Η Αριάδνη μακριά απ’ τη Νάξο

Μελαχρινή, μακριά μαλλιά, αδύνατη, γυαλιά, βαριά εικοσιπέντε, ουρλιάζοντας στον πατέρα της: εγώ στο σπίτι δεν ξαναγυρνάω! Όλη η δύναμη στη φωνή: ν’ ανεβοκατεβαίνει χτυπώντας στα δέντρα της πρωινής πλατείας και πάλι πίσω να ξαναγυρίζει γδαρμένη. Αλλά δεν θα τη χαμήλωνε κι ας έμενε άφωνη, τι θα γινόταν δηλαδή, μήπως είχε να τραγουδήσει το βράδυ; Δεν […]

Άκης Δήμου
η-αριάδνη-μακριά-απ-τη-νάξο-24490
Άκης Δήμου
1.jpg

Μελαχρινή, μακριά μαλλιά, αδύνατη, γυαλιά, βαριά εικοσιπέντε, ουρλιάζοντας στον πατέρα της: εγώ στο σπίτι δεν ξαναγυρνάω! Όλη η δύναμη στη φωνή: ν’ ανεβοκατεβαίνει χτυπώντας στα δέντρα της πρωινής πλατείας και πάλι πίσω να ξαναγυρίζει γδαρμένη. Αλλά δεν θα τη χαμήλωνε κι ας έμενε άφωνη, τι θα γινόταν δηλαδή, μήπως είχε να τραγουδήσει το βράδυ; Δεν είχε.

Είχε βράδια να τραγουδήσει, χρόνια μη σου πω, μπορεί γι’ αυτό και τα ουρλιαχτά μέσα στην κουφόβραση της Μακεδονίας, οκτάβες πιο πάνω απ’ τα μπάσα της λαϊκής. Θέλω να τραγουδήσω αλλά δεν έχω ούτε φωνή ούτε όρεξη, ήθελε να πει στον πατέρα της αλλά εκείνος δεν θα καταλάβαινε, ήταν σίγουρη. Εκείνος μόνο τις τρύπες που είχε να μπαλώσει και να μη λείπει η Αριάδνη τόσες ώρες απ’ το σπίτι, το δεύτερο κυρίως. Όμως γι’ αυτήν το σπίτι τέρμα, ως εδώ, ακούς τι σου λέει; Την είχε πάρει την απόφασή της και του την ανακοίνωνε δημόσια, όποιος θέλει ας την ακούσει, καιρός πια να το μάθουνε όλοι: η Αριάδνη δεν μένει πια εδώ. Κι ας μην ξέρει πού θα μείνει, θα βρει στο τέλος, το θέμα είναι ότι στο σπίτι δεν ξαναγυρίζει!

Άστραφτε και βρόνταγε η ραγισμένη φωνή της, καιρό τώρα νεφελώδης, να που είχε έρθει η στιγμή να ξεσπάσει η απόφαση, που μπορεί και να μην ήταν απόφαση μπορεί να ήταν απλώς απειλή. Αλλά και για απειλή δεν πολυφαινόταν, είχε φορτωθεί τρία σακίδια πρησμένα, ξέχειλα, άρα αποφασισμένη, άει στα κομμάτια! Ο πατέρας της από πίσω ασθμαίνοντας. Περίμενε, Αριάδνη, στάσου μια στιγμή, και ξανά: περίμενε λίγο που σου λέω! Στάθηκε μια στιγμή η Αριάδνη που της έλεγε, κλαίγοντας τώρα.

Δεν έφταιγε ο πατέρας της, ούτε η μάνα ούτε ο αδελφός της φταίγανε (που είχανε βγει στο μεταξύ και την κυνηγούσαν κι αυτοί), εκείνη έφταιγε, μια ζωή έκανε ό,τι μπορούσε για να περάσουν όλοι τους καλά, βαλάντωνε στο πεζοδρόμιο. Αλλά, προφανώς, τίποτα δεν κατάφερνε. Σκατά τα έκανε κι όλοι περνούσανε χάλια, μόνο κάτι ένοικοι που είχαν βγει στα μπαλκόνια και χάζευαν τη διαλυμένη οικογένεια δοξολογώντας τον Ύψιστο που τα παιδιά τα δικά τους κ.λ.π., αυτοί ναι, αυτοί ίσως, ίσως και να περνούσανε καλά, πρωί Δευτέρας όλο επαναλήψεις έχει η τηλεόραση, τι να δεις, δε λες που βρέθηκαν και τα μπαλκόνια, κάτσε να δούμε τι θα γίνει και ψωνίζουμε μετά, δε φεύγουνε οι πιπεριές απ’ τους πάγκους. Και μόνο που δεν χειροκρότησαν όταν η Αριάδνη έπεσε με τα πολλά στην αγκαλιά του πατέρα της και πήραν όλοι μαζί το δρόμο του γυρισμού, συνεχίζοντας να φωνάζουν, τώρα η μάνα πιο πολύ, κορυφαία, τι ήθελε, τέλος πάντων, να τους πεθάνει; Αυτός ήταν ο σκοπός της;

Αλλά η Αριάδνη κράταγε το σκοπό της κρυφό, κανείς δεν θα τον μάθαινε, μπορεί να μην τον ήξερε ούτε εκείνη. Όμως θα τον έβρισκε, δεν υπήρχε περίπτωση και μέχρι να τον βρει δεν θ’ άδειαζε ούτε μια τσεπούλα απ’ τα σακίδιά της. Θα τα παράχωνε και τα τρία κάτω απ’ το κρεβάτι της και με την πρώτη ευκαιρία, έτσι λίγο να μην περνάγανε όλοι καλά, θα τα ξαναφορτωνόταν και θα χυνόταν στη Μακεδονίας, μ’ όλη την οικογένεια από πίσω της να προσπαθεί να την ξαναφέρει πίσω στο ίσιο σπίτι, που σα να μην έφτανε που είχαν να πληρώσουν ένα σωρό λεφτά για το φυσικό αέριο, είχαν και τις ξαφνικές αποφάσεις της Αριάδνης, που ‘χε περάσει το τεσσάρι λαβύρινθο κι ο μίτος την έβγαζε κατευθείαν στους δρόμους, με ποιον Θησέα στο μυαλό της σιγά μην τους έλεγε.-

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα