Η χώρα της οργής

Ένα πέπλο οργής καλύπτει τη χώρα πέρα ως πέρα. Η οργή που ακούω και βλέπω είναι πρωτόγνωρη και καθόλου «ελεγχόμενη»: Δεν είναι η συνήθης οργή των ανθρώπων που «τα σπάνε» για να εκτονωθούν λόγω ιδιάζουσας ψυχοσύνθεσης και περιθωριακής κουλτούρας. Οργισμένοι είναι άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των επαγγελμάτων, όλων των ιδιοσυγκρασιών. Στα κοινωνικά δίκτυα τα […]

Parallaxi
η-χώρα-της-οργής-10011
Parallaxi
1.jpg

Ένα πέπλο οργής καλύπτει τη χώρα πέρα ως πέρα. Η οργή που ακούω και βλέπω είναι πρωτόγνωρη και καθόλου «ελεγχόμενη»: Δεν είναι η συνήθης οργή των ανθρώπων που «τα σπάνε» για να εκτονωθούν λόγω ιδιάζουσας ψυχοσύνθεσης και περιθωριακής κουλτούρας. Οργισμένοι είναι άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των επαγγελμάτων, όλων των ιδιοσυγκρασιών. Στα κοινωνικά δίκτυα τα σχόλια είναι ανεξέλεγκτα και υβριστικά προδίδοντας ανθρώπους σε μεγάλη ψυχολογική ένταση. Τα αίτια είναι πολλά και σχετίζονται με ενδογενείς παθογένειες ενός καθεστωτικού οικονομικού συστήματος που ήδη κατέρρευσε αλλά κι ενός αλαζονικού ξένου παράγοντα που επανακτά την πατερναλιστική του διάθεση απέναντι στη χώρα.

Η κοινωνική κατάσταση είναι δυσάρεστη σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταλύτης των εξελίξεων να μην είναι στην πραγματικότητα οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ., αλλά η οργή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Και τούτο, διότι ακόμα και αν αποφασισθεί τελικώς το «κούρεμα» και η νέα δανειακή σύμβαση, το όποιο ενδεχόμενο επιτυχίας τους προϋποθέτει διαρκή κοινωνική ειρήνη, η οποία δεν πρόκειται να υπάρξει, αν δεν μεταβληθεί άρδην η ψυχολογία του ελληνικού λαού. Κι εδώ εντοπίζεται η πιο επικίνδυνη περίσταση που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή τη στιγμή: Όσο η κοινωνία μας είναι οργισμένη, παραμένει παράλυτη. Διότι ο οργισμένος δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν στοχάζεται, δεν διαλέγεται. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι με την πρώτη διαθέσιμη αφορμή να συγκρουστεί και να εκτονώσει την οργή του.

Από το πρωί γίνομαι δέκτης οργής από φίλους διαφόρων καταβολών, επαγγελματικών κατευθύνσεων και μορφωτικών επιπέδων που θέλουν να «τα πουν» σε κάποιον για να ξεσπάσουν, για τους «ανίκανους, πουλημένους, κλέφτες – κλπ. κοσμητικά επίθετα- πολιτικούς που κατέστρεψαν τη χώρα, που έπρεπε να είναι φυλακή και κυκλοφορούν ελεύθεροι». Επειδή όμως, όπως είπαμε, ο οργισμένος δεν συζητά ούτε ακούει, συνειδητά επιτελώ ρόλο “σάκου του μποξ”. Προς στιγμή, χωρίς να έχω ταχθεί υπέρ των πολιτικών (ούτε καν το σκέφτηκα ποτέ…), κάποιος φίλος με αντιμετωπίζει ως «απολογητή». Κάνει προβολή πάνω μου του «κακού άλλου» για να εκτονωθεί και επειδή τον αγαπάω, το δέχομαι. Και μετά το πρώτο στάδιο εκτόνωσης, όταν έχω την ελπίδα ότι μπορεί και να είναι σε θέση να ακούσει κάτι, του λέγω ότι η οργή είναι εύλογη, αναμενόμενη και λυτρωτική ενίοτε, αλλά του θέτω το εξής ερώτημα: «Ακόμα και αν όλοι οι πολιτικοί αυτή τη στιγμή τιμωρούνταν, θα έβρισκαν οι άνεργοι δουλειά; Θα γινόταν η παιδεία μας καλύτερη, τα ελλείμματά μας θα ελέγχονταν; Θα επιστρέφαμε στην ανάπτυξη; Και τελικά θα φτιάχναμε τη ζωή μας όπως την επιθυμούμε; Αλήθεια, εσύ, καλέ μου φίλε, πώς θα την επιθυμούσες;».

