Η αποικία
Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους από τον Θωμά Κοροβίνη
Είναι μεγάλη μάνα που την λένε η πουτ@να η θάλασσα. Πιο βαθιά και πιο σπλαχνική απ’ τη γη.
Ένα σούρουπο με μπουνάτσα ένα γλαράκι κυνηγημένο κι απορριγμένο απ’ τους συντρόφους του ξεβράστηκε λιπόθυμο σ’ ένα ξεχασμένο περιγιάλι. Σακάτικο ήτανε, του’ χε φάει μια προπέλα το δεξί και δεν προλάβαινε τους άλλους, μπουκιά δεν απόμενε να βάλει στο στόμα του, του στερούσανε και τ’ αποφάγια.
Κάλμα τα νερά λοιπόν κι αφέθηκε να χαθεί προς την στεριά κι όπου το βγάλει. Κάλιο η μοναξιά, είπε, παρά η περιφρόνηση κι ευχαρίστησε τον θεό των θαλασσοπουλιών που του φύλαγε τέτοια τύχη. Γιατί μόλις άραξε στην ακτή και συνήλθε, πρώτα σκάλισε με το μοναδικό του πόδι και το ράμφος του την αμμουδιά και του φανερώθηκαν ένα σωρό σκουλήκια, ξέρασε και το κύμα κάμποσες σαρδέλες, απ’ την βαλούτα που πετάνε στον αφρό τα ψαροκάικα και χόρτασε φαΐ.
Ύστερα ατένισε πέρα τον ορίζοντα και σκάλωσε η ματιά του σ’ ένα βράχο χαμηλό που στη μέση του σχηματιζόταν μια κουφάλα, βαθιά και πλατιά. Περπάτησε στ’ ακροθαλάσσι κούτσα κούτσα, έβαλε τα δυνατά του, έριξε μια γρήγορη σαλταπήδα και φώλιασε στη φιλόξενη σπηλιά. Μάζεψε στοίβες από φύκια κι έφτιαξε φωλιά για το ραχάτι του. Έζησε για κάμποσο καιρό ήρεμος, χωρίς ενοχλήσεις και νταλαβέρια μ’ άλλα πουλιά, πήρε τα πάνω του μα τον έτρωγε σιγά σιγά η μαγκούφα η μοναξιά.
Μια χαραυγή ένα πουνεντογάρμπι του ’στειλε πεσκέσι στο γιαλό μια γριά γλαρίνα. Τσουρομαδημένη, μισόκουφη και μισότυφλη, τον είδε σαν σωτήρα, κι εκείνος την περιέθαλψε με στοργή, της βρήκε τροφή κι αφού την γιατροπόρεψε την βοήθησε ν’ ανέβει στο παλατάκι του και της έφτιαξε μια φωλίτσα στο βάθος να μη την δέρνει το ανεμοβρόχι.
Περνούσαν οι μέρες, καλή η παρεΐτσα τους, έλα όμως που σαν νιός διψούσε ακόμη να δει και να μάθει, να ζήσει και να πάθει κι όλο ευχόταν μέσα του να βρεθεί μια συντροφιά πιο ταιριαστή για την περίπτωσή του.
Λίγον καιρό κατόπι μ’ ένα φιγουράτο πέταγμα άραξε στην αμμουδιά ένα γλάρος, μα τι γλάρος, πελώριος αρσενικός, με φτερούγες τεράστιες και νύχια κοφτερά σαν του όρνιου, θαρρείς και ήταν διασταύρωση γλάρου και γυπαετού. Τούτο τον είχαν αποδιώξει απ’ το κοπάδι του, ενώ ήταν αρχηγός, κάνοντας ανταρσία όλοι οι άλλοι, γιατί τους έτρωγε το φαΐ επειδή ήταν αχόρταγος μα από ζήλεια κιόλας για το ξεχωριστό του μεγαλείο και την απίστευτη ρώμη του.
Πλησίασε περήφανα και θαρρετά τους άλλους δυο, τον καλοδέχτηκαν και μπήκε κι αυτός στην οικογένεια. Πήραν τα πάνω τους με τον νέο τους σύντροφο. Εμ τους προστάτευε, εμ εύρισκε και παραπανίσια τροφή γα όλους. Τους κρατούσε γερούς η μάνα τους η θάλασσα. Είχαν ήδη σχηματίσει μια μικρή αποικία.
