Parallax View

Η αθεράπευτη μανία του ποπ κορν στα σινεμά κι εμείς που δεν το αντέχουμε

Δεν είστε μόνο εσείς που τρέχετε στο κυλικείο να αγοράσετε ποπ κορν και ό, τι άλλο βρείτε. Δυστυχώς είναι μία ιστορία, που κρατάει δεκαετίες...

Γιώργος Σταυρακίδης
η-αθεράπευτη-μανία-του-ποπ-κορν-στα-σιν-1104675
Γιώργος Σταυρακίδης

Δεν είστε λίγοι εσείς που πηγαίνοντας σε ένα σινεμά (οι πιο… νηστικοί και στα θέατρα) τρέχετε πρώτα στο κυλικείο να αγοράσετε εφόδια λες και πάτε στο βουνό για τριήμερο ή λες και δεν φάγατε νωρίτερα και το φυλούσατε για να κατασπαράξετε μερικά ποπ κορν βλέποντας ταινία και ενοχλώντας τον δίπλα με τα αθεράπευτα «χράτσα χρούτσα» που κάνουν στο στόμα σας.

Είναι λίγες οι φορές που βρήκα το θάρρος να ζητήσω από διπλανό μου στο σινεμά να σταματήσει να τρώει με τόσο… θόρυβο, μπροστά σε όλες εκείνες που πραγματικά ευχήθηκα από μέσα μου να εξαφανιζόταν από δίπλα μου ή να μπορούσε ο πρωταγωνιστής να σταματήσει την ταινία, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει «φίλε, αν δεν σταματήσεις να τρως, εγώ δε παίζω άλλο».

Φίλη μάλιστα μου διηγήθηκε ιστορία από θεατρική παράσταση όπου η Έλλη Λαμπέτη σταμάτησε να παίζει κοιτώντας για μερικά λεπτά κάποιον θεατή που μασουλούσε. Στην αρχή, εκείνος νόμιζε πως πρόκειται για σκηνοθετικό «τερτίπι» και συνέχισε απτόητος αλλά βλέποντας όλη την αίθουσα να έχει γυρίσει και να τον κοιτάζει όσο είχε πάνω του καρφωμένα τα μάτια της η Λαμπέτη, αντιλήφθηκε πως ήταν γι’ αυτόν. Τότε, η σπουδαία ηθοποιός του λέει: «Εντάξει, τελειώσατε; Μπορώ τώρα να συνεχίσω».

Φωτογραφία: Unsplash

Ασφαλώς, οι περισσότεροι θα πουν πως άλλο το θέατρο και άλλο το σινεμά και ασφαλώς ως ένα σημείο έτσι είναι. Ωστόσο σεβασμό δεν θέλει μόνο ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή μίας θεατρικής παράστασης, αλλά και ο διπλανός θεατής μίας ταινίας που δεν έχει καμία διάθεση να ακούει κάποιους να μασουλούν.

Αυτό που είναι δικαίωμα ή ακόμα και αυτονόητο για το σπίτι σου που θα βάλεις ταινία, θα φωνάξεις δύο τρεις φίλους, θα φτιάξεις και τα άφθονα ποπ κορν σου στα μεγαλύτερα μπολ της κουζίνας σου, στο σινεμά όχι δεν είναι αυτονόητο, αλλά θα έπρεπε να μην υπάρχει ή έστω να υπάρχουν οι επιλογές προβολών.