Άλλοι προβληματίζονται επιμένοντας με μικρότερη ένταση στη θέση τους, άλλοι συνεχίζουν να είναι οργισμένοι με την ίδια ένταση: «στην ανικανότητα των πολιτικών οφείλονται όλα τα προβλήματα». Κι όταν του λέω «άκουσες να σου λέω το αντίθετο; Μπορείς σε παρακαλώ να μου απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα;» η απάντηση είναι του τύπου «Δηλαδή τους υποστηρίζεις;» (!) («άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» κατά το κοινώς λεγόμενο από έναν άνθρωπο που ουδέποτε θα διεξήγαγε συζήτηση με τέτοιο “παράλογο” τρόπο).

Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι όσο η οργή κυριαρχεί, είμαστε ένας λαός παράλυτος. Μπαίνοντας στον πέμπτο χρόνο ύφεσης, θα έπρεπε να είχαμε ήδη ξεκινήσει να σχεδιάζουμε την επόμενη μέρα. Γιατί μας έλαχε το θείο δώρο της ζωής να το ζήσουμε σε αυτά τα χρόνια και σε αυτή τη χώρα και δεν αξίζει (και δεν θέλουμε) να το σπαταλάμε άλλο στην κατάθλιψη. Όσο είμαστε θολωμένοι από την (εύλογη και αναμενόμενη) οργή, τόσο πιο δύσκολα θα προχωρήσουμε παραπέρα. Όσο γρηγορότερα ηρεμήσουμε, τόσο γρηγορότερα θα αποφασίσουμε την κατεύθυνση προς την οποία θέλουμε να πάμε και τους τρόπους υλοποίησης της απόφασής μας.

Το γεγονός ότι ο λαός μας βρίσκεται στα όρια των ψυχολογικών του αντοχών, μη μπορώντας να ανασυγκροτηθεί, δεν οφείλεται στην (αλλόκοτη τάχα) ιδιοσυγκρασία του. Είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή μεγάλη μερίδα του δεν είναι σε θέση (αρνείται) να δει την πραγματικότητα κατάματα εξαιτίας της οργής και του φόβου που την διακατέχει. Ο λαός μας όμως δεν άλλαξε ξαφνικά. Μπορεί να καλλιεργεί συστηματικά εμμονές και μύθους για τον εαυτό του που να δυσκολεύουν την κατανόηση κάποιων καταστάσεων, αλλά έχει αποδεδειγμένα επιδείξει στο παρελθόν και ρεαλισμό και ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Η αδυναμία ανάταξης της ψυχολογίας οφείλεται στην πολιτική τάξη (ιδίως στα ηγετικά της κλιμάκια) που δεν επεξεργάστηκε εθνική πολιτική αποφυγής της χρεωκοπίας, που δεν εξέθεσε συνολικά, εμπεριστατωμένα και εγκαίρως την αλήθεια στον λαό, που δεν τον προετοίμασε για την επερχόμενη οικονομική κρίση και που, ακόμα και όταν με τις πράξεις και τις παραλείψεις της έθεσε τη χώρα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, χειρίστηκε τις σχέσεις της με τους ξένους δανειστές ως παρτίδα πόκερ, χωρίς σχέδιο και αίσθηση της οικονομικής πραγματικότητας. Όμως, εκτός από τα ανωτέρω πρόδηλα σφάλματα, η ευθύνη της είναι ακόμα μεγαλύτερη για το γεγονός ότι στην κρισιμότερη ιστορική στιγμή των τελευταίων δεκαετιών καταδίκασε έναν ολόκληρο λαό σε αδιέξοδη, τυφλή οργή και συνεπώς στην παραλυσία, στη θλίψη και στην αυτομαστίγωση, τη στιγμή που αυτός, ως ενιαίο σύνολο, έπρεπε να έχει ανασκουμπωθεί και να σχεδιάζει την επόμενη μέρα του.

* Ο Βασίλειος Χατζηιωάννου είναι λέκτορας Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα