Η απουσία του ΚΘΒΕ
του Σάββα Πατσαλίδη Εδώ και εβδομάδες το ΚΘΒΕ κατέβασε τα ρολά. Οι λόγοι γνωστοί. Δεν ξέρω τι σκοπεύει να κάνει το αρμόδιο υπουργείο για το θέμα, αλλά οφείλει να κάνει κάτι, και μάλιστα δραστικό και άμεσο, ώστε το Κρατικό να επανακάμψει στα δρώμενα της πόλης, γιατί δεν είναι απλώς ένα θέατρο. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι […]
του Σάββα Πατσαλίδη
Εδώ και εβδομάδες το ΚΘΒΕ κατέβασε τα ρολά. Οι λόγοι γνωστοί. Δεν ξέρω τι σκοπεύει να κάνει το αρμόδιο υπουργείο για το θέμα, αλλά οφείλει να κάνει κάτι, και μάλιστα δραστικό και άμεσο, ώστε το Κρατικό να επανακάμψει στα δρώμενα της πόλης, γιατί δεν είναι απλώς ένα θέατρο. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του brand name της πόλης, το οποίο από τη μια το βρίζουμε και από την άλλη, χώρια του δεν μπορούμε. Από τη μια το κακομεταχειριζόμαστε και από την άλλη λέμε πώς κατάντησε έτσι. Όλοι μιλούν ότι θέλουν το καλό του και όλοι, με τον τρόπο τους, συμβάλλουν στον στραγγαλισμό του. Μην πάτε μακριά, δείτε τους πολιτικούς και λοιπούς παραγοντίσκους. Καραδοκούν πότε θα του βάλουν χέρι. Δείτε, όμως, και τους εγχώριους κριτικούς των πεπραγμένων του. Το στολίζουν κανονικά. Θα μου πείτε, δεν θα ‘πρεπε; Από τη στιγμή που το ίδιο το Κρατικό τους δίνει το δικαίωμα με τις παραστάσεις που ανεβάζει, γιατί όχι; Από την άλλη, εκείνο που θα περίμενε κανείς από όλους όσους το (κατα)κρίνουν είναι να επιδεικνύουν ανάλογη αυστηρότητα και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Και εξηγούμαι.
Περί δεοντολογίας στη μικρή μας πόλη
Όταν ζεις σε μια μικρομεσαία πόλη, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, αν ασκείς κριτική πρέπει να είσαι παράλληλα έτοιμος να δημιουργήσεις και «εχθρούς», κάτι που οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν. Έτσι, ενώ βλέπουμε (εκτός Κρατικού) πάρα πολλές κακές έως άθλιες παραστάσεις, ελάχιστες ελέγχονται κριτικά, στο βαθμό που θα ‘πρεπε και με τον τρόπο που θα ‘πρεπε. Σου λέει ο άλλος, μια μικρή κοινωνία είμαστε, με τι μούτρα θα δω τον τάδε και τη δείνα εάν γράψω κάτι κακό; Εκείνο που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι η ίδια κριτική διάθεση πρέπει να διοχετεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, τηρουμένων (εννοείται) πάντοτε των αναλογιών, ώστε όλοι να κερδίζουν μέσα από αυτόν το διάλογο. Ο ρόλος της κριτικής δεν είναι να χαϊδεύει αφτιά για να εκμαιεύσει συμπάθειες (πάγια τακτική όσων έχουν δει την κριτική σαν μορφή γλειψίματος) ή να πυροβολεί στα τυφλά απλά και μόνο για να πουλήσει γιαλαντζί εντυπώσεις ή να (κατα)κρίνει εκ του ασφαλούς. Σωστή κριτική είναι εκείνη που προκαλεί τον εποικοδομητικό διάλογο μέσα από τη σύγκριση, τα στέρεα επιχειρήματα, την καλοπροαίτερη διάθεση, την αντικειμενική ενημέρωση, τις προτάσεις. Δηλαδή, καλή κριτική είναι εκείνη που ακόμη κι όταν «βρίζει», προδίδει την αγάπη της για το θέατρο και τους θεατρίνους. Όταν ασκείται μ’ αυτές τις προδιαγραφές, τότε μόνο ένας κομπλεξικός ή ένας αθεράπευτος βλάξ θα στραφεί εναντίον της.
