Η απόλυτη καταστροφή του φυσικού τοπίου στην ακτή Κοβιού
Στην άλλοτε πανέμορφη παραλία συναντάς πλέον έναν οργασμό της ξαπλώστρας, ένα απίστευτο τοπίο που έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο μιας αφιλόξενης καλοπέρασης - Γράφει ο Α. Ωραιόπουλος
Λέξεις: Αργύρης Ωραιόπουλος
Φέτος κάναμε διακοπές αργά. Ο Σεπτέμβριος τα τελευταία χρόνια τείνει να είναι ο πιο σταθερός μήνας, κλιματικά. Έτσι, και λόγω κάποιων υποχρεώσεων, αποφασίσαμε να πάρουμε το πολυπόθητο διάλειμμα τελευταίοι.
Μέσα στις μέρες των διακοπών έπεσε η ιδέα να πάμε σε μια «καλή» θάλασσα στο 2ο πόδι της Χαλκιδικής, να ζήσουμε και εμείς τις δίκες μας Σεϋχέλλες.
Να πάρουμε και τις φωτογραφίες μας, να νιώσουμε και εμείς δικαιωματικά την απολυτή ηδονή των likes.
Προορισμός η ξακουστή ακτή Κοβιού. Τελευταία φορά είχαμε πάει πριν 2-3 χρόνια και η ακτή ήταν πανέμορφη, με λίγες ξαπλώστρες του ξενοδοχείου που ήταν κτισμένο αρκετά πίσω στο οικόπεδο, ελεύθερο parking, και χωρίς beach bar και δυνατές μουσικές.
Tο 2ο πόδι φυσικά ήταν «δικό» μας από τα νεανικά μας χρόνια, τότε που με μια τέντα τη βγάζαμε όλο το καλοκαίρι στη μύτη του ποδιού (Κριαρίτσι, Καλαμίτσι, κτλ.). Ήμασταν λοιπόν γνωστές (και λάτρες) του απίστευτου φυσικού του τοπίου.

Ήταν Τετάρτη πρωί, βάλαμε μπρος και φύγαμε. Στο δρόμο είχε αρκετή κίνηση για την εποχή. Φτάνοντας στη Νικήτη η ουρά στο φανάρι θύμισε δεκαπενταύγουστο. Δεν το περιμέναμε είναι η αλήθεια αλλά γιατί όχι, καλός καιρός, ζεστή θάλασσα, ο κόσμος το έχει ανάγκη.

Συνεχίζουμε και έρχεται η ώρα που στρίβουμε για την παραλία. Επάνω στο δρόμο έχει πολλά αυτοκίνητα. Παράξενο, ίσως και λίγο επικίνδυνο. Φτάνοντας κάτω, το ξενοδοχείο έχει κλείσει το πέρασμα, μας σταματάει ένα παλικάρι. 5 ευρώ για parking, μόνο μετρητά. Καμία άλλη επιλογή.

Λέμε οκ, μην το κάνουμε θέμα.
Περνώντας και πηγαίνοντας στο σημείο που μας υπέδειξαν αντικρίζουμε ένα απαλλοτριωμένο οικόπεδο που έχει γίνει χώρος parking.
Οκ, μην το κάνουμε θέμα ξανασκέφτομαι. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και περπατάμε προς την παράλια.
Περνάμε την ξενοδοχειακή μονάδα που υπήρχε χρόνια, και εκεί που περιμέναμε να δούμε την πανέμορφη παραλία, αντικρίζουμε ένα τελείως άλλο θέαμα.
Ο οργασμός της ξαπλώστρας, από άκρη σε άκρη, και μια μπουλντόζα στα δεξιά να ξεριζώνει και άλλα δέντρα ανοίγοντας και άλλο χώρο για εκμετάλλευση.
Ξεκινώντας από τουλάχιστον 100 μέτρα απόσταση από την ακτή οι ξύλινες/μεταλλικές κατασκευές διαδέχονται η μια την άλλη και όσο πλησιάζει κανείς τη θάλασσα η πυκνότητα αυξάνεται σε σημείο που δεν μπορείς να περάσεις εύκολα.
Όλο αυτό φτάνει έως εκεί που σκάει το κύμα, με το νερό να βρέχει τις ξαπλώστρες-σπιτάκια στην πρώτη σειρά.
Φτάνω κάτω στο νερό, κοιτάω γύρω μου και συνειδητοποιώ τι βλέπω, τι έχει γίνει. Είναι η απόλυτη καταστροφή του φυσικού τοπίου, κάτω από τους ήχους μιας μπουλντόζας που φαίνεται να χορεύει το μπουζουκο-pop που ακούγεται από τα μεγάφωνα, καθώς με μανία καταστρέφει ότι βρίσκει στο δρόμο της.
Αχ να ήμουν σκιτσογράφος η κινηματογραφιστής να μπορέσω να το αποδώσω όλο αυτό στη διάσταση που το αισθάνθηκα.
Οκ, μην το κάνουμε σκέφτομαι ξανά, ήρθαμε να κάνουμε ένα μπάνιο, να χαλαρώσουμε.
Περνώντας τις περισσότερες ώρες μέσα στο νερό, το μυαλό ταξιδεύει αλλά δεν μπορεί εύκολα να φύγει μακριά.
Ένα απίστευτο τοπίο που γνωρίζω από τότε που ήμουν παιδί έχει πια γίνει εργοστάσιο μιας καλοπέρασης αφιλόξενης σε εμένα.
Αισθάνομαι αποκομμένος, αποξενωμένος και ανεπιθύμητος.
Σαν όλα να αλλάζουν προς μια κατεύθυνση αντίθετη της λογικής που ήξερα.
Και επιστροφή δε μοιάζει να υπάρχει.
*Ο Dr Αργύρης Ωραιόπουλος ζει και εργάζεται στο Λονδίνο ως Research Fellow στο UCL Energy Institute της σχολής Bartlett School of Environment, Energy and Resources