Όχι να γίνει κατ΄ανάγκη πιο φρέσκο, αλλά ίσως. Και λίγο πιο άμεσο. Αλλά όχι να μοιάζει και με πολιτική διαφήμιση. Να έχει άποψη. Είναι σημαντικό να έχει άποψη. Λέει, και φεύγει. Η γκόμενα, Ντέπυ τη λένε τελικά, μου κλείνει το μάτι. Μέχρι αύριο θα το βρεις, συμπληρώνει. Κι όλοι σηκωνόμαστε και φεύγουμε, ο καθένας για το σπίτι του. Πηγαίνω σε ένα περίπτερο, παίρνω ένα πακέτο και καπνίζω το μισό. Όρθιος, σαν να περιμένω. Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κι αισθάνομαι κάπως πιο ήρεμος. Και σκέφτομαι, ότι τώρα δεν μπορώ, αλλά αύριο μπορώ και να τα καταφέρω. Να το βρω αυτό το γαμημένο το κάτι.
Φτάνω στο σπίτι, βρίσκω μέσα γυναίκα, μαμά, μπαμπά, πεθερό, πεθερά, αδελφή, γαμπρό, ανίψια. Με κοιτάζουν όλοι χαρούμενοι και με μια προσμονή. Και μετά μου΄ρχεται. Κλείνω τα τριάντα εννιά και μπαίνω στα σαράντα. Είναι τα γενέθλιά μου.