Η αναγκαιότητα του Κρατικού
Και για να επιστρέψω στην περίπτωση του Κρατικού. Άκουσα τις προάλλες κάποιους του χώρου να λένε πως χωρίς Κρατικό το θεατρικό τοπίο της πόλης είναι πιο ανοικτό και απελευθερωμένο. Και για του λόγου το αληθές, άρχισαν να επικαλούνται τις πολλές παραστάσεις που βλέπουμε. Δεν διαφωνώ ότι η πόλη έχει πολλές θεατρικές επιλογές. Όμως, αυτό διόλου δεν οφείλεται στη μη λειτουργία του Κρατικού. Άλλοι είναι οι λόγοι και δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι, ναι μεν γεμίσαμε από παραστάσεις, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι γεμίσαμε και από μεγάλες παραστάσεις. Οι περισσότερες είναι «μικρές» παραστάσεις και εννοώ: μικρά έργα, μικρό καστ, μικρός προϋπολογισμός, και πολύ συχνά μικρές ιδέες μικρής εμβέλειας.
Και για να προλάβω παρερμηνείες, δεν είναι κακό μια παραγωγή να είναι «μικρή», εφόσον αυτό που προσφέρει είναι ποιοτικά καλό. Είναι κακό όταν φτάσει το θέατρο να ταυτίζεται διαρκώς και αποκλειστικά με το «μικρό». Ή με το υπόγειο. Ή με μια μικρή και αδιαμόρφωτη αίθουσα. Ή με το φτηνιάρικο (όχι το φτηνό). Ή με το ερασιτεχνικό ή το ημιεπαγγελματικό. Σίγουρα η κρίση έχει επιβάλει τη δική της λογική στα πράγματα. Από την άλλη, το θέατρο, για να είναι πλήρες, έχει ανάγκη και το μεγάλο θέαμα, και το μεγάλο καστ, τις μεγάλες ιδέες, τις μεγάλες παραγωγές. Και μην ξεχνάμε και αυτό: Υπάρχουν εκατοντάδες ηθοποιοί συτήν τη στιγμή στην πόλη που περιμένουν να δουλέψουν. Αυτά όλα, εδώ στη Θεσσαλονίκη, μόνο το Κρατικό μπορεί να τα προσφέρει.
Υπήρξα ανέκαθεν αυστηρός κριτής των πεπραγμένων του Κρατικού, γιατί είναι ένας χώρος που αγαπώ ιδιαίτερα και πιστεύω ότι μπορεί και πρέπει να προσφέρει. Το Κρατικό οφείλει να κάνει τη διαφορά (έστω μικρή) στα τοπικά δρώμενα, γιατί απλούστατα κανένα άλλο θέατρο δεν έχει τα δικά του μεγέθη, αλλά και τη δική του αποστολή. Με αυτό το σκεπτικό, χαίρομαι όταν βλέπω παραγωγές που ξέρω ότι δεν μπορώ να δω αλλού, όπως η «Αυτοκρατορία», το «Πέερ Γκυντ», η «Μικρή μας πόλη», «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» κ.λπ. Γοητευτικό, δε λέω, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο», αλλά δεν παύει να είναι απλά και μόνο ένα όμορφο σκηνικό γύμνασμα, που όταν τελειώσει λες: «πέρασα όμορρφα». Ως εκεί. Δεν έχεις να πεις απολύτως τίποτε άλλο. Θέλω, όμως, να δω το «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» σε μια πληρέστερη και πιο απαιτητική εκδοχή, με είκοσι χαρακτήρες, θέλω να δω και κάποιες πιο σύνθετες προτάσεις ενδυματολογικές, εικαστικές, φωτιστικές, ώστε να αντιληφθώ καλύτερα το εύρος του, το βάθος των ιδεών του και όλα εκείνα που το κατατάσσουν στα διαχρονικά αριστουργήματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Με το ίδιο σκεπτικό θέλω να δω ένα «Φάουστ» επικών διαστάσεων κι όχι μόνο ένα Φάουστ-ανάλογιο δύο ατόμων. Το ένα μου δίνει το όλον, το άλλο επιλεγμένα ψήγματα, μια μικρή γεύση.
Συμπέρασμα: Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από ένα Κρατικό Θέατρο τολμηρό, φιλόξενο στις νέες δυνάμεις, εξωστρεφές, ονειροπόλο, και εννοείται βιώσιμο. Ένα Κρατικό με υγιείς ιεραρχήσεις, όπου ο καθένας θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.