Οι αναπτήρες
Ένας κόκκινος, ένας μαύρος, ένας λαχανί. Τρεις διαφημιστικοί (ξυλουργικές εργασίες, μια βιοτεχνία με δερμάτινα, ένα φροντιστήριο μαθηματικών). Ένας παραδοσιακός (με τον Παρθενώνα να λιάζεται πάνω του) κι ένας αδιευκρίνιστου χρώματος, πες ξεβαμμένο κίτρινο να είσαι μέσα… Άδειασα κάτι ξημερώματα την τσάντα μου και χύθηκαν στο πάτωμα. Με κοίταζαν, τους κοίταζα. Στην αρχή δεν αναγνώριζα κανέναν […]
Ένας κόκκινος, ένας μαύρος, ένας λαχανί. Τρεις διαφημιστικοί (ξυλουργικές εργασίες, μια βιοτεχνία με δερμάτινα, ένα φροντιστήριο μαθηματικών). Ένας παραδοσιακός (με τον Παρθενώνα να λιάζεται πάνω του) κι ένας αδιευκρίνιστου χρώματος, πες ξεβαμμένο κίτρινο να είσαι μέσα… Άδειασα κάτι ξημερώματα την τσάντα μου και χύθηκαν στο πάτωμα. Με κοίταζαν, τους κοίταζα. Στην αρχή δεν αναγνώριζα κανέναν τους και κανένας τους δε με αναγνώρισε. Μέχρι που κάποιος μου ‘κλεισε το μάτι κι ένας άλλος άρχισε να μου ψιλοτραγουδάει (Γαλάνη). Έψαξα στα βάθη της τσάντας για τον δικό μου. Ο δικός μου έλειπε. Δεν με πολυπείραξε, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και κανένας σπουδαίος αναπτήρας, απλώς τον είχα αγοράσει ένα βράδυ στο Θησείο κι ήθελα να θυμάμαι εκείνο το βράδυ, αλλά άπαξ και το βράδυ περάσει (το δείλι πόσο, το πολύ μιαν ώρα, δεν κρατεί) τι να σου φωτίσει ένας αναπτήρας; Το σκοτάδι την έχει κάνει, μαζί και οι σκιές, αν με καταλαβαίνεις (που με καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει θέμα).
Έκανα όλον αυτόν τον ανοικονόμητο πρόλογο για να πω, όσο πιο διακριτικά γίνεται, ότι ανήκω κι εγώ στη μεγάλη συμμορία εκείνων που βουτάνε αναπτήρες (επίσης βουτάω και τσιγάρα, απ’ όποιο πακέτο βρεθεί μπροστά μου). Όχι επί τούτου, κατά λάθος, δηλαδή ασυνείδητα. Το πρωτοκατάλαβα ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι. Με το που άδειασα Σεπτέμβρη μήνα το σάκο μου, διαπίστωσα ότι μπορούσα άνετα να ανοίξω περίπτερο με ειδικότητα στους αναπτήρες και μάλιστα καλής ποιότητας: ήταν όλοι τους γεμάτοι και οι περισσότεροι καινούργιοι. Προφανώς κάποιους τους είχα αγοράσει αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν εκείνοι (τους αγορασμένους μου τους είχαν άλλα μέλη της συμμορίας). Άρχισα να σκέφτομαι πολύ βαθιά (μη χάσω): ότι τους αναπτήρες, λέει, τους βούταγα μισοναρκωμένος από κάτι βαριές συζητήσεις και βλέμματα και χέρια κι ότι μου ήταν απαραίτητοι μετά, όταν γύριζα στο σκοτεινό μου ενδιαίτημα (ενδιαίτημα – άκου τώρα!), για να μου φωτίσουν όλα τα κρυφά λόγια, βλέμματα, χάδια που είχα ανταλλάξει. Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου: αντί να πω είσαι κλεπτομανής ή, έστω, αφηρημένος, ρε μαλάκα, ανεβοκατέβαινα τα επίπεδα μέχρι ιλίγγου.
Ο χειμώνας που πέρασε ήτανε ρέστος από αναπτήρες. Δεν πολυκυκλοφόρησα, οπότε πού να βρω τη λεία μου; Κάθε φορά ένας αναπτήρας στην τσάντα μου, δικός μου, πληρωμένος απ’ την τσέπη μου. Όμως φέτος την άνοιξη οι ξένοι αναπτήρες επανήλθαν. Το κακό ξεκίνησε σιγά σιγά: έφευγα με το δικό μου αλλά γυρνούσα σπίτι με κάποιον άλλο (περιττό να πω ότι το δικό μου τον κράταγαν ξένα χέρια). Συν τω χρόνω – και τον κόσμο που άρχισε να μπαινοβγαίνει στη ζωή μου – οι ξένοι αναπτήρες πολλαπλασιάστηκαν. Μέχρι που μια νύχτα (βλ. πρόλογο) έσπασα το προσωπικό μου ρεκόρ: οι κλεμμένοι αναπτήρες έφτασαν τους εννιά (ή τους δεκαεννιά;). Για μια στιγμή, σκέφτηκα να τους γυρίσω εκεί απ’ όπου τους πήρα: στη σχολή, στο Seesaw, στο καμαρίνι της Σοφίας, στα αυτοκίνητα της Ελένης, του Γιώργου, της Κίττυς, στο μαγαζί που τραγουδάει η Βίσση, στου αδελφού μου (που δεν καπνίζει αλλά καλεί συχνά καπνιστές σπίτι του), στα χέρια του Μανώλη, στο γραφείο της Μαργαρίτας – ένας μισότρελος που κάνει ξημερώματα ντiλίβερι αναπτήρων αριστερά δεξιά. Αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος. Πάω για ύπνο, είπα στη χελώνα μου και την έσβησα. Κι εκεί που έκανα να στρίψω για την κρεβατοκάμαρα (πρόσεξε πώς θα πάρεις τη στροφή, έχεις πιεί αγορίνα μου) οι αναπτήρες άρχισαν ν’ ανάβουν. Ένας ένας, από μόνοι τους. Και στη φλόγα του καθενός άρχισα να βλέπω και μια εικόνα: μια τιάρα, η αρχή ενός ζεϊμπέκικου, μια χούφτα δάκρυα, ένα ζευγάρι γάμπες, δυο χέρια που αγκάλιαζαν μια κολόνα, ένα δαχτυλίδι που δεν έβγαινε, το ξημέρωμα μιας παραμονής Χριστουγέννων, ένα μήνυμα στο κινητό, ένα κορίτσι που βαφόταν σκυμμένο στο πάτωμα, ένα ζευγάρι που φιλιόταν, ένα αρχαίο ηλιοβασίλεμα, τον Λ. να λέει ένα ποίημα μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο, ένα ζάρι, μια μισοντυμένη πλάτη, κάτι κατεβασμένα ρολά, κάποιον από το μέλλον…
Μέχρι τα χαράματα καθόμουν μπροστά στις φλόγες των αναπτήρων και χάζευα το υπερθέαμα. Είσαι γεννημένος κλέφτης, χαρά μου, είπα μέσα μου. Αλλά, γερός να ‘σαι, ξέρεις τι να κλέψεις και πότε.