Ήρθαν οι αλκυονίδες κι άρχισαν να δέχονται επισκέψεις στο μικρό τους βασίλειο. Κοπαδιαστά οι γλάροι κατέβαιναν και λιάζονταν στην ακτογραμμή. Με τα κρωξίματά τους έδιναν κάθε τόσο μικρές συναυλίες. Έκαναν κοντινές πτήσεις προς το νερό, βουτούσαν κανένα αφρόψαρο και ξαναγύριζαν. Ο γλαραετός έκοβε βόλτες και παρατηρούσε τις κινήσεις τους, μελετούσε τα τερτίπια τους. Είχαν περάσει δυο τρεις μέρες και σ’ ένα περίπατό του άκουσε πίσω του ελαφριά βήματα. Γυρίζει και τι να δει!
Μια ολόλευκη γλαροπούλα, σαν τα κρύα τα νερά, μοστράρισε τα κάλλη της και μόλις την πλησίασε εκείνος σάστισε και τον θωρούσε μαγεμένη. Άρχισαν τα φιλιά και τα παιχνίδια κι άναψε η φλόγα του έρωτα που τους ζευγάρωσε.
Την επομένη άλλαξε ο καιρός, έπιασε καταιγίδα, το κοπάδι των γλάρων πέταξε γι’ άλλα μέρη, πιο ασφαλή. Όμως άφησε πίσω του ένα τραυματία. Πανέμορφο, κομψό, λυγιστό, χαδιάρη. Άμα τον πλησίασε το ζευγάρι, είδε από κοντά τις πληγές και τα τσουρομαδήματά του.
Πάνω κάτω τους εξήγησε πως τον παράτησαν εκεί, ήταν ανεπιθύμητος απ’ τους περισσότερους, κάθε τόσο του ορμούσαν, τον τσιμπούσαν και τον έβριζαν ή πήγαιναν να τον βατέψουν με το ζόρι.
Πλήθυνε η αποικία, είχε τώρα πέντε μέλη. Έκαναν καλή συντροφιά μα όλους τους έτρωγε ο πόθος για αλλαγή.
Σε λίγο η γριά γλαρίνα τους άφησε χρόνους. Έσκαψαν στην αμμουδιά και την έθαψαν κι έσπρωξαν από πάνω πέτρες κι έφτιαξαν ένα μνημούρι, σημάδι ότι εδώ θάφτηκε ο πρώτος νεκρός του αποικιακού χωριού τους.
Ύστερα από λίγο καιρό το πεντάμορφο ζευγάρι του αετίσιου γλάρου και της χιονάτης γλαρίνας, αφού τους αποχαιρέτησε όλους πέταξε για μέρη αλαργινά να βρει να φωλιάσει, να γεννήσει η μικρομάνα τ’ αυγά της, να τα κλωσήσει, να φέρει στον κόσμο νέα γλαράκια.
Λιγόστεψε η αποικία, έμειναν τώρα μόνοι τους, ο χωλός γλάρος και ο ευαίσθητος γλαράκος. Περπατώντας στο ακροθαλάσσι ένα απόγεμα, είχαν μακρύνει απ’ τη φωλιά τους και ξάφνου έπιασε μπόρα και χαλάζι. Πού να κρυφτούν να σωθούν, βρέθηκε μπροστά τους μια παροπλισμένη βάρκα, χώθηκαν από κάτω της, φυλάχτηκαν απ’ το κακό. Εκείνη τη νύχτα του μονοπόδαρου του πλημμύρισε ο έρωτας τα φυλλοκάρδια.
Αγκάλιασε με τα φτερά του τ’ ομορφόπαιδο πάνω στον ύπνο. Ο μικρός ανταποκρίθηκε με πάθος, είχε βρει μια καρδιά να μοιράζεται τα αισθήματά του κι ένα κορμί να φιλοξενεί τους πόθους του. Το άλλο πρωί, λάδι τα νερά, πέταξαν πάνω σε μια φαρδιά σανίδα από παλιό ναυάγιο και άφησαν το κύμα να τους πάει κι όπου βγει.
Τα πήρε κι αυτά να τα ταξιδέψει η μεγάλη μάνα που την λένε η πουτάνα η θάλασσα.