Και θα έρθεις να μου πεις, αφού διατίθενται στα κυλικεία των κινηματογράφων, άρα μπορώ να τα πάρω. Κι έχεις δίκιο. Γιατί όλο αυτό δεν περιορίζεται σε αυτόν που τα τρώει αλλά και σε αυτόν που τα φτιάχνει και έχει καθιερώσει αυτόν τον συσχετισμό του σινεμά με το μασούλημα καλαμποκιών. Σχέση τόσο δεμένη πλέον που είμαι βέβαιος πια πως πολλοί συγχέουν στο μυαλό τους το αν θέλουν περισσότερο τελικά να δουν ταινία ή να φάνε ποπ κορν σε αυτή. Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, υπάρχουν κι άλλοι χώροι – πιο ιδιωτικοί – που θα μπορούσε το ποπ κορν να κλέψει την παράσταση και να μην ενοχλεί μάλιστα και κανέναν άλλον πέρα από εκείνον που θα το απολαύσει. Σχετικά με τους κινηματογράφους βέβαια, είναι μία σχέση που κρατάει δεκαετίες και θα μπορούσε κάποιος να δώσει το άλλοθι των εσόδων, ειδικά σε μία εποχή που τα πράγματα για τα σινεμά δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση τους. Από την άλλη βέβαια, μία απάντηση θα μπορούσε να είναι πως αν όντως υπάρχουν προβλήματα στα έσοδα, τι άλλο θα ακολουθήσει για να βγάλουν έσοδα; Γύρος και σουβλάκι;, μακαρόνια;, σπόρια;

Για την ιστορία, να πούμε πως η απογείωση του ποπ κορν, πρώτα στις ΗΠΑ και μετά σε όλο τον κόσμο, ήρθε χάρη στην εξάπλωση του κινηματογράφου, κάνοντας πραγματικά αυτή τη σχέση δυνατή. «Οι κινηματογραφικές αίθουσες εξακολουθούσαν να μην έχουν καμία σχέση με το ποπ κορν. Αντέγραφαν τις θεατρικές σκηνές. Είχαν όμορφα χαλιά και μοκέτες στις αίθουσές τους και δεν ήθελαν να πέφτουν επάνω τους ποπ κορν» γράφει ο Andrew Smith στο βιβλίο του «Popped Culture: A Social History of Popcorn».

Όταν οι ταινίες απέκτησαν ήχο το 1927, η βιομηχανία του κινηματογράφου ανοίχτηκε σε ένα πιο ευρύ κοινό, καθώς η παιδεία δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση πια για να παρακολουθήσει κανείς μια ταινία. Μέχρι το 1930 κάθε εβδομάδα 90 εκατ. άνθρωποι παρακολουθούσαν ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το τεράστιο αυτό κοινό δημιουργούσε μεγάλες ευκαιρίες για επιπλέον κέρδη, Μάλιστα, στην αρχή οι αιθουσάρχες ήταν επιφυλακτικοί έναντι της παρουσίας του την ώρα προβολής, φοβούμενοι θορύβους από το μασούλημα και τα έξοδα λόγω εξαερισμού, ενάντια στη χαρακτηριστική “βουτυράτη” μυρωδιά. Οι μικροπωλητές ωστόσο δεν πτοήθηκαν, πουλώντας το σνακ ανεβοκατεβαίνοντας στους διαδρόμους των αιθουσών. Μετά το κραχ του 1929, οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων άλλαξαν γνώμη, και άρχισαν να επιτρέπουν στους μικροπωλητές να στέκονται έξω από το σινεμά έναντι καταβολής “ενοικίου” ενός δολαρίου τη μέρα. Ως φθηνότερο από άλλα σνακ, το ποπ κορν είδε τις πωλήσεις του να εκτοξεύονται στα χρόνια της ύφεσης, ενώ το 1938 ένας αιθουσάρχης στις μεσοδυτικές πολιτείες αποφάσισε να επενδύσει στην εγκατάσταση των πρώτων μηχανών ποπ κορν μέσα στους κινηματογράφους του. Από εκεί και πέρα, η ιστορία λίγο πολύ είναι γνωστή μέχρι τις μέρες μας που οι αίθουσες μυρίζουν συνεχώς με βούτυρο…

Παρακάτω, ιστορική διαφήμιση για ποπ κορν που παιζόταν μάλιστα στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αμερικής το μακρινό 1948!

Οπότε, αντιλαμβανόμαστε όλοι πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η συνήθεια του ποπ κορν στον κινηματογραφικό θεατή, ωστόσο ναι, είμαστε κι εμείς που κάθε φορά που θέλουμε να δούμε μία ταινία, δεν αντέχουμε ούτε τη μυρωδιά του βουτύρου, ούτε τους θορύβους από το μασούλημα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα